Μια φορά και έναν καιρό
Σημειωτέον πως η «Εστία» μέχρι τον πόλεμο του ’40 κυκλοφορούσε την 5η απογευματινή. Τη «φορτώνονταν» οι νεαροί εφημεριδοπώλες και με φωνές διαλαλούσαν την «είδηση της ημέρας», τρέχοντας άλλοι προς το Σύνταγμα και άλλοι προς την Ομόνοια. Ποτέ δεν ακολουθούσε τις συναδέλφους της στην ώρα κυκλοφορίας και μέχρι που άλλαξε μορφή και… εκσυγχρονίστηκε είχε δική της φυσιογνωμία και δικό της ωράριο. Έβλεπαν οι περαστικοί από την οδό Ανθίμου Γαζή, στο ισόγειο του τριώροφου νεοκλασικού τους λινοτύπες μπροστά στις μηχανές τους, που στοιχειοθετούσαν την έκδοση. Από εκεί μετά εξορμούσαν τρεχάλα οι φωνασκούντες εφημεριδοπώλες και σε λίγο, στου Ζαχαράτου τα πρόσωπα των θαμώνων, πολιτευτών στην πλειονότητα, είχαν καλυφθεί από τις σελίδες της με τα… δηλητηριώδη σχόλια.
Ας επιστρέψουμε όμως στο προ εκατονταετίας πασχαλιάτικο κλίμα, και ας αφήσουμε τη φαντασία μας να περιπλανηθεί στην καθημερινότητα της ζωής, με όσα ο Τύπος κατακεραύνωνε τους κρατούντες. Οι αναγνώστες ρουφούσαν τότε τα έντυπα, διυλίζοντας όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, την… Εσπερία και γενικώς απανταχού του πλανήτη…
Φαίνεται πως πολλά ενοχλητικά γίνονταν με τους επιτρόπους των εκκλησιών καθώς προσπαθούσαν να εισπράξουν όσο γίνεται περισσότερα με τον περιφερόμενο «δίσκο» και οι ευλαβείς εκκλησιαζόμενοι δυσανασχετούσαν, φυσικά δε οι εφημερίδες ανελάμβαναν να εκφράσουν την ευλαβή δυσαρέσκεια. Οι επίτροποι, κατά τα γραφόμενα, μηχανεύονταν διαφόρους τρόπους ώστε να μην τους ξεφεύγει κανένας πιστός για να ξεχειλίζει ο κορβανάς. Μέχρι και τις πλαϊνές πόρτες του ναού κλειδαμπάρωναν και το εκκλησίασμα αισθανόταν «όμηρος» που έπρεπε να καταβάλει… λύτρα για ν’ απελευθερωθεί. Λογικά, κατά τα συμφραζόμενα, οι επίτροποι πρέπει να ήσαν άτομα… θηριώδη που το βλέμμα τους και μόνον ήταν εύγλωττο και υπονοούσε επιτακτικά… «Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου!», που έκανε τον πελιδνό αποδέκτη να βάζει «βαθιά το χέρι στην τσέπη» όπως θα έλεγε σήμερα ένας ρεπόρτερ τηλεοράσεως όταν περιγράφει τις τιμές στη Βαρβάκειο Αγορά. Ο συντάκτης με «αγία αφέλεια», ερμηνεύοντας τη σκέψη του χριστεπώνυμου πλήθους, θαυμάζει τους χριστιανούς που δεν… βλασφημούν με τη βουλιμία των επιτρόπων, και επειδή προφανώς σημειώθηκαν τάσεις του τύπου «φεύγετε να φεύγομε…» για να περισώσουν τον οβολό τους, αφού εκθέτει τον φόβο του για ενδεχόμενο δυστύχημα κατά την άτακτο φυγή τους, κάνει θερμή έκκληση στον Αρχιεπίσκοπο επί λέξει:
«Αχ, πότε Πανιερώτατε, θ’ αξιωθούν αι Αθήναι και μιας εκκλησίας… χωρίς επιτρόπους;». Πρέπει να παραδεχθούμε πως η ευχή του δημοσιογράφου έπιασε, αλλά από την ανάποδη: Αυξήθηκαν οι… επίτροποι. Ενώ αναπτύσσονταν τα της απληστίας των επιτρόπων που με τη συμπεριφορά τους κάνουν τους πιστούς έτοιμους να… αλλαξοπιστήσουν, έτερος συντάκτης μύστης των τελετουργιών, διαπιστώνει με θλίψη ότι χάνουν την αίγλη τους οι ωραίες αυτές ημέρες του Χριστιανισμού στις μεγάλες πόλεις και ειδικά στην πρωτεύουσα, όπου κυριαρχεί ο θόρυβος από το εμπορικό αλισβερίσι. Σύμφωνα με μελέτες που ενδεχομένως αυτοπροσώπως έκανε σε διάφορες εκκλησίες, κατέληξε στο συμπέρασμα πως «ούτε στη συρροή του λαού στους ναούς κατά τις λειτουργίες διασώζεται το επιβλητικόν μεγαλείον της Μεγάλης Εβδομάδος…». Φυσικά δεν περιγράφει, και επομένως δεν γνωρίζομε, ποιο ήταν το «επιβλητικό μεγαλείο» που ατόνησε στις μέρες του, το οποίον νοσταλγεί και το οποίον χρόνο με τον χρόνο εκτυλίσσεται σε εκφυλισμό. Επειδή όμως εκείνος το γνωρίζει από πρώτο χέρι, προτείνει τη σύσταση μιας εταιρείας για την «Προστασία των ελληνικών ηθών, εθίμων και παραδόσεων, που συνδέονται με τη θρησκεία…». Βέβαια το έθιμο «συστάσεως συλλόγου» για οτιδήποτε, δεν χρειάζεται στην Ελλάδα ειδικής προστασίας, όμως η πρότασή του σίγουρα αντήχησε ευμενώς σε «ευήκοα ώτα» και πιθανόν να ήταν ο «πρώτος τον… θεμέλιον λίθον βαλέτω». Απολύτως δε βέβαιον τυγχάνει, πως πολλοί θα ήσαν εκείνοι που θα προσέρχονταν αυθορμήτως να συγκροτήσουν το προεδρείον της εταιρείας αυτής καθώς και οποιασδήποτε άλλης… Παράλληλα στιγματίζει ένα γεγονός που παρά τον αιώνα που πέρασε από τότε, δυστυχώς εξακολουθεί να τηρείται. Είναι η έλλειψη κατανύξεως κατά την περιφορά του Επιταφίου. Και γράφει: «Δεν συντελεί εις το μεγαλείον των ημερών το θέαμα του κόσμου περιφερόμενου προς αποκριάτικην μόνον διασκέδασιν και το θέαμα όλων των καταστημάτων ανοικτών με χιλιάδας κόσμου καταγινομένου εις τας συνήθεις εργασίας του…». Αν έλθωμεν εις τα καθ’ ημάς τωρινά, όσοι συνέπεσε να παρακολουθήσουν τους Επιταφίους των εκκλησιών της Πλάκας, δυσανασχέτησαν πρώτον με τα σταθμευμένα ΙΧ πάνω στα πεζοδρόμια και τους δρόμους από όπου γίνεται η περιφορά, ταυτόχρονα δε εξοργίστηκαν με τις «χιλιοτραγουδισμένες» πλακιώτικες ταβέρνες που χωρίς κανέναν σεβασμό λειτουργούν κανονικά την ώρα εκείνη. Και οι πελάτες τους δεν έχουν το φιλότιμο να διακόψουν τη «μάσα τους», ενώ περνά δίπλα από τα κεφάλια τους το κουβούκλιο του Επιταφίου και όλη η πομπή, την οποία θεωρούν μια ενοχλητική ατραξιόν. Αλλ’ ας επανέλθουμε στο 1909. Κάπου εκεί στη γωνία των οδών Αιόλου και Σοφοκλέους υπήρχε ένα ετοιμόρροπο κτίσμα που ήταν έτοιμο να σωριασθεί στα κεφάλια των διερχομένων. Έγραφαν φυσικά οι εφημερίδες πύρινα σχόλια εφιστώντας τη προσοχή των αρμοδίων για τους υπάρχοντες κίνδυνους.
Αλλ’ αντίθετα με ό,τι οι κακόβουλοι πίστευαν, οι υπηρεσίες δεν αδιαφορούσαν, απλώς ακολουθούσαν τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Πρώτον, έπρεπε να ανταλλαγούν διάφορα έγγραφα, να υπογραφούν και να πρωτοκολληθούν. Έπρεπε επίσης να βρεθεί μειοδότης εργολάβος ο οποίος θα ανεύρισκε μειοδότες εργάτες που θα αναλάμβαναν το έργο της κατεδαφίσεως σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε «ο μηχανικός της πόλεως» και ετέθη η μεγάλη του κράτους σφραγίς στο πρωτόκολλο κατεδαφίσεως του Νομομηχανικού. Όλες αυτές οι κουραστικές και ψυχοφθόρες εργασίες έπρεπε να εκτελεστούν τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, διότι περισσότερος κίνδυνος επικρέματο επί της κεφαλής των υπαλλήλων για πρόστιμο «επί παραβάσει» της αργίας, παρά από το… λικνιζόμενο ερείπιο.
Πάντοτε στη χώρα μας υπάρχει ο «από μηχανής Θεός» που επεμβαίνει συνήθως στο παραένα και σώζει καταστάσεις. Έτσι όσα δεν κατόρθωσαν οι παραινέσεις των εφημερίδων ούτε οι κώδωνες κινδύνου που έκρουαν δαιμονιωδώς οι Κασσάνδρες, επέτυχε το «πυρ» με μια πολύ πετυχημένη πυρκαγιά που απόλαυσαν οι περίοικοι. Κατά πάσα πιθανότητα τα οχήματα της Πυροσβεστικής που έσπευσαν ήσαν… ιππήλατα! Αλλά η πονεμένη ιστορία δεν τελείωσε εδώ. Όπως μας πληροφορεί άλλη στήλη της εφημερίδος, για να κατεδαφιστεί με ασφάλεια το πυρόπληκτο κτίριο, έπρεπε πρώτα να… υποστυλωθεί. Ανατρέχοντας κατόπιν στη στήλη αλληλογραφίας, υπάρχει επιστολή αναγνώστριας που αναφέρεται σ’ ένα δημοτικό τραγούδι όμορης χώρας, γεμάτο ευαισθησία, ρομαντισμό και έξαρση αγάπης. Θέμα του έχει μια πυρκαγιά σε κάποιο σπίτι όπου κατοικούν ένα αντρόγυνο με τα παιδιά τους, και τη μητέρα του συζύγου, η οποία μπροστά στο κίνδυνο να καούνε όλοι ζωντανοί, προτρέπει με στοργή τον γιόκα της:
«Σύρε και βγάλε τ’ άλογο με τη χρυσή τη σέλα / γιατί ένα τέτοιο άλογο δύσκολα θε να το ‘βρεις / Και η γυναίκα αν καεί μαζί με τα παιδιά σου / σου δίνω ευμορφότερη άλλα παιδιά να κάνεις… / Τα άλογα είναι ακριβά πώς ν’ αγοράσεις άλλο; /… Εχύθηκε μες στη φωτιά και βγάνει τ’ άλογο του!» Η επιστολογράφος παρέλειψε να μας πληροφορήσει εάν η μήτηρ ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Εταιρείας Προστασίας των Ζώων. Υπάρχει όμως μια άλλη είδηση για τον άνεμο ελευθερίας που έπνεε ανέκαθεν στην Τουρκία. Το τουρκικό Σύνταγμα λοιπόν, καθιέρωσε τότε την ελευθερία του Τύπου. Ένας αιθεροβάμων δημοσιογράφος, ο Χασάν Φεχμί, αφού μελέτησε εμβριθώς όλα τα άρθρα, «επήρε τοις μετρητοίς» τις διατάξεις του και έγραψε το άρθρο του ελεύθερα χωρίς φραστικές αναστολές. Η «Εστία», μάλλον για να συμπληρώσει τη στήλη, προσθέτει πως «κατόπιν ο Χασάν… δολοφονήθηκε.» Τι το περίεργο βρήκε παρουσιάζοντάς το σαν είδηση; Ο Γιάννης Μαρής έλεγε πως δεν αποτελεί είδηση αν σκύλος δαγκώσει άνθρωπο…