«Επικοινωνία» χωρίς κοινωνία
Με ακραία διλήμματα και επικοινωνιακού τύπου τεχνάσματα προσπαθούν τα κόμματα να συσπειρώσουν την εκλογική τους βάση, να περιορίσουν τις απώλειές τους και να πάρουν «παράταση» των προοπτικών και των ελπίδων τους…
Σε δημοψήφισμα καλούν τον λαό ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Την «αλλαγή της εξουσίας» μέσω του αποτελέσματος των ευρωεκλογών επιδιώκει το ΠΑΣΟΚ, ενώ, σύμφωνα με την κ. Παπαρήγα, θα πρέπει στις 7 Ιουνίου να ψηφίσουμε αναδρομικά κατά της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Ευρωσυντάγματος, καταγγέλλοντας συνολικά την πορεία των δύο τελευταίων δεκαετιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
Ο Κ. Καραμανλής αγωνίζεται να εγείρει τον κομματικό πατριωτισμό της εκλογικής βάσης της ΝΔ και να πείσει ότι όλα όσα συνέβησαν ήταν ένα «κακό όνειρο» που θα ξεχαστεί αν η παράταξή του «αντέξει» στις δοκιμασίες της εκλογικής αναμέτρησης και ότι θα συνεχιστούν οι περίφημες μεταρρυθμίσεις του. Ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει το κόστος της «αντισυστημικής» του στρατηγικής που στην πράξη απομάκρυνε σημαντικό τμήμα της Κεντροαριστεράς, το οποίο θεώρησε ότι ο κομματικός αυτός σχηματισμός θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη για ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό μας σύστημα… Γι’ αυτό και επιστρατεύτηκε «από τον πάγκο» ο κ. Αλαβάνος ώστε να αποδοθούν τα λάθη στο «ανώριμο» και αυθόρμητο της παρουσίας του Α. Τσίπρα…
Όσο για τον ΛΑΟΣ, ο αρχηγός του εξακολουθεί να παίζει με επιτυχία το επικοινωνιακό του παιxνίδι, καταγγέλλοντας αλλά και στηρίζοντας ταυτόχρονα τη ΝΔ, ώστε να έχει πάντα ανοικτούς δίαυλους επικοινωνίας με την εκλογική της βάση. Ταυτόχρονα, με την υποψηφιότητα της κ. Τζαβέλλα, επισημαίνει ότι όχι μόνοn κρατά ανοικτή αυτήν την προοπτική, αλλά ότι διαθέτει μια «δομική μονάδα» του συστήματος που υπηρέτησε με επιτυχία σειρά εκλεκτών εκπροσώπων του (Μητσοτάκης, Κόκκαλης, Σημίτης…).
Η αποσυσπείρωση των κομμάτων δεν οφείλεται στο «χαμηλό» ενδιαφέρον που χαρακτηρίζει εγγενώς τις ευρωεκλογές. Ένα σοβαρό τμήμα της αποσυσπείρωσης αυτής οφείλεται στην κρίση αξιοπιστίας των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων. Για πρώτη φορά στην ιστορία των ευρωεκλογών στη χώρα μας η ψήφος διαμαρτυρίας δεν κατευθύνεται στα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία φαίνεται ότι ενσωματώθηκαν οργανικά στο «σχήμα» της κρίσης.
Η «φυγή» προς τους «Οικολόγους», ένα μόρφωμα χωρίς θέσεις και φυσιογνωμία, αποτελεί μια στάση αγανάκτησης και διαμαρτυρίας προς το πολιτικό σύστημα, η οποία «δικαιολογείται» πολιτικά λόγω της κρισιμότητας που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα της κρίσης του Περιβάλλοντος. Είναι μια «ανώδυνη» ψήφος χωρίς πολιτικοϊδεολογικές δεσμεύσεις, που δίνει προσωρινή διέξοδο στην «κρίση συνείδησης» των πολιτών απέναντι στα κόμματά τους… Στον ανορθολογισμό και στην απαξία, που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα και τους φορείς του, μια μερίδα πολιτών επιλέγει να απαντήσει με έναν αντίστοιχο ανορθολογισμό…
Τρία ακραία διλήμματα έθεσε στο πλαίσιο της «επεξεργασμένης» επικοινωνιακής του στρατηγικής ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Με το πρώτο χαρακτήρισε τις ευρωεκλογές δημοψήφισμα, θεωρώντας τες ως μια ακρότατη πολιτικοϊδεολογική αντίθεση, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Με το δεύτερο διατύπωσε, με τρόπο που αποδεικνύει τουλάχιστον άγνοια και επιπολαιότητα, το πολιτικοϊδεολογικό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Με το τρίτο δίλημμα, «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», αυτοαναγορεύεται σε «εθνικό σωσίβιο», χωρίς όμως να πείθει ότι δεν θα βουλιάζουμε κι αν ακόμα αλλάξουμε…
Όταν θέτεις τέτοιου τύπου διλήμματα, τότε θα πρέπει να έχεις πειστικές απαντήσεις και διαμορφωμένες προοπτικές. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει συγκροτημένες θέσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής και της θεσμικής κρίσης. Δεν μπορεί να κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία, παρά τη βαθύτατη κρίση της κυβερνώσας παράταξης. Τελικά το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να απαντήσει στα ακραία διλήμματα που θέτει στους πολίτες για να τα απαντήσουν αυτοί…
Γι’ αυτό και με τόσο «αβάσταχτη ελαφρότητα» χρησιμοποίησε το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;», παραβλέποντας ότι ένας τόσο σημαντικός πολιτικοϊδεολογικός συμβολισμός δεν μεταφέρεται ως «αποσκευή» διά «πάσαν χρήσιν», αλλά θεμελιώνεται σε ιστορικές κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις και όρους που αναδεικνύουν και δεν ευτελίζουν το περιεχόμενό του…
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρώτοι κήρυκες της μεταμοντέρνας αντίληψης, που αποτελεί σήμερα τον πυρήνα της «παγκοσμιοποίησης», διαμορφώθηκαν στη δεκαετία του 1960 στο Παρίσι από τη σχολή της Καταστασιακής Διεθνούς και του κύκλου του «Socialisme ou barbaria» (Ντεμπόρ, Βανεγκέμ, Μποντριγιάρ, Λιοτάρ κ.α.). Αυτή η ομάδα των διανοούμενων καλλιέργησε την αυταπάτη της αυτονομίας της στην παραγωγή της κουλτούρας και της ιδεολογίας και οδηγήθηκε τελικά στην απόρριψη των «μεγάλων αφηγήσεων» με κεντρικό στόχο την πολεμική κατά του Διαφωτισμού και του Μαρξισμού… Απαιτείται συνεπώς απόλυτος σεβασμός σε τόσο σημαντικούς συμβολισμούς, που μπορούν να γίνουν «δίκοπο μαχαίρι» σε όσους αγνοούν το «βάρος» τους. Γιατί εάν είναι, και πράγματι είναι, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιούμενη αγορά ένας σύγχρονος τεχνολογικός εκβαρβαρισμός, η αντιμετώπισή του δεν μπορεί να γίνει με συνθήματα και δάνεια σύμβολα… Γιατί τότε αποβαίνει, με τη σειρά του, ένας πολιτισμικός και πολιτικοϊδεολογικός «βαρβαρισμός»…
Δυστυχώς, για τα κόμματα και τους πολιτικούς μας ούτε τα διλήμματα ούτε οι κινδυνολογίες ούτε τα παρακάλια ούτε οι απειλές έχουν αντίκρισμα… Αν οι ίδιοι πιστεύουν στα όσα υπόσχονται και βεβαιώνουν, δεν έχουν παρά να τα πράξουν από τις 8 Ιουνίου και μετά… Γιατί εμείς δεν περιμένουμε τους βάρβαρους, αλλά προβλέπεται ότι θα ζήσουμε για μακρό διάστημα με τους παντοειδείς πολιτικοκομματικούς εκφραστές τους, η παρουσία των οποίων δεν είναι «μια κάποια λύσις» όπως διαπίστωνε στο περίφημο ποίημά του ο Κωνσταντίνος Καβάφης.