O αιφνιδιασμος
Η εσπέρα της Παρασκευής (8η Μαΐου) δεν ήταν η καλύτερη μέρα για τον κοινοβουλευτισμό. Γιατί σημαδεύτηκε από μια ακραία ενέργεια του πρωθυπουργού, όχι εναντίον του Τύπου, αλλά εναντίον της ουσίας της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Γιατί ο κ. Καραμανλής, νύκτωρ και όλως αιφνιδίως, εκήρυξε τη λήξη των εργασιών της 2ας κοινοβουλευτικής Συνόδου της Β΄ Περιόδου, μιας Συνόδου της οποίας η λειτουργία συνοδευόταν από μείζονος σημασίας ηθικά και πολιτικά ζητήματα και της οποίας η λήξη τα ενταφιάζει διά της παραγραφής.
Έγινε μεγάλη συζήτηση και μεγαλύτερος θόρυβος γύρω από το αν είχε το δικαίωμα ο πρωθυπουργός να κηρύξει τη λήξη της Συνόδου. Τυπικά, ναι, το είχε. Τυπικά, δεν αποτελεί θεσμική εκτροπή, ουσιαστικά όμως, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ευάγγ. Βενιζέλος -έγκριτος περί τα συνταγματικά και με γνώση των εννοιών- αποτέλεσε θεσμική παρεκτροπή. Γιατί, χρησιμοποιώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ο πρωθυπουργός, παραβίασε την κοινοβουλευτική τάξη, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης θέλει τη συνεννόηση μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων-συντελεστών της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, συνεννόηση η οποία πάντοτε ελάμβανε χώρα. Η πρόωρη λήξη της Συνόδου θα μπορούσε να αντικατασταθεί, όπως είναι φυσικό και εύλογο, με την προσωρινή διακοπή των εργασιών της για τις ανάγκες του προεκλογικού αγώνα, γεγονός σύνηθες, και επανερχόμενη η Βουλή σε Ολομέλεια μετά τις ευρωεκλογές, να κρίνει πάλι με συνεννόηση των κομμάτων την αναγκαιότητα της λήξης ή μη της Συνόδου.
Η ψύχραιμη και άψογη αυτή κοινοβουλευτική σκέψη αντικαταστάθηκε από την αιφνιδιαστική απόφαση της εσπέρας της 8ης Μαΐου, η οποία πέραν των άλλων έθεσε σε δοκιμασία σχέσεις εμπιστοσύνης και κύρος θεσμικών φορέων. Πρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο αυτής της αιφνίδιας απόφασης είναι η διαπίστωση της ιδιοκτησιακής αντίληψης για τον θεσμό της συντεταγμένης έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας της Βουλής, την οποία συγκροτούν πολιτικά κόμματα όπως αυτά διαμορφώνονται από την εκάστοτε έκφραση της βούλησης και την οποία ιδιοκτησιακή αντίληψη δεν έχουν εκχωρήσει στον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ώστε να μεταχειρίζεται τη Βουλή όπως εκείνος θέλει. Η πρωτοφανής απόφαση της 8ης Μαΐου ανατάραξε την ευαισθησία όλων των ελλήνων πολιτών απέναντι στους θεσμούς της Δημοκρατίας.
Αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτή η συμπεριφορά απέναντι στη Βουλή οφείλεται στο ανελέητο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που καθιέρωσε στο Σύνταγμά μας η αναθεώρηση του 1986. Με στόχο, η αναθεώρηση εκείνη, τον περιορισμό των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, περιορισμός ο οποίος μέχρις ενός σημείου αποτελούσε αναγκαιότητα, οδηγήθηκε στο εξίσου επικίνδυνο άκρο της καθιέρωσης πρωθυπουργικών υπερεξουσιών. Ας γίνουμε λοιπόν όλοι ψύχραιμοι και υπεύθυνοι στη θεσμική μας συμπεριφορά. Και ας εγκύψουν από τώρα τα κόμματα στην επισήμανση των αναγκαίων προς αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, ώστε με το πλήρωμα του χρόνου να συναποφασίσουν την αναθεώρηση των καίριων διατάξεων χάριν της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, αν αυτό μέχρι τότε δεν έχει εμπλακεί στα καυδιανά δίκρανα βίαιων εξελίξεων. Ενδεικτικά, προς αναθεώρηση διατάξεις είναι η εξισορρόπηση αρμοδιοτήτων και εξουσιών Προέδρου Δημοκρατίας και πρωθυπουργού (κυβέρνησης). Η μεγαλύτερη αυτονομία της Βουλής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, η ουσιαστική εσωτερική ανεξαρτησία των δικαστών και η εξωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. H κατάργηση των προστατευτικών διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος, που θέτουν στο απυρόβλητο την ποινική ευθύνη των υπουργών και η άρση των προθεσμιών παραγραφής καθώς και η κατάργηση της ειδικής δωσιδικίας. Η ανάγκη του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης μέσα από την επανεξέταση της μονιμότητας και τη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων αξιοκρατίας ώστε να καταστεί η δημόσια διοίκηση παραγωγική, αποτελεσματική, υπηρέτης του λαού και όχι δυνάστης. Kαι ακόμη, η ενίσχυση της αποκέντρωσης μέσα από ισχυρούς θεσμούς τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος με αναβάθμιση της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα (Άρθρο 16).
Φοβούμαστε όμως ότι τα σημερινά κόμματα, κινούμενα μέσα σε αγκυλώσεις, πολωτικές διαδικασίες και στείρες και επιβλαβείς αντιπαραθέσεις, αδυνατούν να αποκτήσουν το αναγκαίο όραμα για μια τέτοια αναγεννητική και αληθινή αναθεωρητική (μεταρρυθμιστική) προσπάθεια για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Γι’ αυτό, μετά τις ευρωεκλογές και εκ των αποτελεσμάτων τους -θέλουμε να πιστεύουμε ότι- θα δημιουργηθούν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για ένα νέο πατριωτικό, δημοκρατικό και κοινωνικό κίνημα ρήξης. Έναν γνήσιο φορέα εθνικής πολιτικής και κοινωνικής αναγέννησης.