«Ηθικολογούσα πολιτική», χωρίς ηθική, χωρίς πολιτική

Από το τέλος της δεκαετίας του 1980, επί 20 ολόκληρα χρόνια, τα σκάνδαλα, το πολιτικό «χρήμα», οι μίζες και οι προμήθειες, τα φαινόμενα της διαπλοκής κατέστησαν κεντρικά, δεσπόζοντα, στοιχεία της κομματικής αντιπαράθεσης. Το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί και οι κομματικοί φορείς του, το Κοινοβούλιο και η Δικαιοσύνη συμμετέχουν –με εναλλασσόμενους κατά περιόδους ρόλους– σ’ ένα είδος «πολιτικής αρένας», κεντρικό πρωταγωνιστή της οποίας αποτελούν τα σκάνδαλα…

Σκάνδαλα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν στο μέλλον… Το πρόβλημα της πολιτικής είναι αν πράγματι επιδιώκει να αντιμετωπίσει τις αιτίες που παράγουν τα σκάνδαλα ή απλώς τα χρησιμοποιεί ως «ηθικολογούσα πολιτική», προκειμένου να εξοντώσει τον αντίπαλο… Αυτόν τον τύπο της «ηθικολογούσας πολιτικής» καταγγέλλει ο M. Weber διαπιστώνοντας ότι «όταν ενεργεί κάποιος με τον τρόπο αυτό είναι πολιτικά ένοχος, εάν υπάρχει τέτοια ενοχή, γιατί νοθεύει το πρόβλημα για τα δικά του υλικά συμφέροντα». Δηλαδή για το συμφέρον του νικητή να πετύχει το μέγιστο δυνατό ηθικό και υλικό κέρδος και να εκμεταλλευθεί τις ελπίδες του ηττημένου να διαπραγματευθεί επωφελώς ομολογώντας την ενοχή του. Εάν υπάρχει κάτι «χυδαίο», τότε είναι ακριβώς αυτό και είναι το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου χρησιμοποίησης της «ηθικής» ως μέσου για «να έχουμε δίκαιο» (M. Weber, «Η Πολιτική ως επάγγελμα», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1988, σελ. 153-154.)

Η ηθική ακύρωση, ο ευτελισμός, η ταπείνωση οδηγούν σε πλήρη πολιτική εξόντωση του αντιπάλου. Η ήττα του αντιπάλου δεν συνδέεται με λογικά-πολιτικά επιχειρήματα, αλλά με ένα ηθικό άγος, που τον συνοδεύει εσαεί… αποκτά ιστορική διάρκεια και αμείωτη ισχύ, αφού κάθε φορά μπορεί να ενεργοποιηθεί αυτούσιο στο μέλλον…

Η καταγγελία που κωδικοποιείται και συμβολοποιείται στο σύνθημα «κάτω οι κλέφτες» έχει προφανώς μεγαλύτερη ισχύ και διάρκεια από τις κατηγορίες περί αποτυχίας, ανικανότητας, πολιτικής εξαπάτησης των πολιτών…

Ασφαλώς κάθε σκάνδαλο, κάθε παρανομία θα πρέπει να καταγγέλλονται. Ασφαλώς κάθε ένοχος θα πρέπει να τιμωρείται. Όμως η πολιτική απάντηση στα σκάνδαλα δεν θα πρέπει να εξαντλείται στα ευχολόγια, στους αφορισμούς, στις ηθικολογίες. Αλλά να αντιμετωπίζει ΠΟΛΙΤΙΚΑ τα σκάνδαλα και τη διαφθορά. Κι αυτό σημαίνει αναζήτηση του θεμελίου αναπαραγωγής των σκανδάλων.

Γιατί τα σκάνδαλα δεν αποτελούν μεμονωμένα, σποραδικά «φαινόμενα», δεν συνδέονται «εξωτερικά» με το πολιτικό σύστημα και τους φορείς του. Αντιθέτως συνιστούν μια εσωτερικευμένη, δομική «περιοχή» του πολιτικού συστήματος. Δεν υπάρχει ο διαχωρισμός από τη μια πλευρά η Πολιτεία και από την άλλη τα σκάνδαλα. Πολιτική εξουσία και διαπλοκή, πολιτικό χρήμα και διαφθορά διαμορφώνονται ως μια οργανική ολότητα, στο εσωτερικό της οποίας συντελούνται δύο κύριες λειτουργίες: Αφενός μεν τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα αναπαράγονται και διασφαλίζουν την κατοχή ή την πρόσβαση προς την εξουσία και αφετέρου οι φορείς των συμφερόντων επεκτείνουν συνεχώς την επιρροή τους, κατακτώντας όλο και πλεονεκτικότερες θέσεις στο πεδίο των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων. Από τον συσχετισμό αυτόν, χαμένη βρίσκεται η πολιτική, αφού καθίσταται σταδιακά υποχείριο των οικονομικών συμφερόντων και χάνει την αξιοπιστία, την κοινωνική της νομιμοποίηση, την αποτελεσματικότητά της. Χάνει δηλαδή την ίδια την πολιτική της ουσία, γίνεται διακοσμητική.

Η «ηθικολογούσα πολιτική» ελάχιστα θίγει τον δομικό χαρακτήρα της διαπλοκής, της διαφθοράς, των σκανδάλων. Τον ίδιο τυπικό-προσχηματικό ρόλο διαδραματίζει και ολόκληρο το νομοθετικό-δικαιικό «πλέγμα» που περιλαμβάνει τις εξεταστικές επιτροπές, τις παραπομπές, τις διώξεις μελών του Κοινοβούλιου, υπουργών κ.λπ. Η «μετατροπή» των βουλευτών σε ανακριτές και δικαστές ελάχιστη σημασία μπορεί να αποκτήσει όταν αντιμετωπίζει το «κόστος» απώλειας της εξουσίας ή του βουλευτικού αξιώματος ή όταν η προσπάθεια εξόντωσης του κομματικού αντιπάλου αποβαίνει κυρίαρχο κριτήριο που οδηγεί νομοτελειακά στην καταδίκη του «ενόχου»… Γι’ αυτό και στην, απίθανη, περίπτωση που εμφανιστεί «παρέκκλιση» στην ψηφοφορία, ο βουλευτής είτε θεωρείται ότι διαμαρτύρεται για προσωπικούς λόγους είτε εντάσσεται στην κατηγορία των «ιδιόρρυθμων», χωρίς ποτέ να ερμηνεύεται η ψήφος του ως στάση «συνείδησης» που θεμελιώνεται στο δίκαιο και στην ηθική.

Γι’ αυτό και οι διάφορες εξεταστικές και ανακριτικές επιτροπές της Βουλής ελαχιστοποιούν τον πραγματικό τους ρόλο –την αναζήτηση και την επιβολή του δικαίου– και μεγιστοποιούν τον κομματικό. Γι’ αυτό και οι συνεδριάσεις τους «θεατρικοποιούνται». Ό,τι συζητείται καθημερινά στις επιτροπές μεταφέρεται στα ΜΜΕ με κάθε λεπτομέρεια, και μάλιστα με αξιολογήσεις που απορρέουν από την κομματική ταυτότητα του κάθε βουλευτή. Γι’ αυτό και το «κλείσιμο» της παράστασης δεν περιέχει καμία έκπληξη, καμία πρωτοτυπία. Δεν το συνοδεύει κανένας «από μηχανής θεός»…

Για να αντιμετωπιστούν τα σκάνδαλα θα πρέπει η πολιτική, τα κόμματα, να δράσουν πολιτικά. Να δώσουν λύση στο δομικό σκάνδαλο, που είναι η διαπλοκή και η εξάρτηση της πολιτικής εξουσίας από τα μεγάλα συμφέροντα, τα ΜΜΕ, τους προμηθευτές, τις μεγάλες ξένες επιχειρήσεις, των οποίων οι «μίζες» έφτασαν να καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις και τους συσχετισμούς των πολιτικών-κομματικών δυνάμεων.

Η σκανδαλολογία, η «ηθικολογούσα πολιτική» είναι απολιτικές. Το σκάνδαλο όμως είναι πολιτικό γιατί αφορά την ίδια τη λειτουργία και την υπόσταση του πολιτικού συστήματος. Αφορά την αξιοπιστία των κορυφαίων θεσμών του πολιτεύματος, όπως είναι το Κοινοβούλιο, η νομοθετική εξουσία. Αφορά το παρόν και το μέλλον της ίδιας της Δημοκρατίας. Και επιτέλους οι «πρωταγωνιστές» και οι κομπάρσοι πρέπει να δώσουν τέλος στην παράσταση. Να κατέβουν στην «πλατεία» μαζί με τους πολίτες και εκεί να ασκήσουν τον πραγματικό, τον υπεύθυνο ρόλο τους: την πολιτική.


Σχολιάστε εδώ