Η στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, τακτική ή δομική αλλαγή;

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ο οποίος, για ευνόητους – προπαγανδιστικούς- λόγους προβάλλεται από τα τουρκικά και άλλα μέσα ως «ο Κίσινγκερ της Τουρκίας», λειτούργησε έως τώρα υπό την ιδιότητα του συμβούλου, ως ο εμπνευστής και θεμελιωτής της νέας τουρκικής στρατηγικής στον ευρύτερο μεσανατολικό και ισλαμικό κόσμο. Σχεδίασε και υλοποίησε τη συνεχιζόμενη επιτυχή διαμεσολαβητική παρέμβαση της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ – Συρίας, εμμέσως δε και στη σχέση του αμερικανοϊσραηλινού παράγοντα με τη Χαμάς και το ριζοσπαστικό «αδιάλλακτο» παλαιστινιακό κίνημα.

Παράλληλα, κατέδειξε την ικανότητα της Τουρκίας να παρέμβει στην εξαιρετικά δύσκολη και ζωτικής σημασίας, για τη Δύση, σχέση Ηνωμένων Πολιτειών και Τεχεράνης. Ταυτόχρονα δε εμφανίζει την Τουρκία ως το μοναδικό σταθεροποιητικό παράγοντα στον επισφαλή και δυνάμει εκρηκτικό άξονα Πακιστάν – Αφγανιστάν.

Είναι προφανής η ιδεολογικοπολιτική στρατηγική σύλληψη της νέας ηγεσίας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, που για πρώτη φορά ανήκει στον εξωκοινοβουλευτικό ακαδημαϊκό χώρο, περί της ανάπτυξης του τουρκικού παράγοντα ως ηγεμονικού σταθεροποιητή σε έναν ενεργό ή δυνάμει εκρηκτικό περίγυρο όπως αυτός της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

Η σύλληψη όμως της τουρκικής στρατηγικής και ιδιαίτερα του Αχμέτ Νταβούτογλου άπτεται και της προβολής του μουσουλμανικού δυτικόστροφου τουρκικού πολιτικού συστήματος ως ηγεμονικής δύναμης του Ισλάμ, παγκοσμίως. Αλλά και ως μοντέλου ή πολιτικού υποδείγματος που μπορεί να εφαρμοστεί σε μουσουλμανικές χώρες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στο Ιράκ, αλλά και σε άλλα σημεία της υφηλίου.

Την ηγεμονική διάσταση της μεταψυχροπολεμικής Τουρκίας την προέβαλε πρώτος και αρκούντως ο Τουργκούτ Οζάλ, ως πρωθυπουργός και Πρόεδρος, ο οποίος τόνισε το ανεπανάληπτο «περί της τουρκικής αυτοκρατορίας του 21ου αιώνα, η οποία θα καλύπτει την ευρύτερη περιοχή από την Αδριατική μέχρι τις παρυφές της Κίνας».

Όραμα και σχεδιασμός που, ως γνωστόν, «συνετρίβη» επί του «εδάφους» των τουρκογενών πληθυσμών της κεντρικής Ασίας, όπου η Τουρκία δεν κατάφερε να προσεταιριστεί τα καθεστώτα και τους πληθυσμούς της μετασοβιετικής περιόδου, ενώ παράλληλα, εγκατελείφθη στην Αδριατική όπου και «ενταφιάστηκε» εν μέσω της ευρύτερης γιουγκοσλαβικής ανάφλεξης, στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Ο Νταβούτογλου επιστρέφει σήμερα με συγκεκριμένο σχεδιασμό και σύλληψη. Εγκαινιάζει πολιτικές παρέμβασης οριοθετημένες στη Μέση Ανατολή και στο τρίγωνο Αιγύπτου – Συρίας – Ισραήλ προβάλλει, όπως προαναφέραμε, ιδιαίτερες παρεμβάσεις στον άξονα Πακιστάν – Αφγανιστάν – Ιράν ενώ παρουσιάζει με αξιοπιστία την επιρροή, που οριζόντια ασκεί η Τουρκία στις μουσουλμανικές κοινωνίες της υφηλίου.

Πρέπει να ομολογήσουμε πως το σχέδιο Νταβούτογλου για τη Μέση Ανατολή και τις τουρκικές πρωτοβουλίες λειτούργησε μέχρις στιγμής εντυπωσιακά για τα τουρκικά συμφέροντα παρά την έλλειψη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων ειρήνης και σταθερότητας. Η λειτουργία του διαμεσολαβητή αναβάθμισε γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά την Τουρκία, ενώ βελτίωσε εντυπωσιακά και τη θέση και εικόνα της χώρας στα αραβικά καθεστώτα.

Εκεί όπου εμφανίζονται ιδιαίτερα προβλήματα υλοποίησης του τουρκικού ηγεμονικού σχεδιασμού, είναι οι τουρκικές δυνατότητες αξιόπιστης και αποτελεσματικής παρέμβασης στον κρίσιμο εύφλεκτο άξονα Πακιστάν – Αφγανιστάν – Ιράν.

Κι αυτό γιατί όλα τα σενάρια φαίνεται να οδηγούνται σε αδιέξοδο, ενώ παράλληλα η ιδέα της προβολής του τουρκικού-μουσουλμανικού δυτικόστροφου μοντέλου, σε διάφορες μουσουλμανικές κοινωνίες της Μέσης Ανατολής και της υφηλίου, είναι εξωπραγματική, για να μην πούμε επικίνδυνα αφελής.

Τέλος, εκείνο που τίθεται αυτήν τη στιγμή στη ζυγαριά του ειδικού βάρους του Νταβούτογλου είναι η ικανότητά του στη γνωστή πολιτική σχέση του με το σύστημα εξουσίας Ερντογάν -Γκιουλ.

Να αναδειχθεί δηλαδή σε αυτόνομο παράγοντα της τουρκικής υψηλής στρατηγικής, που να είναι σε θέση να υπερβεί εν τοις πράγμασι το στρατοκρατούμενο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας.

Εάν αναδειχθεί σε κυρίαρχη μορφή σύλληψης και υλοποίησης της τουρκικής υψηλής στρατηγικής, τότε θα έχει καταφέρει να ανατρέψει τις δομές εξουσίας που υφίστανται εδώ και πολλά χρόνια στη γείτονα και θα αναγνωριζόταν δικαίως, ή ευστόχως θα λέγαμε τότε, ως «Κίσινγκερ της γείτονος».

Υπενθυμίζουμε πως ανατροπή δομών εξουσίας σημαίνει επανάσταση. Ίδωμεν.


Σχολιάστε εδώ