Έχει ευθύνες και η Δικαιοσύνη
Ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χαράλαμπος Αθανασίου προτείνει τη ριζική αναμόρφωση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, κυρίως στις ευνοϊκές για τον υπουργό διατάξεις περί παραγραφής. Αλλά δεν απαλλάσσει και τη Δικαιοσύνη από τις ευθύνες της όταν καθυστερεί στη διερεύνηση σοβαρών υποθέσεων. Όσο για τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στη διερεύνηση των σκανδάλων, ο κ. Αθανασίου κάνει λόγο για αντιφατικές διατάξεις τις οποίες ψήφισαν εκείνοι που σήμερα ασκούν κριτική σε όσους τις εφαρμόζουν.
// Οι πολιτικοί θα έπρεπε να δικάζονται με τις ίδιες διαδικασίες όπως και οι απλοί πολίτες;
– Τον περασμένο Οκτώβρη πρώτη η Ένωσή μας είπε ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών θέλει ριζική αναμόρφωση. Δεν είμαι της άποψης ότι ένα μέλος της κυβέρνησης πρέπει να δικάζεται με αμιγείς διαδικασίες ποινικής δικονομίας, όπως δικάζεται ένας πολίτης, διότι υπάρχουν οι ιδιαιτερότητες του λειτουργήματος του υπουργού, στο οποίο συνδυάζεται η νομιμότητα με τη σκοπιμότητα μιας πολιτικής απόφασης. Δεν είναι τα κριτήρια τα ίδια. Έχει άλλη ευθύνη ο πολιτικός. Ο πολιτικός χειρίζεται μεγάλα θέματα που αφορούν την οικονομία της χώρας, την εξωτερική πολιτική, τις διακρατικές σχέσεις. Δεν είναι εύκολο να λέμε ότι όλοι είμαστε ίσοι μόνο και μόνο για να φαινόμαστε αρεστοί. Πρέπει να υπάρχει νόμος περί ευθύνης υπουργών, αλλά πρέπει να αλλάξει ριζικά. Κατ’ αρχάς να αλλάξει το θέμα της παραγραφής. Σήμερα οι ρυθμίσεις για την παραγραφή είναι ευνοϊκές για τον υπουργό. Έτσι θα παρατηρηθεί το φαινόμενο οι συμμέτοχοι, αυτοί που ενδεχομένως βοήθησαν τον υπουργό σε αξιόποινη πράξη να τιμωρούνται και να την έχει γλιτώσει ο υπουργός.
Αλλά και η προδικασία δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στη Βουλή. Συμφωνώ με τον κ. Βενιζέλο ότι πρέπει να υπάρξει ένα μεικτό σύστημα Βουλής και δικαστών. Ένα πλέγμα διατάξεων πρέπει να αλλάξει: Το άρθρο 86 του Συντάγματος, ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής που έντεχνα πολλοί το παραλείπουν. Εάν λέμε ότι πρέπει να αλλάξει μια διάταξη χωρίς εποπτεία του δικαίου οδηγούμαστε σε λάθη.
// Η παραγραφή των επίκαιρων υποθέσεων επήλθε λόγω πολιτικών αποφάσεων (όπως το κλείσιμο της Βουλής ) ή επήλθε λόγω της κωλυσιεργίας της Δικαιοσύνης να σταλούν οι φάκελοι στη Βουλή; Με δεδομένο ότι οι υποθέσεις αυτές εκκρεμούν στη Δικαιοσύνη επί τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Από τη στιγμή που τελέστηκαν τα αδικήματα έως ότου έφτασαν στη Βουλή και παραγράφηκαν πέρασαν, για πολλές υποθέσεις, τέσσερα χρόνια…
– Για να ανασυρθεί μια υπόθεση από το αρχείο ή να ερευνηθεί μια υπόθεση πρέπει να υπάρχει μια καταγγελία. Και εάν υπάρχουν στοιχεία για εμπλεκόμενους υπουργούς πρέπει η υπόθεση να στέλνεται στη Βουλή, εφόσον τα στοιχεία είναι επαρκή. Οι υποθέσεις που κινδύνευαν να παραγραφούν καθυστέρησαν προφανώς στην προδικασία, γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία. Μία μηνυτήρια αναφορά. Δεν υπήρχε έναυσμα για να ξεκινήσει μια έρευνα.
Για κάποιες υποθέσεις λένε ότι υπήρχαν υπουργοί και υφυπουργοί εμπλεκόμενοι σε βάθος χρόνου. Κι ανακαλύφθηκε η υπόθεση τώρα. Ανακαλύφθηκε σκόπιμα τώρα; Αυτός που άρχισε την έρευνα τώρα ήθελε να εμπλακούν μέλη της σημερινής κυβέρνησης, ενώ είχαν παραγραφεί για παλαιότερες κυβερνήσεις; Όχι, απλώς τώρα τους ήρθαν στοιχεία. Τι φταίει η Δικαιοσύνη γι’ αυτήν την καθυστέρηση;
// Εάν ληστέψω μια τράπεζα, η Δικαιοσύνη θα ερευνήσει εάν πράγματι ήμουν ο ληστής εγώ, εάν είχα συνεργούς τον διευθυντή ή κάποιο άλλο στέλεχος. Εάν έχει καταγγελία για διασπάθιση δημοσίου χρήματος αμέσως δεν θα έπρεπε να ερευνήσει τυχόν ευθύνες κυβερνητικών στελεχών και μετά να οδηγηθεί σε κατώτερα κλιμάκια, ακριβώς για να προλάβει παραγραφές;
– Για μένα η προκαταρκτική εξέταση που διενεργεί εισαγγελέας πρέπει να είναι σύντομη. Δεν μπορεί να πηγαίνει σε μάκρος.
// Έχουμε μια Δικαιοσύνη να λειτουργεί με ρυθμό χελώνας και έναν νόμο περί ευθύνης υπουργών που ακολουθεί ταχύτητα πυραύλου. Αν δεν συντονισθούν, όπως εν προκειμένω έκαναν, χάνεται το παιχνίδι και ακυρώνονται και οι δύο…
– Μια υπόθεση για να πάει για προκαταρκτική εξέταση δεν είναι υπόθεση της Δικαιοσύνης. Μέχρι να φτάσει στη Δικαιοσύνη μπορεί να έχουν παραγραφεί τα αδικήματα και με το Κοινό Ποινικό Δίκαιο. Το πρόβλημα υπάρχει από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί ο φάκελος. Εδώ με βρίσκετε σύμφωνο. Δεν νοείται καθυστέρηση, ειδικά στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Η προκαταρκτική εξέταση εκ της φύσεώς της είναι ταχεία. Θα έπρεπε οι υποθέσεις αυτές (σ.σ. ιδιαίτερα οι σημαντικές) να περαιώνονται ταχύτερα.
// Οι πρόσφατοι χειρισμοί του κ. Σανιδά επικρίθηκαν και διευκόλυναν τελικά την παραγραφή των αδικημάτων, αφού δεν εστάλησαν εγκαίρως στη Βουλή. Νομίζετε ότι η Δικαιοσύνη έπαιξε τελικά τον ρόλο της;
– Σε συγκεκριμένες υποθέσεις δεν θα αναφερθώ, γιατί δεν ξέρω τις δικογραφίες. Όμως ο νομοθέτης έχει δημιουργήσει όλη αυτήν τη σύγχυση. Το Σύνταγμα δεν λέει ότι όπου αναφέρεται όνομα υπουργού η υπόθεση πάει στη Βουλή. Λέει πως αποστέλλεται στη Βουλή εάν υπάρχουν στοιχεία που αφορούν κυβερνητικά στελέχη. Νομολογία δεν υπάρχει. Η επιστήμη υποστηρίζει δύο απόψεις: Η μία άποψη υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να ευτελίζεται το πολιτικό σύστημα της χώρας και με οποιαδήποτε αναφορά η μήνυση κατά υπουργού να πηγαίνει η υπόθεση στη Βουλή. Και η δεύτερη άποψη υποστηρίζει ότι πρέπει να διεξάγεται έρευνα και τα στοιχεία να είναι σοβαρά. Συγκρατήστε το γεγονός ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών ισχύει από τις 19 Μαρτίου του 2003. Επαναλαμβάνει τη διάταξη του Συντάγματος που προβλέπει ότι πρέπει να υπάρχουν στοιχεία, αλλά προσθέτει ότι απαγορεύεται η αξιολόγηση των στοιχείων από αυτόν που διενεργεί την εξέταση. Του λέει, δηλαδή, «βρες στοιχεία και στείλε τα στη Βουλή». Εδώ δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Μετά το 2003 όλοι οι Εισαγγελείς της χώρας τι έκαναν; Μόλις έβλεπαν όνομα υπουργού διαβίβαζαν τις δικογραφίες στη Βουλή. Έτσι, ο τότε πρόεδρος της Βουλής (σ.σ. ο κ. Απόστολος Κακλαμάνης) ζητάει από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημ. Λινό να βγάλει τη γνωστή εγκύκλιο. Ωστόσο δεν υπήρχε νομοθετικό έρεισμα γιατί το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής, διάταξη υψίστης ισχύος, έλεγε ότι κάθε έρευνα που αφορά βουλευτή (συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών φυσικά) αποστέλλεται στη Βουλή και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο. Μέχρι αυτό το σημείο υπήρχε αρμονία στο νομοθετικό πλαίσιο. Άρχισαν όμως και έστελναν στη Βουλή κάθε καταγγελία ακόμη και επί προσωπικών θεμάτων.
Έτσι ο πρόεδρος της Βουλής στις 30 Ιουνίου του 2003, τρεις μήνες μετά τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, προτείνει την τροποποίηση της διάταξης και ορίζει ότι τα στοιχεία που εντοπίζονται από έρευνες πριν σταλούν στη Βουλή αποστέλλονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ύστερα από έλεγχο τα διαβιβάζει διά του υπουργού της Δικαιοσύνης στη Βουλή. Όπως υποστήριξε και ο Εισαγγελέας Δημ. Λινός, την εγκύκλιο του περί αξιολόγησης των στοιχείων τη ζήτησε ο τότε πρόεδρος της Βουλής ούτως ώστε ασήμαντες υποθέσεις να μη φτάνουν στη Βουλή. Η ασημαντότητα όμως είναι κρίση. Άρα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα κρίνει εάν η υπόθεση είναι σημαντική ή όχι. Η κρίση του ενέχει αξιολόγηση. Αυτές είναι οι νομοθετικές διατάξεις. Εάν είναι αντιφατικές δεν φταίνε οι δικαστές, αλλά αυτοί που τις ψηφίζουν.
// Οι εισαγγελείς υποχρεούνταν να αποστείλουν τις δικογραφίες στη Βουλή, χωρίς την παρεμβολή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου;
– Το 2003 τροποποιείται και η διάταξη της ποινικής δικονομίας που προβλέπει ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που ενήργησε αντεισαγγελέας, αποφαίνεται. Άρα η τελική κρίση ανήκει στον Εισαγγελέα Εφετών. Και αυτή είναι μία ακόμη διάταξη που ακολούθησε τον νόμο περί ευθύνης υπουργών.