ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΜΑΖΕΙ Α, ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΡΑΓΟΣ ΘΑ ΒΕΛΑΖΕΙ
Τραγέλαφος κανονικός
είναι η κοινωνία,
μία απέραντη σιωπή
καί ύστερα αμηχανία.
Μέσα στήν άπνοια ακούς
τό σούρσιμο τ’ ανέμου
νά σείει δέντρα ημιθανή
ως απαρχή πολέμου.
Πίσω από λέξεις οι θνητοί
κάπως παρηγορούνται,
μά οι λέξεις είναι άσχετες
όταν δέν εννοούνται.
Φτάσαμε έτσι στή στιγμή
άχρηστης πλέον γνώσης
καί συνεχώς αισθάνεσαι
πώς θέλεις νά σκοτώσεις.
Ζευγάρια πού αγαπιόντανε
μισούνται ανεξηγήτως
κι οι σύζυγοι αμφότεροι
παχαίνουνε ως κήτος.
Ο σαρκικός ο έρωτας
έγινε βαρεμάρα,
λές κι έπεσε εις τά κορμιά
μιά ξύλινη αμπάρα.
Εκνευρισμός αφάνταστος
τούς πάντες κυριεύει
φόνοι, ληστείες, εκτροπές
κι ο διάβολος χορεύει.
Πωλήτριες καί πωλητές
αντί νά σού γελάσουν
σέ βλέπουνε ως προσβολή
πού θέλουν ν’ απελάσουν.
Ανάγωγοι, αδιάφοροι
σού λένε «δέν γνωρίζω»
κι έχουνε μέσα στή ματιά
ένα ηλίθιο γκρίζο.
Εις δέ τά καταστήματα
μέ τή μεγάλη φήμην
οι πωλητές σέ θέτουνε
δικάσιμον ερήμην.
Καί αναμένεις στήν ουρά
έως πού νά ιδρώσεις,
μέχρι πού νά ‘ρθει η σειρά
μιά πρίζα νά πληρώσεις.
Πρόσωπα άχροα, στυφά,
είν’ ο περίγυρός σου
καί μιά μονάδα ασήμαντη
εσύ κι ο εαυτός σου.
Ως μιά κηδεία προχωρούν
οι πάντες εις τά πάντα
κι η μόνη τους συζήτηση:
«Άντε, καλά σαράντα».
Τά δάκρυα υποκριτικά
τά άνθη μαραμένα
όλοι βαθιά τους σκέπτονται:
«Χαίρω, δέν είν’ γιά μένα».
Εις δέ τούς υπολογιστές
οι νέοι αυνανίζουν
ό,τι περίσσεψε τού νού
καί πολεμούν καί βρίζουν.
Κι η κοινωνία προχωρά,
δέν ξέρει τί γυρεύει,
δέν ξέρει πού ευρίσκεται
καί τί Θεό πιστεύει.
Λένε δέ οι θρησκόληπτοι
-ο νούς δέν τό χωράει-
«Είναι τό χέρι τού Θεού
όπου σάς τιμωράει».
Άρα ετούτος ο Θεός
-ο εκδικητής καί πλάνης-
είναι ο άλλος Σατανάς.
Έλληνα, αυτό τό πιάνεις;
ΚΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΧΩΡΑ
ΔΕΜΕΝΗ Μ’ ΑΛΥΣΙΔΕΣ,
ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΣ ΠΑΝΤΑ ΑΡΧΗΓΟΥΣ
ΚΑΙ ΠΟΙΜΝΙΟ ΤΙΣ ΓΙΔΕΣ.
……………………………….
……………………………….
«Όλοι ζούμε στόν υπόνομο,
μά κάποιοι από μάς κοιτάνε τ’ αστέρια».
Oscar Wilde
«Είπαν», Εκδόσεις Καστανιώτη