ΕΝΑ ΜΟΥΣΕΙΟ… ΜΟΥΣΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟ!

Οι πληροφορίες που έχω για το Μουσείο Κινηματογράφου που εγκαινιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, δεν είναι ευχάριστες. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι και εξοργιστικές και που δεν έχω κανένα λόγο να τις αμφισβητήσω, μια και προέρχονται από υπεύθυνα και απολύτως αξιόπιστα στόματα και με την προσωπική ιστορία τους στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου.

Και που βέβαια οφείλονται στο ότι και εδώ έκανε… το «θαύμα» της η παρεμβατική και αυτόκλητη συμφορά των διάφορων «ειδικολόγων», που χώνουν παντού τη μύτη τους, έχοντας με το αντικείμενο τόση σχέση όση και ο Φάντης με το ρετσινόλαδο!

Οι δυσάρεστες πληροφορίες που έχω αφορούν την επιλογή των εκθεμάτων αλλά και την πλήρη απουσία (πέραν της ψηφιακής αναφοράς) των ανθρώπων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου, επιβεβαιώνοντας έτσι τον κοντόφθαλμο, μονοδιάστατο και μονόχνοτο τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε το Μουσείο, μεταφέροντας κοντά στα άλλα και κομματικές τοποθετήσεις.

Με μια επιλογή δηλαδή και μια άποψη κολλημένη σε μια πολιτική παράταξη που δεν καταλαβαίνω με ποιο δικαίωμα την έχουν πατρονάρει και την έχουν οικειοποιηθεί, ζημιώνοντας έτσι τελικά και την ίδια τους την ιδεολογία, γυρίζοντας τις ανθρώπινες σχέσεις 60 χρόνια πίσω, σε εμφυλιακές εποχές.

Περιττό βέβαια να πω ότι από τα εγκαίνια αγνοήθηκα, έστω και με μια τυπική πρόσκληση ή και με μια κάποια ενημέρωση, τόσο ως άνθρωπος που έχω παίξει τον όποιο ρόλο μου, σε μια μισού αιώνα κινηματογραφική πορεία, όσο και ως πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, στα μέλη της οποίας οφείλει πολλά -για να μην πω τα περισσότερα- ο ελληνικός κινηματογράφος.

Διάβασα με μεγάλη προσοχή το εισαγωγικό σημείωμα και το σκεπτικό που έγινε το Μουσείο και που το υπογράφει μια παντελώς άγνωστή μου κυρία, αρχιτεκτόνισσα και μουσειολόγος, με μηδενική κινηματογραφική αρμοδιότητα, όπου σε ένα κείμενο υποδειγματικής ανούσιας απεραντολογίας, φιλολογόπληκτης κενολογίας και μεταξύ «αναστοχαστικής διάθεσης», «στερεοτυπικών καλουπιών», «κόκκινων γραμμών» (;) και «κόκκινων διαδρομών» (δικά της όλα αυτά τα νόστιμα!) προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αναφέροντας επίσης ότι «δεν θέλαμε να αποφασίσουμε αν είναι πιο σπουδαίο το προσεκτικά φυλαγμένο καπέλο μιας εθνικής σταρ ή το τσαλακωμένο φουστανάκι της άγνωστης κομπάρσας το οποίο κανείς δεν σκέφτηκε να το φυλάξει» (αυτό σαν το χειρότερο είδος χρεοκοπημένου λαϊκισμού) και ακόμα ότι όλα έγιναν «για να τονίσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι οι άνθρωποι μπροστά και πίσω από την οθόνη».

Ξεχνώντας όμως ή και σκόπιμα αποφεύγοντας να τιμήσουν τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν γι’ αυτό το αντικείμενο και που, παρ’ όλα αυτά, η «μουσειολόγος» πήρε και 20.000 ευρουλάκια για να κατασκευάσει μια ψευδεπίγραφη όψη του Μουσείου.

Και απορώ πώς ο πρόεδρος του Μουσείου, ο Γιώργος Μυλωνάς, που είμαι από τους λίγους που έχω αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα τους αγώνες του για τη διεκδίκηση των πνευματικών μας δικαιωμάτων, δεν τράβηξε το αφτί και μάλιστα δυνατά της εν λόγω κυρίας για να καταλάβει όχι μόνο την απρέπεια αλλά και το μέγεθος της ευθύνης της.

***

ΕΝΑΣ ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΟΣ
(…με θεατή του τον Σφήκα!)
Έφυγε πριν από λίγες μέρες ίσως ο μοναχικότερος άνθρωπος του ελληνικού κινηματογράφου, ο Κώστας Σφήκας, μάλλον άγνωστος στο μεγάλο κινηματογραφικό κοινό, αλλά πολύ γνωστός και οικείος στους λίγους που τον ήξεραν και τον εκτιμούσαν ακριβώς για την πίστη του σε ένα είδος κινηματογράφου, εντελώς προσωπικού, δυσερμήνευτου για τους περισσότερους, αλλά που και για τους ελάχιστους θεατές του πάλι έπρεπε τα περισσότερα να τους τα εξηγήσει ο ίδιος για να πιάσουν το νόημά του.

Ήταν ένας διαλεκτικός κινηματογράφος, απελπιστικά βραδυκίνητος σε εξέλιξη, που προσπαθούσε να ταιριάξει τη μαρξιστική φιλοσοφική σκέψη με μια απροσδιόριστη προσέγγιση στην πραγματικότητα ή κάπως έτσι τέλος πάντων.

Είχε γυρίσει, σαν απόλυτος δημιουργός, με την έννοια του παραγωγού και του σκηνοθέτη τις ταινίες «Το μοντέλο» (1974), «Μητροπόλεις» (1975), «Αλληγορία» (1986), «Το προφητικό πουλί των θλίψεων του Πάουλ Κλέε» (1995) καθώς και αρκετά «δοκίμια» για το «Παρασκήνιο» της τηλεόρασης, τα μόνα που είχαν πιθανόν κάποιους θεατές, αντίθετα με τις κινηματογραφικές του που οι θεατές του δεν νομίζω να ήταν περισσότεροι από τον… εαυτό του!

Ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος, αποσπασμένος στην Προεδρεία, στο τμήμα της Λογοκρισίας και ήταν εκείνος που με ειδοποιούσε κάθε φορά για τις επεμβάσεις και τις περικοπές στις περισσότερες ταινίες μου και κάθε φορά, με ένα πολύ ήρεμο και καθησυχαστικό χαμόγελο και με την ίδια φράση πάντα: «Γιώργο μου, μην εκραγείς πάλι, υπομονή…» και συμπλήρωνε πιο χαμηλόφωνα «…θα περάσει κι αυτό!»

Το τελευταίο, επειδή ήξερε πόσο εκτιμούσα τη μοναχικότητά του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ