Ανατροπή της απόφασης για τα όρια συνταξιοδότησης
Η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ ύστερα από πολύωρες διαβουλεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών παρατάξεων αποφάσισε να εκπροσωπηθεί μόνο με νομικούς συμβούλους της. Ήταν η «χρυσή τομή» καθώς η ΔΑΚΕ διά του γενικού γραμματέα της οργάνωσης Ηλ. Ηλιόπουλου ζητούσε πλήρη συμμετοχή στην επιτροπή, η ΠΑΣΚ/ΔΥ ήταν διχασμένη ανάμεσα στην αποχή και τη συμμετοχή, ενώ η Αυτόνομη Παρέμβαση (Ηλ. Βρεττάκος) και το ΠΑΜΕ (Δημ. Αγιαβανάκης) τάσσονταν υπέρ της μη συμμετοχής. Ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Σπ. Παπασπύρος έδωσε τη λύση, με την πρόταση για νομική μόνο εκπροσώπηση της οργάνωσης στην επιτροπή.
«Η κυβέρνηση υπονόμευσε την παρουσία και τις θέσεις μας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γι’ αυτό δεν έχουμε λόγο να συμμετάσχουμε στην επιτροπή που συστήνει ο κ. Παπαθανασίου», αναφέρει ο κ. Βρεττάκος που υποστηρίζει ότι το πρόβλημα μπορεί να προωθηθεί με πολιτικοσυνδικαλιστικά μέσα.
Η ΔΑΚΕ αποδέχθηκε τη «λύση Παπασπύρου», όμως ο κ. Ηλ. Ηλιόπουλος υπενθυμίζει ότι «ανάλογη απόφαση, καταδικαστική για τη χώρα μας είχε εκδοθεί και το 1999». Και συνεχίζει λέγοντας: «Στην απόφαση του 1999 ήταν άλλη κυβέρνηση (σ.σ.: εννοεί το ΠΑΣΟΚ) που φρόντισε επιμελώς να αποσιωπηθεί το θέμα, με τις ηγεσίες των συνδικάτων, που προφανώς γνώριζαν, να συνεισφέρουν στην απόκρυψη». Στην τωρινή απόφαση του 2009» συνεχίζει ο κ. Ηλιόπουλος «ακόμη και αυτοί που διαχειρίστηκαν και έχασαν την πρώτη απόφαση, πήραν θέση κατήγορου και τιμωρού, δηλώνοντας έκπληκτοι και προδομένοι. Ο γενικός γραμματέας της ΑΔΕΔΥ κατηγορεί ακόμη τις ηγεσίες των άλλων συνδικαλιστικών παρατάξεων ότι σε αυτήν τη φάση προτάσσουν κομματικούς και παραταξιακούς σκοπούς…
Υπενθυμίζεται ότι από το 1997 η Ελλάδα είχε κληθεί να προσαρμόσει τη νομοθεσία της στις ρυθμίσεις της ΕΕ στο θέμα της ισότητας των δύο φύλων. Και επειδή αγνόησε την έκκληση της ΕΕ παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και καταδικάστηκε το 1999. Στη συνέχεια υπήρξε δέσμευση της τότε κυβέρνησης ότι σύντομα η προσαρμογή θα είχε τακτοποιηθεί νομοθετικά και ακολούθησε έκδοση σχετικού Προεδρικού Διατάγματος το 2000. Κατά αυτού του ΠΔ προσέφυγε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αποτέλεσμα τη νέα, δεύτερη καταδικαστική απόφαση του 2009. Το ιστορικό της αντιδικίας Ελλάδας – ΕΕ καταδεικνύει ότι η χώρα μας επιχειρούσε να καθυστερήσει την προσαρμογή, προφανώς γιατί οι αρμόδιοι είτε διαφωνούσαν με τις ευρωπαϊκές «επιταγές» είτε γιατί γνώριζαν τις αντιδράσεις και το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας ανατροπής στα συνταξιοδοτικά ζητήματα των δημοσίων υπαλλήλων, όταν μάλιστα έλειπαν -και λείπουν- όλες οι κοινωνικές υποδομές, που θα στήριζαν μια τέτοια εξέλιξη.
Έχει ενδιαφέρον πάντως αν η κ. Άννα Διαμαντοπούλου, όπως μας υπενθυμίζει ο κ. Ηλιόπουλος (και εν όψει της μάχης που καλείται να δώσει η επιτροπή) ενστερνίζεται δήλωσή της, του 1999, σύμφωνα με την οποία: «Πιστεύω ότι η ίση μεταχείριση σχετικά με τη συνταξιοδότηση θα πρέπει να επιτευχθεί ως συνέχεια μιας μεταβατικής φάσης, σε συμμόρφωση με την απόφαση που έχει ήδη εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ότι δεν μπορεί να υπάρχει διάκριση όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδότησης».