Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας

Η Ευρώπη είναι το πολιτικό μας σπίτι, μέσα στο οποίο πολλαπλασιάζεται η πολιτική μας ισχύς και διευκολύνονται οι πολιτικές μας στοχεύσεις. Πέραν των δικών μας, ελληνικών, συμφερόντων, η υπεράσπιση των οποίων αποκτά ξεχωριστή δυναμική στο μέτρο που η Ελλάδα, ως κράτη μέλη της ΕΕ, αθροίζει τις δυνάμεις της και τις παρατάσσει στον κεντρικό ευρωπαϊκό-ενωσιακό συσχετισμό, ακόμη και οι κεντρικές και κυρίαρχες πολιτικές τοποθετήσεις των Ελλήνων και του πολιτικού μας συστήματος (κυρίως πολυπολικός κόσμος, Μεσανατολικό, αμερικανορωσικές σχέσεις), βρίσκουν, υπό προϋποθέσεις, θετικό πολιτικό περιβάλλον διαχείρισης στο πλαίσιο της ΕΕ. Ως εκ περισσού, φαντάζομαι, η υπενθύμιση, εν είδει παραδείγματος, της επιτυχούς διαχείρισης του πολέμου στη Ν. Οσετία από τη γαλλική προεδρία, καθώς των θετικών της πρωτοβουλιών, μόλις 4 ημέρες πριν από τη λήξη της προεδρίας αυτής, στους βομβαρδισμούς των 22 ημερών του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας. Στις περιπτώσεις αυτές η ΕΕ -και με τους υπάρχοντες θεσμούς- έδειξε πόσα μπορεί να κάνει, και σε ποια ακριβώς κατεύθυνση, δημιουργώντας, έπειτα από πολύ καιρό, τις πρώτες ελπίδες στους πολίτες της.

Η ανωτέρω κεντρική πολιτική της Ελλάδας ακολουθήθηκε με συνέπεια, και οπωσδήποτε με ποικιλία διαφοροποιήσεων, από το 1974. Μοναδική παρέκκλιση διαπιστώνεται στην τρέχουσα πενταετία της διακυβέρνησης του τόπου από τη ΝΔ. Στα αίτια της παρέκκλισης αυτής πρέπει να καταγραφούν πρώτον, η επαμφοτερίζουσα στάση της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΞ, η οποία δίχως θέση αρχής σκέφτεται και λειτουργεί ως εκκρεμές ανάμεσα στις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Και δεύτερον, η απροθυμία του πρωθυπουργού να υπερβεί τα ελάχιστα τυπικώς απαραίτητα στα οποία αυτοπεριορίστηκε (π.χ. απλή συμμετοχή στις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ, μη ανάληψη πρωτοβουλιών, ανοργάνωτες κινήσεις π.χ. στα ενεργειακά, εγκατάλειψη Βαλκανίων – Μεσανατολικού, αυτοπεριορισμός στα στερεότυπα της δεκαετίας του 1990 για την ευρωατλαντική προοπτική της Ευρώπης του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού κ.λπ.). Δι’ αυτής της τελευταίας επήλθε η αποδιεθνοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής, δηλαδή η ενασχόλησή μας με την ΕΕ και με τους διεθνείς θεσμούς μόνο για την εξυπηρέτηση των στενών εθνικών μας επιδιώξεων και η επί της ουσίας αδιαφορία μας για τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τη διεθνή κοινωνία, αλλά κυρίως την ευρύτερη περιοχή μας. Ο ελληνικός λαός είχε, τον περασμένο Απρίλιο, την ευκαιρία να δει απτά παραδείγματα της υποβάθμισης της χώρας μας, μέσω των πολιτικών και συμβολικών κινήσεων του Προέδρου των ΗΠΑ.

Η ανάπτυξη της βασικής κατεύθυνσης της εξωτερικής μας πολιτικής αποτελεί τον μείζονα στόχο της Ελλάδας σε σχέση με την εκτός συνόρων πολιτική μας. Κι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με μια σειρά κινήσεων, με τις οποίες αφενός θα «κλειδώσει» η πρόσδεση της Ελλάδας στον κεντρικό ευρωπαϊκό συσχετισμό κι αφετέρου θα αποτυπωθεί η στάση αυτή με σαφή τρόπο στη συνείδηση των πολιτών. Ταυτοχρόνως, θα αρχίσει η εκ νέου συσσώρευση διπλωματικού και πολιτικού κεφαλαίου από τις δράσεις μας στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τον Ν. Καύκασο, όπως και πριν από το 2004, με την πρόσθεση, αυτή τη φορά, και των δράσεών μας για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΟΗΕ. Διά της συσσώρευσης αυτής θα ενισχυθεί πολλαπλώς ο ρόλος μας, κυρίως στο πλαίσιο της ΕΕ, αλλά και διεθνώς. Τα όσα έχει επιτύχει η Τουρκία σήμερα δεν θα πρέπει να μας αιφνιδιάζουν. Η χώρα αυτή επιχείρησε επιτυχώς, τουλάχιστον έως σήμερα, όσα επιχειρούσε με σχεδόν απόλυτη επιτυχία η Ελλάδα έως το 2004.

Τις ανωτέρω σκέψεις δεν μπορούν να αναχαιτίσουν οι όποιες δυσκολίες συνεννόησης ανάμεσα π.χ. στη Γαλλία και τη Γερμανία για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης ή η θεσμική στασιμότητα της ΕΕ λόγω των δημοψηφισμάτων ή οι δυσκολίες που απορρέουν από τη «διευρυμένη διεύρυνση» του 2004. Η προβολή των αρνητικών αυτών καταστάσεων για τη θεμελίωση αντιρρήσεων ως προς την ανάγκη να αναβαθμίσει η Ελλάδα τις σχέσεις της με τον πυρήνα της ΕΕ αποτελεί πρόσχημα ενός ομολογούμενου ή κρυπτόμενου ευρωσκεπτικισμού. Ο οποίος είναι καταφανώς αδιεξοδικός, είτε οδηγεί σε φιλοατλαντικές θέσεις είτε στις επικίνδυνες αστειότητες περί μοναχικού ελληνικού κράτους κ.τ.τ. Η πολιτική στάση απέναντι στο μέλλον της ενωσιακής Ευρώπης χωρίζεται σε δύο τάσεις: πρώτον σ’ αυτήν που προωθεί την Ευρώπη ως ενεργό παίκτη (Europe Actor), δηλαδή ως αυτοτελές και αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο εντός κι εκτός του εδαφικού χώρου της ΕΕ (όπου το κράτος δεν εξαφανίζεται, αλλά μετασχηματίζεται), και δεύτερον σ’ εκείνη την τάση που προωθεί μια Ευρώπη – Χώρο (Europe Area)… Αγορά κ.τ.τ., όπου το κράτος κυριαρχεί και η ΕΕ αποτελεί ένα είδος διευκολυντή. Και όποιος θέλει να συγκαταλεγεί στην πρώτη τάση της πολιτικής ενοποίησης, της Ευρώπης – Πόλου, τότε, όπως ήδη ειπώθηκε, οι νέες εξουσίες, η αύξηση των πόρων, η κοινή πολιτική άμυνας – ασφάλειας κι όχι η φιλολογία περί ήπιας δύναμης, οι κοινές πολιτικές προσεγγίσεις, ο κοινός δημόσιος χώρος, οι πανευρωπαϊκής εμβέλειας πολιτικοί και, φυσικά, ο κοινός οικονομικός χώρος, αποτελούν τα αναγκαία μέσα, τα οποία πρέπει να στοχοθετήσει και να υποστηρίζει την υιοθέτηση και την εφαρμογή τους.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι η ευρωπαϊκή μας πολιτική πρέπει να αναταχθεί. Τα στρατηγικά μας πλαίσια να επανατοποθετηθούν. Να εκκινήσει και πάλι η συσσώρευση πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου, όπως και τη δεκαετία 1994-2004. Να επικαιροποιηθούν τα προτάγματά μας για τα δυτικά Βαλκάνια, τη Μ. Ανατολή και τον Ν. Καύκασο και πάνω από όλα να χαραχθεί νέο στρατηγικό πλαίσιο, στο οποίο να υπαχθούν οι πολιτικές μας απέναντι στην Τουρκία, δίχως να ανατραπεί η πολιτική μας για την ευρωπαϊκή της πορεία. Η ευρωπαϊκή και γενικότερα η εξωτερική μας πολιτική είναι, λοιπόν, γεμάτη προκλήσεις. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, έχει αποδείξει πως η ευρωπαϊκή και η εξωτερική του πολιτική είναι το ισχυρό του «χαρτί».


Σχολιάστε εδώ