Μια φορά και έναν καιρό

Κάτω από τον Βράχο της Ακροπόλεως, λίγο πιο κει από το θέατρο Ηρώδου του Αττικού, εκεί που η οδός Διονυσίου Αρεοπαγίτου συναντά την Αποστόλου Παύλου, μέσα στο σύδενδρο και την πρασινάδα, υπήρχαν δυο-τρία εξοχικά κεντράκια σχεδόν αόρατα από εκείνους που δεν έπρεπε να τα δουν, όπου κατέφευγαν όσοι ήθελαν να ηρεμήσουν από την τύρβη της μεγαλουπόλεως και ενδεχομένως να φιλοσοφήσουν. Τα εξοχικά αυτά μαγαζιά με την πυκνή τους βλάστηση, για λόγους κοινωνικής προσφοράς, διέθεταν και «δωμάτια» όπου οι μερακλήδες πελάτες, ύστερα από ένα δαψιλές γεύμα με παϊδάκια, μπορούσαν ν’ αποσυρθούν και να ξεκουράσουν το κορμάκι τους. Η Πολιτεία είχε μεριμνήσει για την άνετη μετάβαση και ανετότερη επιστροφή τους και καθιέρωσε την υπ’ αριθμόν 16 λεωφορειακή γραμμή που ξεκινούσε από τις εσχατιές της πόλεως, δηλαδή από τη βίλα Θων στους Αμπελοκήπους, διήρχετο από το επικίνδυνο «κέντρο» όπου κάποιο κακόβουλο μάτι μπορούσε να σε δει να επιβιβάζεσαι, και τερμάτιζε στην Πλατεία Θησείου, παρά το πασίγνωστο καφενείο «Τουρίστ», όπου πάσης ηλικίας θαμώνες επέλυαν τα προβλήματα της Οικουμένης.

Η δεσποινίς Λουλού γνώριζε την μεν Ακρόπολη ως την εφημερίδα που διάβαζε ο μακαρίτης ο πατέρας της, όπου παρακολουθούσε ανελλιπώς τον «Τσακιτζή, εφέ του Αϊδινίου». Όσο για την άλλη, δεν την είχε ούτε ακουστά, πράγμα ασυγχώρητο για μια καλλιεργημένη κοπέλα, όπως επεσήμανε ο κύριος Μίμης εν τη ρύμη του λόγου του σ’ έναν εκπαιδευτικό περίπατό τους στο Ζάππειο. Είχαν γνωριστεί την προηγουμένη μπροστά σ’ ένα κλειστό φαρμακείο, προσπαθώντας να εντοπίσουν τα εφημερεύοντα. Εκείνη είχε επείγουσα ανάγκη από μια κρέμα «Φυλίς» για τα χέρια, επειδή την είχε βάλει η μάνα της να τρίψει με ποτάσα για να ξεγαριάσουνε τα μωσαϊκά, και τώρα την έκαιγαν. Εκείνος πάλιν είχε φοβερό πονοκέφαλο κι ήθελε ασπιρίνες. Τη συνόδεψε στου Ρουτζούνη που διανυκτέρευε στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου και, κουβέντα στην κουβέντα, της πρότεινε να συναντηθούν την επομένη. Έτσι βρέθηκαν στο Ζάππειο. Την κέρασε στις «Αγελάδες» ρυζόγαλο και ύστερα εμπρός από το Μέγαρο της Εκθέσεως της έδειξε τον Βράχο της Ακρόπολης και ανέλαβε την ιερή υποχρέωση να τη μυήσει στα μυστικά της. Ούτε αρχαιολόγος ήτανε ο Μίμης ούτε και σκάμπαζε τίποτα περί αρχαιότητος. Την Ακρόπολη την ήξερε από τη στάση του λεωφορείου που κατέβαινε, συνοδεύοντας προς τα κέντρα αναψυχής εκπροσώπους του ωραίου φύλου που, για λόγους στοιχειώδους αυτοσυντηρήσεως, φορούσαν «βέλο» στο καπέλο που κάλυπτε το πρόσωπό τους σαν «γιασμάκι»…

Συναντήθηκαν στην οδό Ιπποκράτους κι επιβιβάστηκαν στο 16, κοιτώντας αμφότεροι ερευνητικά τριγύρω. Στην Ακρόπολη που αποβιβάστηκαν, ο κύριος Μίμης ήταν εντελώς αφηρημένος και ξέχασε να προχωρήσει προς την ατραπό που οδηγούσε στα Προπύλαια, παρασυρμένος από τη συναρπαστική αφήγηση της νέας για τα παιδικά της χρόνια, και λόγω της κατωφέρειας του εδάφους βρέθηκαν καθισμένοι σε απόμερο τραπέζι ενός από τα φιλόξενα κεντράκια. Ήρθε το ευγενέστατο γκαρσόνι με την ποδήρη άσπρη ποδιά, πήρε παραγγελία παϊδάκια και σαλάτα εποχής και ρώτησε κλείνοντας το μάτι, λες και είχε τικ: «Θα πιείτε μαυροδάφνη;»

Η Λουλού, που ήταν παρατηρητική, διαπίστωσε πως κάθε φορά που το γκαρσόνι ρώταγε «Μαυροδάφνη;» έκλεινε ταυτόχρονα το μάτι, σαν να είχε το τικ που λέγαμε, αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός. Φυσικά ρώτησε τη μαμά της, αλλά αντί για μια τεκμηριωμένη απάντηση, εισέπραξε ένα «άχα χούχα…» κι από τη στιγμή εκείνη, οσάκις επέστρεφε νύκτωρ σπίτι της, υφίστατο εξαντλητικές ανακρίσεις που θα ζήλευαν και καλόγηροι της Ιεράς Εξετάσεως.

Στην προκείμενη περίπτωση έφτασαν τα παϊδάκια με τη σαλάτα και εκπωματίστηκε η μαυροδάφνη. Γέμισε τα ποτήρια ο Μίμης, έκανε πρόποση στη γνωριμία τους, ύστερα ήπιαν στην υγειά της, στην υγειά του και ξανά στην υγειά της. Ήπιε, ήπιε τον αγλέουρα, άρχισε να ζαλίζεται και να αισθάνεται το πόσο δίκιο έχουνε αυτοί που ισχυρίζονται πως η Γη είναι στρογγυλή, αφού την ένιωθε να στροβιλίζεται γύρω της σαν μπάλα. Εκ γενετής ιππότης ο κ. Μίμης, έσπευσε να την οδηγήσει στα ενδότερα, να ξαπλώσει στο ντιβάνι που είχε τοποθετήσει ο προνοητικός εστιάτωρ, για να συνέλθει, βγάζοντας μάλιστα το φουστάνι της για να μην το τσαλακώσει, και πώς θα κυκλοφορήσει μετά στον κόσμο… Έχοντας στο ένδοξο οικόσημό του το μότο «Το γοργόν και χάριν έχει», παράλληλα με την εμπειρία « Μην αναβάλλεις για την αύριον ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα», έλαβε θέση μάχης και, όπως λένε στα δικόγραφα, «ήρξατο χειρών αδίκων»… Αυτομάτως ξεζαλίστηκε η μικρή, που κάτι ήξερε για τον… «φόνο» και πρόβαλε ισχυρή αντίσταση προτάσσοντας το ακλόνητο επιχείρημα: «Τι θα πει η μαμά μου αν το μάθει;». Αλλά ο Μίμης δεν ήταν «χθεσινός», που λένε, και την αντιμετώπισε με την αφοπλιστική απάντηση: «Και γιατί να το μάθει;». Καθώς η Λουλού δεν διέθετε στη φαρέτρα της άλλα παρόμοια αποτρεπτικά όπλα για ν’ ανακόψει τον εφορμούντα ήδη με εφ’ όπλου λόγχη πολέμαρχο, υπέκυψε.

Πάντως, επειδή η αλήθεια πρέπει να λέγεται, δεν είπε κουβέντα στη μητέρα της, παρά τις επίμονες και αδιάκριτες ερωτήσεις, που έκαναν τη Λουλούκα να προβληματιστεί: «Πώς ξέρει η μάνα της όσα τη συμβουλεύει να προσέχει…».

Τη μεθεπομένη που ξανασυναντήθηκαν, ο Μίμης ήταν συντετριμμένος. Πήρε ένα μισοκακόμοιρο ύφος, που πάντα αποδίδει σε παρόμοιες καταστάσεις, και ζήτησε ταπεινά συγγνώμη που παρασύρθηκε χτες και δεν κράτησε σαν τζέντλεμαν την υπόσχεσή του να πάνε στην Ακρόπολη.

Μεγαλόψυχη η νεαρά, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, του έδωσε άφεση αμαρτιών. Και μάλιστα, για να του φύγουν οι τύψεις, τον καθησύχασε: «Δεν πειράζει, πάμε σήμερα». Και πήραν το 16 Ακρόπολις-Θων-Θησείο, αλλά η ώρα ήταν περασμένη και οι πύλες ήταν κλειστές. Εντελώς αυθόρμητα κρατώντας την αγκαζέ τελείως αθώα, οδήγησε την κοπέλα στο ίδιο κεντράκι και το γκαρσόνι μάλιστα έκανε χαρές που τους ξανάδε… Έλα όμως που είχε λιγάκι ψύχρα απόψε και η Λουλού, που ήταν ελαφρά ντυμένη, άρχισε να κρυώνει. Όταν δε γεμάτος τακτ ο σερβιτόρος ρώτησε να πάει «μέσα» την παραγγελία, εκείνη υπερθεμάτισε. Και ο Μίμης που ήταν άνθρωπος νοικοκύρης φρόντισε πάλιν να μην τσαλακωθεί το φουστανάκι της…

Τρισόλβιος ένιωθε και δεν πίστευε στην τύχη του. Βρήκε ένα όμορφο κορίτσι τόσο καλοκάγαθο και τόσο αθώο, που δεν του φέρνει αντίρρηση σε τίποτα, που της λέει πως πετά ο γάιδαρος κι εκείνη απαντά πως τον βλέπει να κάνει ωραία «βολ-πλανέ» και, το κυριότερο, ούτε που μιλά για γάμο σαν τις άλλες τις χαρχάλες που ζητάν στεφάνι για να ενδώσουν σε… προκαταβολές. Ο καιρός περνούσε και όλα δούλευαν ρολόι, μέχρις ότου ένα βραδάκι στις οκτώ, που μόλις είχανε αποφάει κι ο Μίμης έκανε τσιγάρο, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα χωρίς να προηγηθεί ένα διακριτικό χτύπημα, δείγμα καλής ανατροφής, και εμφανίζεται αγριεμένη σαν τον Ποσειδώνα η μαμά της, με φωνές απροσδιόριστες χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα. Φτύνει πρώτα εκείνη κι ύστερα, με μπόλικο σάλιο που κρατούσε απόθεμα, φτύνει κι εκείνον. Γίνεται σαματάς, σηκώνεται το μαγαζί στο πόδι, φεύγουν έντρομα ζευγάρια μην πλακώσουν οι πολισμάνοι. Κλαίει η Λουλού, προσπαθεί ο Μίμης να την καλμάρει, αλλά η μαντάμ το πάει κρεσέντο. Και τότε παίρνεται η μεγάλη απόφαση και ζητά τη χείρα της θυγατρός της που του την παραχωρεί ασμένως λέγοντάς του απλά: «Πάρ’ τη και τρίφ’ τη στην κασίδα σου…».

…Ο γάμος ετελέσθη στο σπίτι της νύφης. Κέρασαν σουμάδα και μοίρασαν κουφέτα αγορασμένα από του Γώγου. Ύστερα μπήκε το νερό στ’ αυλάκι. Η Λουλού μεγάλωσε και έγινε κυρία Ευλαμπία. Και η Αθήνα μεγάλωσε και κατεδάφισε εκείνα τα εξοχικά κεντράκια κάτω από την Ακρόπολη. Το λεωφορείο το 16 καταργήθηκε κι ο Μίμης, που αναρωτιέται πότε πότε πώς τους μυρίστηκε άραγες η μάνα της και την πάτησε σαν μπούφος, ετοιμάζεται για εγχείρηση προστάτη, που κι αυτός… μεγάλωσε. Όλα μεγάλωσαν, όλα άλλαξαν. Κι η μαυροδάφνη δεν είναι πια της μόδας ούτε το κλείσιμο του ματιού, σαν να ‘χεις τικ…


Σχολιάστε εδώ