ΠΟΤΕ ΑΔΙΑΒΑΣΤΟΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ!

Τις Κυριακές «από όρθρου βαθέος» κολυμπάω σε μια θάλασσα από εφημερίδες, συνήθως μάλιστα τρικυμισμένη από τα υψηλά μποφόρ της επικαιρότητας. Και μόνο η καθαρίστρια είναι που γκρινιάζει το πρωί της Δευτέρας που κοψομεσιάζεται να μαζεύει έναν ασήκωτο όγκο από εφημερίδες, μέχρι που μου ζητάει και έκτακτο επίδομα σαβουροαποκομιδής. «Δεν μου το είχατε πει, κύριε Γιώργο μου, ότι θα είχαν τόσο βάρος οι εφημερίδες», επιμένει. «Σάμπως μου το είχαν πει εμένα αυτοί που τις βγάζουν», της απαντάω εγώ και η διαφορά μας είναι σε εκκρεμότητα λόγω της απρόβλεπτης διακοπής των εργασιών της Βουλής και ελπίζω να παραγραφεί κι αυτή, όπως και όλες οι άλλες, επειδή κι εκείνος ο έρμος ο Κορυδαλλός ποιους να πρωτοχωρέσει και μάλλον έτσι θα πρέπει να σκέφτηκε και ο κ. Καραμανλής για να δώσει στον όγκο των κουρασμένων σκανδάλων μια λύση.

Μέχρι δηλαδή που νιώθω και ενοχές, «ρε συ, λέω, μπας και τους κλέβω τους ανθρώπους; Τόσο χαρτί, τόσο μελάνι, τόση ύλη, με τόσα περιοδικά ένθετα και βάλε και τα ντιβιντιά, βάλε και σιντιά και μάλιστα με θήκες πολυτελείας και να με Θεοδωράκηδες και να με Ξαρχάκους και να με Μικρούτσικους και να με Μεγαλούτσικους, χώρια και βιβλία “γκουρμέ” για καλοφαγάδες, χωρίς όμως και κανένα βοηθητικό βιβλιαράκι για το πώς να βρεθούν τα λεφτά για να τα πάρεις όλα αυτά και να τα μαγειρέψεις και όλα φακελωμένα με ζελατίνες και μόνο μια μακαρονάδα με κιμά δεν έχουν μέσα οι ασήκωτοι φάκελοι και βάλε και πόσα χέρια δουλεύουν για να τους φακελώσουν…».

Μέχρι που σκέφτομαι δηλαδή να πάρω στο τηλέφωνο τον κ. Αλαφούζο -κι ας μην τον ξέρω προσωπικά- ή τον κ. Χρήστο του Συγκροτήματος ή τον κ. Μπόμπολα, που μ’ αυτόν ανταλλάξαμε μια-δυο φορές τις χειραψίες μας, και να τους ρωτήσω μήπως τους οφείλω κάτι για να τους τα στείλω με επιταγή ταχυδρομική. Και επάνω που με τρώει η αγωνία επεμβαίνει ευτυχώς ο Σπύρος, ένας πολύ δικός μου τέλος πάντων, και μου λέει: «Μην είσαι τόσο αφελής, ρε! Ξέρεις κανέναν εκδότη που να είναι τόσο κορόιδο και να αδειάζει τις τσέπες του για να μη μένεις αδιάβαστος τις Κυριακές;». Όχι, δεν ξέρω, στο σταυρό που σας κάνω, και έτσι εξαφανίζονται οι τύψεις μου και κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια, αντίθετα με τον κ. Αριστοτέλη Παυλίδη που μας πληροφόρησε ότι τις νύχτες δεν κοιμάται και δεν κατάλαβα το γιατί από την ώρα που η Βουλή απέδωσε «Δικαιοσύνη… Δικαιοσύνη… Δικαιοσύνη…» και με την ευκαιρία συμβουλεύω τον παλιό μου φίλο, τον Νίκο τον Ξανθόπουλο στην περίπτωση, λέω τώρα, που θα ξαναγυρίσει το «Ταπεινός και καταφρονεμένος», να πάρει μαθήματα από τον βουλευτή Δωδεκανήσων για να εμπεδώσει σφαιρικότερα τον ρόλο ενός «παιδιού του λαού»!

Αλλά για τον τρόπο αντιμετώπισης του όγκου του κυριακάτικου Τύπου -που δεν ξέρω γιατί, κάπως έτσι μου θυμίζει τις διαστάσεις του κ. Θ. Πάγκαλου-, έχω εφαρμόσει ένα σύστημα ταξινόμησης και ανάγνωσης για να ξέρω τι μου γίνεται. Πρώτα πρώτα, απομονώνω το πλήθος των διαφημιστικών ένθετων που τα περισσότερα -για να μην πω όλα- ελάχιστα ή και καθόλου με ενδιαφέρουν, γιατί ούτε καινούργιες πολυθρόνες σκοπεύω να αγοράσω, ούτε τον υπολογιστή σκέφτομαι να αντικαταστήσω, μια και αρκετά τραβάω μ’ αυτόν που έχω, ούτε να πάρω κανένα από τα πολυμήχανα κινητά τηλέφωνα που κάθε Κυριακή με τις πολυλάλητες προσφορές τους μου σκοτίζουν τον έρωτα. Έτσι, φεύγει από μπροστά μου το πρώτο παγόβουνο. Ύστερα βάζω χωριστά τα τηλεοπτικά που τα χρειάζομαι για την αποπεράτωση του γεύματος σαν φρούτο για τη χώνεψη και για να πληροφορηθώ αν θα είναι του χρόνου στο ίδιο κανάλι η κ. Τατιάνα Στεφανίδου, για το αν θα παραμείνει στην ΕΡΤ η κ. Πόπη Τσαπανίδου, αφού κάνει πρώτα τη γύρα της σε όλα τα άλλα κανάλια, επίσης αν θα τρώμε και του χρόνου στη μάπα την κ. Μπήλιω μας, ως χαζοχαρούμενη απορούσα για τα έργα και τις ημέρες του κάθε καλεσμένου της, όπως και η μέλλουσα κυρία Άδωνι Γεωργιάδου, παράλληλα με τη μελετημένη έκθεση των καλλίγραμμων ποδιών της, θα συνεχίσει να ανακρίνει τον κάθε Χούφτερμαν για το όταν κάνει σεξ με τη γυναίκα του έχει στο μυαλό του τη γυναίκα του αδελφού του και την κάθε Ξεπεταρίδου για το ποιος την ικανοποιεί σεξουαλικά καλύτερα, ο άντρας της ή ο κουμπάρος και τέλος για το ποιο θα είναι το επόμενο θύμα των τηλεκανίβαλων που θα το στείλουν με ζουρλομανδύα σε κανένα τρελάδικο, ενώ για το Τηλεοπτικό Συμβούλιο πέρα βρέχει. Και όταν στη δύση του ηλίου τελειώνω τον Μαραθώνιο της ανάγνωσης, προσπαθώ να καταλάβω αν έκανε καλά που έβαλε το σύρτη… το σύρτη… το σύρτη στη Βουλή ο κ. Καραμανλής, δικαίως κατακουρασμένος, για το αν μιλάει σοβαρά ο Γιωργάκης όταν μας λέει ότι έχει στη μέσα τσέπη τις λύσεις όλων των προβλημάτων («Τα ‘μαθες, πατέρα, έκλεισα και εγώ ραντεβού με την Ιστορία και να δω αν θα μου κάτσει κι εμένα η ρουφιάνα») και τελικά αν είμαστε καλύτερα ή χειρότερα από πέρσι. Αυτή η αγωνία θα μας φάει ως που να πάθουμε κανένα εγκεφαλικό περιποιημένο…

ΜΠΕΝΙΝΙ – ΘΕΑΤΗΣ: ΜΗΔΕΝ – ΜΗΔΕΝ!
(Όχι ισοπαλίας, αλλά συμπεριφοράς, έκαστος από μηδέν!)

Όπως ο θεατής οφείλει να σέβεται τον καλλιτέχνη που προσφέρει τις όποιες του ικανότητες, άλλο τόσο και ο καλλιτέχνης πρέπει να σέβεται τον θεατή που έκανε την επιλογή του και πλήρωσε το εισιτήριό του για να τον δει και να τον ακούσει.

Αυτήν την υποχρέωση, που δεν είναι γραμμένη σε καμιά από τις πλάκες των Δέκα Εντολών που κουβάλησε κατεβαίνοντας από το όρος ο Μωυσής και που σαν διαχρονικός ανταποκριτής του CNN μας τις περιέγραψε ο Σεσίλ ντε Κιλ στη σχετική ταινία του, οφείλουν να την έχουν και τα δύο στρατόπεδα και που εξαρτάται βέβαια και από το ήθος και τον πολιτισμό που διαθέτουν και οι δύο και οι από εδώ και οι απέναντι.

Στην περίπτωση της εμφάνισης του Ρομπέρτο Μπενίνι η απουσία σεβασμού χρεώνεται και στις δύο πλευρές με ίσες αρνητικές μονάδες, κατά την «αρπαχτή» (στην κυριολεξία της) που διέπραξε ο Ιταλός ηθοποιός, περίπου ίδια, όπως πέρσι, με την αξιοδάκρυτη εμφάνιση που έκαναν στην Αθήνα ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ με τη Φανί Αρντάν.

Απουσία σεβασμού και για την πελατεία του Μεγάρου που δεν χάνει ευκαιρία να δώσει το «παρών» όχι τόσο για να ικανοποιήσει τις καλλιτεχνικές της ευαισθησίες, όσο για να μη λείψει η αναφορά της παρουσίας τους στα διάφορα κοσμικά περιοδικά που εκμεταλλεύονται τη ματαιοδοξία των όχι και τόσο καλόφημων επωνύμων. Και επειδή επιλέγεις τον κ. Μπενίνι για να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις της όποιας υποτιθέμενης «κουλτούρας» σου, δεν σηκώνεσαι επιδεικτικά και του γυρίζεις την πλάτη, γιατί έτσι του δείχνεις πόσο βλάχαρος είσαι, αλλά κάθεσαι ως το τέλος και «αυτομαστιγώνεσαι» επειδή δεν είχες τις ικανότητες της σωστής επιλογής ή, το πολύ πολύ, σηκώνεσαι και φεύγεις όσο μπορείς πιο διακριτικά, όπως αν σε πιάσει απρόβλεπτος τσιρλόπονος και πρέπει να πας στην τουαλέτα. Και όχι όπως μια χοντρέλα των πρώτων σειρών που άρχισε να ξεφωνίζει και να του ζητάει, λέει, να της τα λέει… αγγλικά, ενώ κι ο σινιόρε Μπενίνι δεν φρόντισε για την απαραίτητη μετάφραση, επειδή και στην Ισπανία έτσι εμφανίστηκε και κανένας δεν του διαμαρτυρήθηκε. Τι να γίνει όμως; Εμείς είμαστε διαφορετικοί και δεν σκοτώνουμε ταύρους μπροστά στα μάτια μας για να το διασκεδάσουμε.

Κανονική αρπαχτή
Η πολυδιαφημισμένη εμφάνιση του κ. Μπενίνι ήταν μια κανονική «αρπαχτή» του είδους «μπον πουρ λ’ οριάν», όπως παλιά τις χαρακτήριζαν για τις τριτοκοσμικές χώρες. Και δεν χωράει αμφιβολία ότι η ευθύνη βαραίνει στο μεγαλύτερο μέρος το καλλιτεχνικό γραφείο που τον έφερε χωρίς την πληροφόρηση ότι δεν θα υπάρχει μετάφραση για την «ενός καλλιτέχνη παράσταση», γι’ αυτό και η ποινική της δίωξη θα μπορούσε να γίνει για να αποζημιωθεί η χαμένη βραδιά με τις όσες ταλαιπωρίες της. Και είναι τόσο πολύτιμες αυτές οι «χαμένες βραδιές».

ΕΝΑΣ ΚΥΡ, ΠΟΛΥ ΚΥΡΙΛΕ…

Γελάω πολύ με τις γελοιογραφίες του ΚΥΡ έτσι που καταφέρνει με δύο-τρία από τα γνώριμα ανθρωπάκια του και με μια λεζάντα των δύο ή τριών γραμμών, όχι μόνο να καυτηριάζει ανελέητα την επικαιρότητα και να λέει πολλά περισσότερα από όσα με ολόκληρα κατεβατά γράφει ένας αρθρογράφος που πολλές φορές βαριέσαι να τα διαβάσεις ως το τέλος.

Και δεν γελάω τώρα. Είναι ολόκληρες δεκαετίες που γελάω με τα σκίτσα του. Είμαι από τους φανατικούς του από τότε που τον γνώρισα και αξίζει να το θυμηθώ. Ήταν η εποχή της πρώτης σκιτσογραφικής του δραστηριότητας και από τότε είχε ξεχωρίσει. Του είχα ζητήσει λοιπόν να μου φτιάξει τη μακέτα για να γίνει αφίσα για μια ταινία. Ήταν ο «Ουρανοκατέβατος» με τον Μίμη Φωτόπουλο. Με ρώτησε για το θέμα, του εξήγησα ότι ήταν κωμωδία με κάποια στοιχεία από την υπόθεση και, όπως ήταν φυσικό και όπως βέβαια και εγώ έτσι την ήθελα, την είδε με καθαρά χιουμοριστική άποψη, όπως τη βλέπετε και στη συνοδευτική φωτογραφία. Και την ήθελα έτσι ακριβώς για να ξεχωρίζει από τις αφίσες εκείνης της εποχής που συνήθως είχαν το κεφάλι του κωμικού σε μια χαρακτηριστική του «μούτα».

Ενθουσιάστηκα όταν την έφερε, μόνο που το «εμπορικό» της αποτέλεσμα ήταν εντελώς διαφορετικό από το αναμενόμενο, γιατί οι περισσότεροι από τους κινηματογράφους προτίμησαν να τη βγάλουν από τις πόρτες τους με τη δικαιολογία:

«Ερχόταν ο κόσμος, έβλεπε την αφίσα και νόμιζε ότι παίζουμε Μίκυ Μάους…».

Ήταν κι αυτό ένα αποτέλεσμα απρόβλεπτο, που θα το έλεγα κι αυτό… ουρανοκατέβατο! Και να πω ακόμα ότι τις περισσότερες φορές, μια σελίδα του ΚΥΡ με την ποικιλία των θεμάτων της επικαιρότητας που περιέχει θα μπορούσε να καλύψει και μια ολόκληρη επιθεώρηση, και που αν λογαριάσουμε ότι και η κυρία Εύη ΚΥΡ διαθέτει ανάλογο χιούμορ, όπως τη διαβάζουμε σε απογευματινή εφημερίδα, θα μπορούσαν να ανανεώσουν την επίσης «κουρασμένη» επιθεώρηση.

Κρίμα που δεν έχω δικό μου θέατρο να τους το προτείνω.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ