ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ «ΠΑΙΧΤΑΡΑΔΕΣ»!..

Ποιον να πρωτοθυμηθώ και ποιον να μην ξεχάσω από κάποιους «θεατροπαιχταράδες», που ο Θεός φυλάξοι δηλαδή, τα έδιναν όλα για θεατρικά «ντέρμπι» χωρίς να λογαριάσουν κίνδυνο, στοχεύοντας με το καρφωτό πέναλτι για το γκολ της νίκης.

Να πω για τον Μάνο Κατράκη, με εκείνες τις μεραρχίες ηθοποιών που επιστράτευε τα καλοκαίρια για να ανεβάζει στο Λαϊκό του Θέατρο της Λ. Αλεξάνδρας τους «Πατούχους» και τους «Καπετάν Μιχάληδες» και τους «Αγαπητικούς της βοσκοπούλας» και τους «Ξανασταυρωμένους Χριστούς» και πάθαινε εγκεφαλικό κάθε δεκαμερία ο λογιστής και πολλές φορές τσοντάριζε και η Λίντα για να πάρουν τα μεροκάματα οι 40 και οι 50 που ήταν επάνω στη σκηνή;

Να θυμηθώ τον Γιώργο τον Χέλμη, τον άντρα της Μαρίκας Κοτοπούλη, που αν και «ημικρατικό» το θέατρό της, έδινε τα μισά και ο Μεταξάς, για να λέει κι αυτός ότι «η 4η Αυγούστου έδινε δεκανίκι και στο θέατρο» και που όταν πέθαναν κι ο Γιώργος και η Μαρίκα δεν βρέθηκε ψίχουλο στο ψωμοσάκουλό τους;

Να πω για τον Αλεξανδράκη, τον γλύκα τον Αλέκο, που μόλις τα ʼπαιρνε ζεστά από τον Φίνο για να χορέψει χάλι «χάλι-γκάλι» με την Αλίκη, το ίδιο βράδυ τʼ ακουμπούσε στο ψώνιο του για το θέατρο με την άλλη Αλίκη του θεάτρου; Να πω για τον Βασίλη Μπουρνέλλη, με εκείνες τις χολιγουντιανές τούρτες του Γιώργου Ανεμογιάννη, άλλος θεατροπαιχταράς (λατρεία του ʼχα), που κάθε φορά, κυριολεκτικά, τις έκτιζε τις σκηνογραφίες του, πότε στο «Ακροπόλ» και πότε στο Κηποθέατρο και που ακόμα δεν τις έχουν φτάσει, όσο κι αν το παλεύουν, οι καθʼ όλα άξιοι «τρελοκλουβάτοι» διάδοχοί του; Να πω για τον Βαγγέλη τον Λιβαδά, που κόντεψε να πιστέψει ότι η οδός Καρόλου ήταν κάτι ανάλογο με το Γουέστ Εντ του Μπρόντγουεϊ και που για ένα στραβοπάτημα της «Σουίτ Τσάριτι» Σμαρούλας κράτησε το θέατρο για μήνες κλειστό, τιμώντας την απουσία της, ή που για να χωρέσει εκείνο το φανταστικό σκηνικό του Μπάρμπα Σπύρου του Βασιλείου για τον «Τρελό του Λούνα Παρκ» στο μίνι θέατρο «Αμιράλ» κόντεψε να μην αφήσει χώρο για τους θεατές. Να πω για τη Σοφία Βέμπο και τʼ αδέρφια της, τον Τζώρτζη και τον Ανδρέα, που ακόμα εκείνο το «Βίρα τις άγκυρες» το θυμάται ο Σταμάτης και ζαχαρώνει – άδικο έχει; Ή να ξεχάσω τον Νίκο τον Ρίζο, που πολλές φορές οι παραγωγές του ήταν αντίστροφα ανάλογες με το μπόι του, όπως για παράδειγμα η «Οδός Ευκαιρίας» με 35 ηθοποιούς (επαγγελματίες, ε; Όχι γλάστρες των πρωινάδικων) και σε ένα χειμωνιάτικο θέατρο, τη «Φλόριντα» της Λ. Αλεξάνδρας, που «εκεί δεν κατεβαίνανε ούτε οι λύκοι για να πιουν καφέ» (αστείο του Πρετεντέρη, όχι δικό μου) και συγγνώμη που το πήγα λιγάκι στο προσωπικό, αλλά –πώς να το κάνουμε;– είναι πράγματα που δεν τα ξεχνάς. Και για τον Τάκη τον Μακρίδη, του «Ρεξ», του «Μετροπόλιταν» και της «Οδού Ονείρων» διαβάστε τις ντροπές πιο κάτω, στο «εντός πλαισίου».

Μάθατε αν άφησαν τίποτα περισσότερα από την υστεροφημία τους; Τίποτα περισσότερα από τα χρέη τους σε τοκογλύφους, σε νταβατζήδες και σε μια αδίστακτη, απάνθρωπη και Σουλτανική Εφορία, που ακόμα την πληρώνουν οι κληρονόμοι τους.

Με μισό βρακί, που λέει ο λόγος, έφυγε ο Μάνος Κατράκης, που για το μεροκάματο δούλευε μέχρι τα τελευταία του και θα μου μείνει αξέχαστος όπως τον είδα, ξημερώματα, να περιμένει στωικά μέσα στις υγρασίες του Θερμαϊκού να πει «μοτέρ» ο Αγγελόπουλος για να γυρίσουν το πλάνο. Όπως σχεδόν φιλοξενούμενος έφυγε και ο γλύκας ο Αλέκος, με μια σύνταξη της ντροπής και με τις πενταροδεκάρες από τα συγγενικά δικαιώματα από τις δεκάδες των ταινιών που έπαιξε και που, λόγω τηλεόρασης σήμερα, πλουτίζει ηγεμονικά η κυρία Φίνου, χωρίς να είχε κουνήσει το δαχτυλάκι της για να γίνουν οι 180 ταινίες που κληρονόμησε από τον Φιλοποίμενα σύζυγό της. Θα μου πεις «ρε, εδώ κληρονομούν κυβερνήσεις λόγω ονόματος κι αυτή να μην κερδίσει το κατιτίς που έτρωγε στη μάπα 50 χρόνια το ξερόβηχα του “Πατριάρχη”;» και θα μου ξαναπείς τώρα, Γιάννη Δαλιανίδη μου, γιατί αυτές οι κακιούλες; Πώς να το κάνουμε όμως; Η αλήθεια, εκτός από τσίτσιδη, είναι και σκληρή ενίοτε και πρέπει να λέγεται.

Και θα με ρωτήσετε «μα, ούτε ένας δεν έφυγε ματσωμένος από το θέατρο;» και θα σας απαντήσω «κανένας θεατροπαιχταράς, επειδή για τέτοια μεγέθη μιλάμε. Ούτε μισός». Εκτός αν ήταν κολλητός της αείμνηστης και του «χάρισαν» το «Δελφινάριο» οι δικοί της με εξαγορασμένη πλειοψηφία του ενός οι δημοτικοί σύμβουλοι του Πειραιά, όπως το ξαναγράψαμε, και στη συνέχεια σαν να μην έφτανε το ένα «δωράκι» του χάρισε και το «Ρεξ» για να το κάνει σκυλάδικο, διότι τόσο καταλαβαίνει ο άνθρωπος, ενώ αν ήταν για «γρανίτες στο διάλειμμα»… παρών και πρόθυμος!

ΚΑΙ ΠΡΟΣ «ΚΕΝΤΡΟ»
ΑΔΙΚΟ ΤΟ ΛΑΚΤΙΖΕΙΝ!

Κάπως έτσι ήταν ο διάλογος στη συνεδρίαση της περασμένης εβδομάδας στο Εθνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού, από το οποίο ένα βασανιστικό λουμπάγκο με κράτησε μακριά λίγο καιρό. Οι επιχορηγήσεις ήταν ένα από τα θέματα, «καυτό» μάλιστα όπως το χαρακτηρίζουν οι δημοσιογραφικές θεατρογραφίδες, συνήθως μάλιστα με το δηλητήριο να στάζει στην άκρη της πένας, επειδή άνευ δηλητηρίου και εξυπνακισμού κινδυνεύει να χαθεί και η θεσούλα από την εφημερίδα, κτηθείσα κατόπιν σωρείας ασπασμών σε κατουρημένες ποδιές.

Όλοι με το χέρι απλωμένο και απαιτητικό, με εξαίρεση τα «εμπορικά θέατρα», που, ενώ μπορεί να έχουν μεγαλύτερα προβλήματα, δεν έχουν το δικαίωμα για καμιά βοήθεια επειδή είχαν την απρονοησία να… κατουρήσουν σε πηγάδι. Ας πρόσεχαν! Η βοήθεια και η επιχορήγηση είναι μόνο για τα «μη κερδοσκοπικά», αυτά δηλαδή που δεν ενδιαφέρονται για κανένα κέρδος και που δίνουν παραστάσεις για να συχωρεθεί η ψυχή της γιαγιάς και άντε και του παππού, που όταν ήταν παιδιά τους αγόραζε σάμαλι. Όπως και σε μια ντουζίνα επιλεγμένα θέατρα, επιχορήγηση και μάλιστα καθόλου ευκαταφρόνητη, επειδή τους έχει απονεμηθεί ο τίτλος των «ιστορικών» θεάτρων, άσχετα με το αν πρέπει να έχεις μέσο για να βρεις εισιτήριο, λόγω πληρότητας, αλλά και που πολλά «μπράβο» τους αξίζουν που κατάφεραν να ξεκολλήσουν τον κόσμο από την πολυθρόνα της τηλεόρασης και της πίτσας,

170 αιτήσεις για επιχορηγήσεις, χώρια των «ιστορικών», αντιμετώπισα δύο φορές ως πρόεδρος της Γνωμοδοτικής Επιτροπής και δώσαμε σε 130. Ξύσαμε τα καζάνια, που λέει ο λόγος, για να πάρουν οι περισσότεροι. Δίκαια; Δεν θα το έλεγα, ελάχιστοι εκείνοι με τη λάμψη στα μάτια. Κάποιοι εκείνοι που τους δινόταν η δυνατότητα να προχωρήσουν. Όπως και για μερικούς η επιβράβευση μιας πολύχρονης ταλαιπωρίας στο θεατροχώρο.

Και δυστυχώς πολλοί, πάρα πολλοί, οι «ευκαιριατζήδες», οι «πονηρόβλαχοι», οι «αρπαχτούρες» και τα «κουλτουρολαμόγια» που είναι και από τις χειρότερες περιπτώσεις.

Όμως ο πολιτισμός δεν μπορεί να σφυράει στον αέρα. Δεν μπορεί να το παίζει «εγώ είμαι αλλού». Ο πολιτισμός πρέπει να ρισκάρει. Με ανοιχτή καρδιά, να δίνει, ακόμα και με ηθελημένα λάθη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις από πού μπορεί να σου ξεπεταχτεί το «δέκα το καλό». Γιʼ αυτό πρέπει να είναι και λίγο χαρτοπαίκτης, αλλιώς είναι σαν να ρίχνεις πασιέντζα με σημαδεμένη τράπουλα.

Και χωρίς τον λαϊκίστικο ισχυρισμό υπεράσπισης περί «δημοσίου χρήματος» για τις πέντε δεκάρες που περισσεύουν από τον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό, μπροστά στις απίθανες φαγάνες, τις λαμογιές και τις αρπαγές που γίνονται «εν κρυπτώ και παραβύστω» και μέχρι κλεισίματος της Βουλής για τη συγκάλυψή τους. Ο πολιτισμός και μια δεκάρα να ξοδέψει το κάνει με «α ν ο ι χ τ έ ς αυλαίες», χωρίς «βατοπεδινά παραπετάσματα» και άλλα «συμψηφιστικά αλληλοκουκουλώματα»!

Και όταν σε κάποια στιγμή είπα ότι «το θέατρο είναι ένα παιχνίδι που από το τραπέζι θα σηκωθείς πάντα χαμένος και που αν κάποια στιγμή κερδίσεις, θα τα χάσεις στην επόμενη ρουλέτα», όλοι συμφώνησαν και πρώτος ο Βασίλης Παπαβασιλείου, με την ακριβοπληρωμένη πείρα του και σιγά-δα μην είπα καμιά σοφία.

Όπως κι ο Γιώργος Δραγώνας, ο πρόεδρος του ΕΚΕΘΕΧ, που ενώ στον πρώτο καιρό είναι αλήθεια ότι συχνά τον «έπρηζα», σύμφωνα με δικές του διαμαρτυρίες, με τις αντιρρήσεις και τις επιφυλάξεις μου επειδή έπρεπε και εγώ να υπερασπιστώ τις θέσεις των συναδέλφων μου που εκπροσωπούσα, μπορώ να πω τώρα, βλέποντας τα «πεπραγμένα» της «νηπιακής» ακόμα ζωής του Κέντρου, ότι κάνει πολύ σωστά τη δουλειά του, μεθοδικά, μελετημένα και ακριβοδίκαια, σαν άνθρωπος που πονάει το αντικείμενο της αποστολής που του έχουν αναθέσει.

Και να προσθέσω ακόμα ότι και τα πρώτα χρήματα που επιτέλους άρχισαν να δίνονται για τις επιχορηγήσεις είναι επιτυχία της δικής του πίεσης και προσπάθειας.

Και μάλιστα με τις αντιξοότητες της αλλαγής τεσσάρων υπουργών Πολιτισμού της ίδιας παράταξης, ο καθένας με τις απόψεις του ή και με καθόλου απόψεις, όπως ο προηγούμενος, που για το μόνο που προθυμοποιήθηκε ήταν να βάψει τη λερή και άκομψη εξωτερική εμφάνιση του θεάτρου «Βρετανία» δίπλα στο φρεσκοβαμμένο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», αλλά δεν το πρόλαβε, επειδή, ως φαίνεται, το έμαθε ο εξάδελφος και του έβαλε τις φωνές: «Ρε Μισελάκο, εγώ για υπουργό σε έστειλα στην Μπουμπουλίνας, δεν σε έστειλα για ασπριτζή…» και τελικά η Μικρή Βρετανία έμεινε άβαφτη και λερή και ο μόνος που τα έβαψε ήταν ο Βαλτινός. Μαύρα. Γιατί σʼ αυτόν το υποσχέθηκε. Και «μη γελάτε, είναι σοβαρό»!


ΑΠΟ ΤΗΝ «ΟΔΟ ΟΝΕΙΡΩΝ» ΣΤΗ «ΛΕΩΦΟΡΟ ΕΦΙΑΛΤΗ»!

Κράτησα χωριστά από τους άλλους «θεατροπαιχταράδες» τον Τάκη Μακρίδη για εδικό λόγο, μήπως και κατά λάθος υπάρχει κάποιο ελάχιστο υπόλοιπο ευαισθησίας, γιατί περί τσίπας να μην κάνουμε κουβέντα, μας την πάτησε κι αυτήν το άτιμο το τρένο…

Πρόκειται λοιπόν και πάλι για το θέατρο «Μετροπόλιταν» της Λ. Αλεξάνδρας, που και με υπουργική (του Πολιτισμού) αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσεις έχει χαρακτηριστεί «διατηρητέο», αλλά η Εργατική Εστία, στην οποία ανήκει, συνεχίζει να κάνει τον Κινέζο («τσιν-τσαν-τσον-ντεν-ξέρει-ντεν ακούει-ντεν καταλαβαίνει»). Είναι το θέατρο που ο εν λόγω «θεατροπαιχταράς» ανέβασε παραστάσεις που άφησαν εποχή και που φεύγοντας κι αυτός για το μεγάλο οδοιπορικό του, το άφησε κληρονομιά στη γυναίκα του, την Εύα Μακρίδη, η οποία με τη συνεργασία, κατά περίσταση με άλλους παραγωγούς, όπως τον Θάνο Μαρτίνο, τον Μάρκο Τάγαρη κ.ά. συνέχισε να το λειτουργεί, όταν κάποια στιγμή η Εργατική Εστία της έκανε έξωση με τον ισχυρισμό καθυστέρησης ενοικίων.

Η κυρία Μακρίδη όμως, με στοιχεία που μου έστειλε και που είναι στη διάθεση καθενός, ισχυρίζεται ότι η Εργατική Εστία της οφείλει εκκαθαρίσεις τριών καλοκαιρινών περιόδων από εργατικά εισιτήρια, που υπερκαλύπτουν την απαίτηση της αντιδίκου και που, όπως μου γράφει, απειλούν να της βγάλουν σε πλειστηριασμό το σπίτι που μένει και που είναι και το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και ακόμα ότι η σύνταξή της είναι 400 ευρώ και ότι «από τότε που πέθανε από στενοχώρια ο Μακρίδης, όταν του κάψανε το “Ρεξ”, έχει την Εργατική Εστία που την τρέχει στα δικαστήρια και έχει χάσει τον ύπνο της». Αυτά τα ολίγα και για να κλείσουμε κάπως πιο γελαστικά, ο Τάκης Μακρίδης, που ήταν και ηθοποιός, αναλάμβανε και τη διαχείριση μεγάλων θιάσων όταν έβγαιναν σε τουρνέ, αλλά συγχρόνως ήταν γνωστός και για τα ιστορικά του «σαρδάμ» που έκανε επί σκηνής.

Κάποτε λοιπόν σε μια περιοδεία αρρώστησε ένας ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο ενός Ιταλού καμαριέρη που το μόνο που έλεγε ήταν «σι» όταν του κάνουν μια ερώτηση. Έτσι αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει ο Μακρίδης και τα ζιζάνια του θιάσου βρήκαν την ευκαιρία και τον άρχισαν: «Τάκη, πρόσεχε, “σι” θα πεις» οι μισοί και «Τάκη, μην κάνεις λάθος, “νο” θα πεις» οι άλλοι μισοί, έρχεται η ώρα, βγαίνει ο Τάκης στη σκηνή, τον ρωτάει ο άλλος αν έχει έρθει η κυρία Βαρόνη και τι απαντάει ο Μακρίδης;

«Νι»!

Τάκη, αξέχαστε κι εσύ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ