Η απλοϊκή κυρία Shirin Neshat
Πρόκειται για το έργο «Γυναίκες χωρίς Άντρες 2004-2008», μια πεντάπτυχη βιντεοηχητική εγκατάσταση που στηρίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Ιρανής Σαρνούς Παρσιπούρ (1989) και αποσκοπεί στην καταγγελία της καταπίεσης της γυναίκας στην ισλαμική κοινωνία. Πέντε οριακής σημασίας και μεταξύ τους διαπλεκόμενες ιστορίες γυναικών αναπτύσσονται εικαστικά και κορυφώνονται στο τελευταίο μέρος με τη συνάντηση των ηρωίδων σ’ έναν ιδεατό κήπο που είναι συνάμα κολαστήριο των εφιαλτών τους και παράδεισος των ονείρων τους. Ωστόσο…
Η Σιρίν Νεσάτ, αγαπημένο παιδί της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής και της αντίστοιχης αγοράς, προσαρμόζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά στις προκείμενες της σημερινής κατανάλωσης τέχνης. Ο ρηχός συμβολισμός, ο εντυπωσιασμός, το στερεότυπο και πάνω απ’ όλα το ευπρόσληπτο και η γλυκανάλατη μορφική διατύπωση του μηνύματος εγγυώνται την ανεπιφύλακτη μαζικοδημοκρατική αποδοχή του έργου.
Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια ο εύλογος φεμινισμός της καλλιτέχνιδoς, αλλά η εικαστική εκφορά του, το στρατευμένο δάχτυλο που δείχνει βουτηγμένο στο μέλι των καλών προθέσεων και συναισθημάτων, τα οποία ως γνωστόν δεν εξασφαλίζουν εξ ορισμού την καλή ποιότητα της τέχνης, παρά μόνο την εμπορευσιμότητά της.
Χωρίς τα δεκανίκια της λογοτεχνίας της Παρσιπούρ, οι πέντε ιστορίες δεν στέκονται αυτόνομα ως εικαστικό γεγονός, ούτε καν ως σχόλιό της. Το κείμενο, και αυτό ακριβώς είναι το προραφαηλιτικό στοιχείο του έργου, δεν μεταστοιχειώνεται σε εικόνα, αλλά ηγούμενο την επεξηγεί, καθιστώντας την περιττή και ανούσια. Το μόνο που μένει είναι η μουσικά υποστηριζόμενη ατμόσφαιρα που εξαχνώνεται σε… πολυλογία και ο επιγονισμός στην προοπτική ενός Ταρκόφσκι, Κιαροστάμι ή Αϊζενστάιν, εκφρασμένος με λίγα βρύα, ομίχλη και νερά ή με το εύκολο συναίσθημα που δεν συγκινεί ή τα χωρίς έμπνευση πλάνα κινούμενων μαζών στους δρόμους κατά την πραξικοπηματική ανατροπή του καθεστώτος του Μοσαντέχ (1953). Σίγουρα υπάρχουν διάσπαρτα καλά στοιχεία, αλλά δυο-τρεις καλοί «στίχοι» δεν φτιάχνουν το «ποίημα».
Αυτό που λείπει από τον κήπο του έργου είναι το νήμα του ταρκοφσκικού Στάλκερ, ενός ιχνηλάτη του εικαστικά ουσιώδους και πειστικού – χωρίς αυτό οι Σειρήνες της τέχνης σιωπούν.
Και με αφορμή τα προαναφερθέντα, μια παρατήρηση: Δικαιωματικά βέβαια η Νεσάτ δεν απορρίπτει το Ισλάμ ως θρησκεία – το θρησκευτικό στοιχείο άλλωστε έχει πολλαπλώς κακοποιηθεί ως πρώτο και απαραίτητο υλικό του μεταμοντέρνου εθνοκίτς. Με το να καταδικάζει όμως σε συνέντευξή της (προ έτους στο «Art») τις γνωστές και αθώες για τα ευρωπαϊκά δεδομένα δανέζικες γελοιογραφίες του Μωάμεθ, ξεχνά ότι από το 711 μ.Χ. (και όχι μόνο πρόσφατα λόγω των μεταναστών ή των όποιων ιστορικών συγκυριών), που ο Βέρβερος Τάρικ Ιμπν Ζιγιάντ πέρασε το Γιβραλτάρ, ο ισλαμικός πολιτισμός αποτελεί και τμήμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ως εκ τούτου οι όποιες πολιτισμικές ή μη εκφάνσεις του δεν μπορούν να χαίρουν ενός ιδιαίτερου προστατευτισμού.
Η κληρονομιά της Κόρντοβας δεν είναι η περιχαράκωση και η στεγανοποίηση ανέγγιχτων κοινοτήτων, αλλά η συμβίωση παντοειδώς επικοινωνούντων κόσμων.
Ίσως όμως αυτός ο «οριενταλιστικός» σεβασμός της ισλαμικής κοινότητας, που προσδοκά η Νεσάτ από τη Δύση, είναι το σύστοιχο του νεορομαντικού εξωτισμού, με τον οποίο ο πλανητικός μεσοαστισμός όντως υποδέχεται και προσλαμβάνει το έργο της. (Πάντως το παλαιότερο έργο της «Turbulent», που συνοδεύει την έκθεση, έχει πράγματι εικαστική αξία.)
Ο ηλοθέτης