Μια φορά και έναν καιρό
Κάθεται τώρα ο Γιώργος με χαρτί και με μολύβι και σπάει το κεφάλι του πού θα βρει το χιλιάρικο που του λείπει, να συμπληρώσει στρογγυλές δέκα χιλιάδες δραχμές, να τις δώσει προκαταβολή στη «μάντρα», να αγοράσει εκείνο το δίχρωμο κουρσάκι που από καιρό το χαλβάδιαζε. Είναι η εποχή που ο τόπος είχε αρχίσει να παίρνει «τα επάνω του» κι όλοι ονειρεύονταν ν’ αποκτήσουν τετράτροχο. Ένα όνειρο που έμενε συνήθως ανεκπλήρωτο. Πήγε αρκετές φορές και συνάντησε τον κύριο Ανέστη, παλαιό γνώριμο της Σήμανσης, ασκούντα τώρα το επάγγελμα του εμπόρου αυτοκινήτων, προκειμένου να επιτύχει καλύτερους όρους πληρωμής. Δηλαδή, η «μπροστάντζα» να είναι ολιγότερη του δεκαχίλιαρου. Ο κ. Ανέστης όμως ήταν ανένδοτος, ισχυριζόμενος πως τόσα ζητάει ο ιδιοκτήτης και πως εκείνος απλώς είναι μεσάζων.
Σκέφτεται λοιπόν τι κομπίνα να σκαρφιστεί για να οικονομήσει τη «χήνα», όπως λεγόταν στην αργκό το χιλιάρικο, και να πάει σαν κύριος, σαν υποψήφιος γαμπρός να πούμε, να ζητήσει επισήμως τα… κλειδιά του οχήματος. Δεν ήταν αμελητέο ποσόν το ζητούμενο. Ήταν το ένα τρίτο καλοπληρωμένου μισθού, μείον οι κρατήσεις, και ήτανε μεγάλη του ίσως επιπολαιότητα να θέλει να παραστήσει τον «μπρούκλη» ο ψωριάρης. Είχε όμως έναν καημό, που μάλλον ζήλια ήτανε, επειδή πριν από καιρό ο γείτονάς του, ο Λουκάς ο μεροκαματιάρης, που βρώμαγαν τα χνώτα του κι έμενε σε ένα φτωχικό δωματιάκι στην αυλή της Λωξάντρας, κατέφθασε μια μέρα καμαρωτός καμαρωτός, οδηγώντας μια κουρσάρα πέντε μέτρα, στραπατσαρισμένη λιγάκι είναι η αλήθεια, μα ποιος τα προσέχει τώρα αυτά…
Βγήκε όλη η γειτονιά στον μικρό γεμάτο λάσπες δρόμο κι αποθαύμαζε την αυτοκινητάρα, ενώ ο Λουκάς με περηφάνια έδινε απαντήσεις στο «πόσο το πήρε», και «στα πόσα καίει το δοχείο». Πλησίασε και ο Γιώργος, κοίταξε πρώτα το αυτοκίνητο, μετά τον Λουκά που καμάρωνε, «ζύγισε» το αυτοκίνητο και ρώτησε: «Δικό σου είναι;». Ο άλλος αυτάρεσκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Τι μάρκα είναι;» ρώτησε ξανά γιατί δεν είχε ξαναδεί ούτε σε φωτογραφία το λογότυπό του. Πήρε ο Λουκάς μια πόζα μεγαλοπρέπειας, λες και ήταν εκείνος ο κατασκευαστής, και σε στάση προσοχής, είπε: « Είναι Σενάρ Γουόκερ του 1931… Αφεντάδικο αμάξι!». Έκανε ο Γιώργος βιαστικά τον υπολογισμό μέσα του… «Μμμμ, μμμ μ» και είπε περιφρονητικά: «Είναι 28 χρονών γκρανκάσα». Την είχε τη λόξα να υπολογίζει ηλικίες και να ξεμπροστιάζει τις γυναίκες που κρύβανε τα χρόνια τους, γι’ αυτό όλες τον είχαν στην «μπούκα». Το ‘ξερε ο Λουκάς το κουσούρι του, όμως τώρα ήταν αλλιώς. Του ξεφτίλιζε την κούρσα. Τσίνησε: «Είναι προπολεμικό. Αθάνατο πράμα!» δικαιολογήθηκε, αλλά πριν προλάβει ν’ αρχίσει να εκθειάζει τα προτερήματά του, ο Γιώργης πέταξε ένα «καλορίζικο» γεμάτο πικρία και τράβηξε σπίτι του, στους υπολογισμούς του.
Μερακλής ο Λουκάς, το βάψε να μη φαίνονται οι σκουριές, νικέλωσε τάσια και προφυλακτήρες να σε θαμπώνουν, κρέμασε κι ένα μάτσο χαϊμαλιά στο καθρεφτάκι κι άρχισε να κυκλοφορεί σαν λόρδος. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ξύπνησε την περιέργεια της γειτονιάς. Πού βρίσκει τον παρά και πού διάολο πάει τέτοιες ανάκατες ώρες; Αυτός δούλευε μάστορης στην Πειραϊκή έξι με δύο άμα ήτανε πρωινός, και δύο-δέκα άμα είχε βάρδια απόγευμα. Γύρναγε σπίτι του κατάκοπος και δεν τόλμαγες να του πεις κουβέντα. Αναρωτιόντανε όλοι αν τον σχολάσανε, μα τα λεφτά τότε πού τα βρήκε; Μήπως έγινε καταχραστής ή διευθυντής ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, παρόμοιο;
Εκείνος με ύφος υπεροπτικό, έβαζε εμπρός και ξεκίναγε σηκώνοντας σύννεφο σκόνης ξοπίσω του… Το αίνιγμα το έλυσε η Ευθαλία που είχε το παρατσούκλι «η οχιά» επειδή κανένας δεν γλίτωνε από το φαρμάκι της γλώσσας της. Μια μέρα, πηγαίνοντας στα κεντρικά του ΙΚΑ, στη γωνία Πατησίων, είδε τον Λουκά να τσακώνεται μ’ έναν ευσταλή αστυνομικό της Τροχαίας με γυαλιστερή περικεφαλαία και άσπρα γάντια. Ατάραχος ο αστυνομικός έγραφε την κλήση, κατακόκκινος ωρυόταν ο Λουκάς, ενώ αρκετό φιλοθεάμον κοινό χάζευε τη σκηνή. Κοντοστάθηκε η «οχιά», ρώτησε (σιγά που δεν θα ρώταγε) και έμαθε πως ο γείτονάς της με την κούρσα του ήτανε «πειρατής» -διφραγκάκι για Πατήσια-, πως «ψάρευε» στις στάσεις πελάτες και πως τον τσάκωσαν επ’ αυτοφώρω κι ας ορκιζόταν στη ζωή των παιδιών του, που δεν είχε, πως οι ετερόκλητοι επιβάτες του ήσαν όλοι συγγενείς του…
Το νέο μαθεύτηκε αστραπιαία στη γειτονιά, μέχρι που δεν πήγε η «οχιά» στη δουλειά της για να τους πει τα μαντάτα, κι ο Γιώργος, που ήταν ο πρώτος επίδοξος γιωταχής πριν φέρει το σαπάκι του ο Λουκάς, αισθάνθηκε να ξανακερδίζει την πρωτιά. Ένιωσε σαν βουλευτής που κέρδισε τη χαμένη έδρα με ένσταση… Πάντως το «πειρατικό» έπαψε να προκαλεί ζηλόφθονα σχόλια και κάποια μέρα ο φουκαριάρης ο Λουκάς, που όλο τον «πιλάτευαν», τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης…
Τελικά, τα κατάφερε ο Γιώργος και με αιματηρές οικονομίες συμπλήρωσε το χιλιόδραχμο. Το ‘βαλε στην τσέπη και γραμμή στο ταμιευτήριο να «σηκώσει» τα υπόλοιπα. Μετά πάει τρεχάλα σχεδόν στη μάντρα γιατί είχε ένα κακό προαίσθημα πως το πούλησαν το τεφαρίκι. Ευτυχώς βρισκόταν στη θέση του. Νόμισε μάλιστα πως του… χαμογέλασε μόλις τον είδε. Μοστράρισε τα λεφτά στον κυρ Ανέστη, αλλά εκείνος απάντησε πως χρειάζονται κι άλλα, για τα γραμμάτια και τα συμβόλαια… Ο Γιώργος ήταν ταπί. Ζαλίστηκε. Είπε πως θα ξανάρθει με τα υπόλοιπα, αλλά ήξερε πως αυτό ήτανε χλωμό. Ένιωσε όπως η Νίτσα τότε, που της έδωσε ραντεβού έξω απ’ του Μπακάκου, μα επειδή ήταν απένταρος την «έστησε». Σενιαρίστηκε η φτωχή, παρφουμαρίστηκε και έκοβε βόλτες περιμένοντας, γιατί μέχρι και με γάμο την παραμύθιασε για να τη ρίξει.
«Κάτι θα του ‘τυχε» σκεφτόταν δικαιολογώντας τον. Της κόλλαγαν κάτι γαμπροί, φάνηκε κι ύποπτη για «καλντεριμιτζού» στον πόλισμαν που περιπολούσε, στο τέλος είδε κι απόειδε, έφυγε νευριασμένη και ούτε που θέλησε να τον ξαναδούν τα μάτια της…
Τώρα ήρθε η σειρά του να απογοητευθεί. Δεν ήταν τυχερό φαίνεται να αποκτήσει αμάξι.
Έκατσε και το φιλοσόφησε: «Πόσοι έχουν αυτοκίνητο στην Αθήνα;» αναρωτήθηκε. Ύστερα πρόσθεσε:
«Ποιος είσαι εσύ κύριε Γιωργάκη μου που γουστάρεις κούρσα; Ο Κατσάμπας είσαι ή ο Μποδοσάκης;».
Τα χρόνια εκείνα, τα ονόματα αυτά συμβόλιζαν τον πλούτο…
Μια συλλογική σύμβαση που υπογράφηκε εκείνες τις μέρες, του έφερε σαν λαχείο κάτι αναδρομικά, όσα ακριβώς του έλειπαν για να πραγματοποιηθεί ο διακαής του πόθος. Σαν αισθηματίας που ήταν, βάφτισε το κουρσάκι «Πηνελόπη», επειδή σαν την πιστή Πηνελόπη τον περίμενε στη μάντρα τόσο καιρό αγόγγυστα, παρότι ήταν απλός μνηστήρας. Ο κυρ Ανέστης τον έστειλε για τα σχετικά στον συμβολαιογράφο κ. Χατζηγελάδη, έναν ιδιότροπο με ξινή φάτσα γέρο, που ειδικευόταν σε διαθήκες πλουσίων ηλικιωμένων που αποκλήρωναν τους κληρονόμους τους, και σε αγοραπωλησίες αυτοκινήτων. Εξήγησε στον Γιώργο σε άπταιστη καθαρεύουσα που ευτυχώς μετέφραζε ταυτόχρονα ο ίδιος, πως «κατ’ αρχήν απαιτείται ένα αξιόπιστο άτομο να εγγυηθεί τις συναλλαγματικές, επειδή ξέρω -και μη προς κακοφανισμό σου- τι κουμάσια είστε οι πελάτες του Ανέστη…». Του ανέπτυξε κατόπιν ότι εις το συμβόλαιο ρητώς θα αναγράφεται πως «παρακρατείται η κυριότης του οχήματος άχρις εξοφλήσεως», υποτονθόρυσε διάφορες δαπάνες, και τέλος, αφού έκαμε υπολογισμούς με μια θορυβώδη αριθμομηχανή που πάταγε πλήκτρα και γύρναγε νευρικά μια μανιβέλα, εξεστόμισε με σαρδόνιο χαμόγελο το απαιτούμενο ποσόν. Κόπηκαν τα ήπατα του Γιώργου και με τρεμάμενη φωνή αποπειράθηκε να ρωτήσει γιατί τόσο πολλά και τι χρειάζονται τα συμβόλαια. Δεν φτάνει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό; «Όχι» αποκρίθηκε και του εξήγησε πως σύμφωνα με τον νόμο τα αυτοκίνητα εξομοιώνονται με τα σπίτια.
«Τι σχέση έχουν τα σπίτια με τ’ αυτοκίνητο;» είπε νευριασμένος ο Γιώργος. «Το σπίτι είναι ακίνητο…».
Κι ο συμβολαιογράφος με την ξινή μούρη, που διέθετε ένα διαολεμένο μαύρο χιούμορ, χαμογέλασε χαιρέκακα ρίχνοντάς του το πάρθιο βέλος:
«Σάμπως κι αυτό που αγοράζεις ακίνητο στα συνεργεία δεν θα ‘ναι;».