Μια φορά και έναν καιρό

Μπορεί ο ιστορικός του μέλλοντος να θελήσει ακόμα να σχηματίσει «ιδίαν γνώμην» για την τύχη του πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία, ξεψαχνίζοντας κάποια ξεχασμένα ντοκουμέντα, διότι διάχυτες ήσαν οι φήμες πως ενώ οι Γερμανοί ενομίζοντο κατακτηταί, στην πραγματικότητα είχαν νικηθεί από… χέρι.

Θα ψάχνει μέσα σε μουχλιασμένα μπαούλα να βγει αρχεία ξεθωριασμένα και μισοσβησμένα από τον χρόνο που ίσως κάποιοι πειναλέοι ποντικοί δοκίμασαν τη γεύση τους, τρώγοντας τις άκρες, και άλλα που το τσιγάρο κάποιου αφηρημένου (τότε επιτρεπόταν το κάπνισμα) έπεσε απ’ το τασάκι και η καύτρα έκανε μιαν αξιόλογη τρύπα σε καίριο σημείο ενός σπουδαιότατου και ανεκτίμητης αξίας εγγράφου. Μπορεί να φταρνίζεται απανωτά από την αλλεργία που θα του προκαλεί η σκόνη, αλλά την αλήθεια, την… αληθινή αλήθεια, όσο κι αν την αναζητά δεν θα τη βρίσκει. Διότι η αλήθεια είναι σαν το αβγό του σπάταλου Κολόμβου, που το χαράμισε άδικα, χωρίς καν στο τέλος να το φάει.

Οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο τη στιγμή ακριβώς που τον… αποφάσισαν. Ας μην ανατρέξει σε πολεμικά ανακοινωθέντα, σε προσθαφαιρέσεις αριθμών, σε οργάνωση ή δυναμικότητα λαών. Ας μην αναζητήσει την απάντηση ούτε στις επικές μάχες που διεξήχθησαν στους διαδρόμους των οχυρών ανάμεσα σε «σιδερόφρακτους» και επιζήσαντες τραυματίες, ούτε στα δυσπρόσιτα φαράγγια της Κρήτης όπου «κατέβαζαν» τους αλεξιπτωτιστές οι Κρητικοί με γκράδες σαν να ʼταν τσιροπούλια, ούτε στους κακοτράχαλους γκρεμούς των βουνών όπου τους συγύριζε η Εθνική Αντίσταση, oύτε στους μυστικούς πομπούς, ούτε στα σαμποτάζ, ούτε στον παράνομο Τύπο. Όλα αυτά πράγματι συνέβησαν και ήσαν καθοριστικά στην τύχη του πολέμου, το γόητρο της Γερμανίας όμως ξεφτιλίστηκε ντάλα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, από ένα άοπλο καχεκτικό ανθρωπάκι…

Τα γεγονότα εξελίχθησαν ως εξής:

Είναι μια εργάσιμη ημέρα στην πολύβουη οδό Αθηνάς, συγκεκριμένα λίγο πιο πέρα από την πλατεία Ομονοίας, εκεί όπου πριν από μερικά ακόμη χρόνια υπήρχε η τάφρος με την πρώτη αφετηρία του «υπόγειου» ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Στον γεμάτο από κόσμο όπως συνήθως δρόμο, κυριαρχούνε τα καμιόνια με γερμανούς φαντάρους του στρατού κατοχής, που κυκλοφορούν μέσα στον ανθρώπινο… «αχταρμά». Ανάμεσά τους «τσουλάνε» επίσης χειράμαξα φτιαγμένα εκ των ενόντων από ένα ανάπηρο κασόνι, που αποτελούν το μοναδικό μέσον για τη μεταφορά «αγαθών» και αντικειμένων. Τα περισσότερα έχουν πάνω τους την αχρείαστη επιγραφή «Εκτελούντε μεταφορέ». Γυμνοπόδαροι επί το πλείστον πιτσιρικάδες είναι οι χειρισταί τους, όπως και άλλοι εξίσου γυμνόποδες και εξίσου πιτσιρικάδες περιφέρονται μέσα στην κινούμενη μάζα καραδοκώντας πότε θα δοθεί η ευκαιρία να ορμήσουν ή να σαλτάρουν και ό,τι βουτήξουν. Στις γωνιές, με μια τάβλα-δίσκο, ευκαιριακός ζαχαροπλάστης πουλά «παστέλι» κατασκευασμένο απ’ τον ίδιον στο τσαρδί του, με υλικό το χαρουπόμελο που δεν «πάει κάτω» με τίποτα. Χτυπώντας μανιωδώς το καμπανάκι για να φύγουν οι πεζοί από τις γραμμές του, το πράσινο τραμ, το «9» Ομόνοια – Πετράλωνα, με κρεμασμένους στους προφυλακτήρες και τα σκαλοπάτια επιβάτες, αγωνίζεται να προχωρήσει κούτσα κούτσα μέσα στο πλήθος. Άνθρωποι βαδίζουν βιαστικοί και σκυθρωποί, και διάφοροι «έμποροι του ποδαριού» προσπαθούν να στήσουν νταλαβέρι. Ανάμεσά τους και οι γνωστοί «σαράφηδες», με το ιδιότυπο ξύλινο έπιπλο στην άκρη του πεζοδρομίου, διαλαλούν πως «αγοράζουν χρυσά δόντια»… Δόντια που κάποιοι ξερίζωσαν από την οδοντοστοιχία τους και έμειναν… φαφούτηδες για να εξασφαλίσουν κάτι φαγώσιμο. Έστω μια οκά λαχανίδες από κάποιο καρότσι.

Ξαφνικά, μέσα στο ετερόκλητο πλήθος των αποστεωμένων και κακοντυμένων ανθρώπων, με ρούχα που μοιάζουν με αποφόρια, όπου βρίσκει δικαίωση η παροιμία «κλαίει το ρούχο για κορμί και το κορμί για ρούχο», εμφανίζεται ατσαλάκωτος ευθυτενής Γερμανός των Ες Ες, ξανθός, υπερήφανος, δείγμα της Αρίας φυλής. Φοράει τη στολή με τη νεκροκεφαλή στο πηλήκιο, τον αετό στο μανίκι και τους «κεραυνούς», σήματα των Ες Ες στο πέτο. Βαδίζει αγέρωχος με την αυτοπεποίθηση πως «πατά και τρέμει η γη» και πως είναι ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρων λαών, από τις όχθες του Βόλγα μέχρι τη Μάγχη, κι από τον απώτατο νορβηγικό βορρά έως την έρημο του Σολούμ και του Αλαμέιν. Προχωράει στο πεζοδρόμιο και αυτομάτως σχηματίζεται γύρω του ανθρώπινο κενό, όπως αν στάξει αντιβιοτικό πάνω σε αποικία μικροβίων… από εύλογη αυτοσυντήρηση μήπως κάποιος ακουμπήσει πάνω του και εισπράξει καμιά κλωτσιά από τις απαστράπτουσες μπότες του. Διότι την κλωτσιά στα οπίσθια επί δικαίων και αδίκων, την είχαν σαν ένα πρόχειρο και ανέξοδο φιλοδώρημα… Περπατά και κοιτάζει αφʼ υψηλού γύρω του. Δεν κρατά αυτόματο, ούτε καν «παραμπέλουμ» που τεμπελιάζει μέσα στη δερμάτινη θήκη του. Ένα απροσδιόριστο δέμα κρατά, επιμελώς τυλιγμένο στην εφημερίδα «Λαϊκός Παρατηρητής», όργανο του ναζιστικού κόμματος, του μόνου έντυπου που… αρμόζει στην κοινωνική του τάξη.

Και τότε συμβαίνει το αναπάντεχο, που δεν είναι ούτε επίθεση παρτιζάνων, ούτε ενέδρα, ούτε πράξη υπέρτατου ηρωισμού και αυτοθυσίας. Απλώς μέσα από το πλήθος ξεχωρίζει ένα λυμφατικό ανθρωπάκι που «κολυμπάει» μέσα στο τριμμένο πανταλόνι του, το δεμένο στη μέση με σπάγκο αντί για ζώνη, του χαμογελά εγκάρδια, τον χτυπά με οικειότητα στον ώμο σαν να ήτανε μακαντάσηδες από τα γεννοφάσκια τους, και του λέει γερμανικά: «Καμαράντ άλες κάουφεν…», όπερ εστί σε κατά λέξη μετάφραση «Συνάδελφε, όλα τα αγοράζω…».

Κοντοστάθηκε ο… καμαράντ, ανταλλάξανε μερικές εμπορικές κουβέντες, και κατόπιν πήρε ο κουρελής αγκαζέ τον υπερόπτη εκπρόσωπο του Τρίτου Ράιχ και χάθηκαν για τα περαιτέρω στο βάθος παρακείμενης στοάς. Άγνωστον τι περιελάμβανε η αγοραπωλησία. Καμιά κουραμάνα από εκείνες τις μαυριδερές από σίκαλη με την υπόξινη γεύση; Κονσέρβες με «αιματηρά λουκάνικα»; Τη γευστική πανδαισία των Γερμανών, χωρίς ν’ αποκλείεται και κάποιο αγχέμαχο όπλο που αφαιρέθηκε από το οπλοστάσιο του «ολοκληρωτικού πολέμου»; Αρκεί το γεγονός πως εκεί στην πολύβουη οδό Αθηνάς, μέσα σ’ εκείνο το ανεκδιήγητο ανατολίτικο παζάρι, ξεφτιλίστηκε η ανώτερη Αρία φυλή, υποκύπτοντας όχι σε φοβερά και τρομερά όπλα, αλλά στη… γοητεία μερικών άχρηστων κατοχικών χαρτονομισμάτων, αντιστοιχούντων σ’ ένα πινάκιο φακής, που προσέφερε ένα ανθρωπάκι της καρπαζιάς.

Και ο εωρακώς, εμαρτύρησεν…

Η πραγματική αυτή ιστορία δεν ήταν η μοναδική που συνέβη εν Αθήναις στην Κατοχή. Πολλά τέτοια περιστατικά γίνονταν καθημερινώς επειδή ξύπνησε από τα βάθη των αιώνων ο πανούργος

Οδυσσεύς κι ήρθε ν’ αντιμετωπίσει και ν’ αντιπαραταχθεί με τον… τετράγωνο Γερμανό που όλα τα μετράει με DIN.

Υπάρχει κι ένα άλλο γεγονός, την ακρίβεια του οποίου δεν μπορώ να επιβεβαιώσω, αλλά το πιθανότερο είναι πως πράγματι έγινε, πάλι στην οδό Αθηνάς, κοντά στο Μοναστηράκι:

Ένα γερμανικό καμιόνι φορτωμένο κουραμάνες στέκεται καταμεσής του δρόμου ίσως λόγω βλάβης. Οι φαντάροι που το συνοδεύουν «σπάνε πλάκα» μʼ ένα χαμίνι που προσπαθεί ν’ ανάψει το τσιγάρο που τους ζήτησε και του προσέφεραν από τους… προβολείς του φορτηγού. Ρουφάει και ξαναρουφάει ο γαβριάς, αλλά «νιξ φωτιά…». Συγκεντρώνονται γύρω του οι στρατιώτες και χαχανίζουν με τη βλακεία του. Όσο εκείνος προσπαθεί, τόσο εκείνοι ξεκαρδίζονται στα γέλια και σχολιάζουν την ηλιθιότητα των κατώτερων λαών. Πίσω στην καρότσα όμως έχουνε σαλτάρει άλλοι και ξαφρίζουν τα καρβέλια χωρίς να πάρουν πρέφα οι φρουροί που ασχολούνται με τον χαζό πιτσιρίκο. Ίσως να έμαθαν κάπως αργά πως στον τόπο αυτόν καμιά «αξία», κανείς «τίτλος» και καμιά «ανωτερότητα» δεν επιβιώνει, και πως στο τέλος σε τρώνʼ οι… κότες χλευάζοντας.

Μόνον ο γιατρός του Όθωνα μας ζύγισε, μας μέτρησε και αποφάνθηκε πως «Ο Θεός και ο Έλληνας δεν δίνουν λόγο των πράξεών τους σε κανέναν».

Ας το λάβει αυτό υπ’ όψιν του ο ιστορικός του παρόντος και του… μέλλοντος.


Σχολιάστε εδώ