Το τέλος των ψευδαισθήσεων
Η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μεγαλόνησο, συνέβαλε, όπως είναι φυσικό, στην αναζωογόνηση του φρονήματος των Κυπρίων, αλλά και της ελπίδας για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης, διαδήλωσε περιφερειακά και διεθνώς την αποφασιστικότητα της Αθήνας να στηρίζει την Κύπρο μέχρι τέλους και, το σημαντικότερο, κατέδειξε τη βούληση των ηγεσιών Αθηνών και Λευκωσίας να ασκήσουν τις ανάλογες και κρίσιμες πολιτικές πιέσεις προς την Άγκυρα, ώστε να την υποχρεώσουν σε βήματα που θα την οδηγήσουν σε έναν βιώσιμο συμβιβασμό.
Η επίσκεψη έλαβε χώρα την επομένη της εκλογής Έρογλου, ο οποίος φρόντισε να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις που εμφιλοχωρούν σ’ ένα κομμάτι της ελληνικής ελίτ, δηλώνοντας ή ομολογώντας πως η Άγκυρα δεν επιθυμεί ομοσπονδιακό σύστημα δικοινοτικού – διζωνικού επιπέδου, αλλά συνομοσπονδιακό.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η εκλογή Έρογλου εντάσσεται σε μια διαφοροποιημένη τακτική της στρατηγικής της Άγκυρας στην Κύπρο, η οποία ούτως ή άλλως ελέγχει απολύτως στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά την κατεχόμενη Κύπρο και την πολιτική της ζωή, έτσι ώστε η εκλογή Έρογλου, η οποία έγινε κυρίως από τους ελεγχόμενους από την Άγκυρα εποίκους, να διαμορφώσει μια ενισχυμένη διαπραγματευτικά θέση της Άγκυρας προς τη λύση του Κυπριακού.
Η θέση αυτή εντάσσεται και στην αντίληψη που επικρατεί στην τουρκική ηγεσία, πως το τελευταίο διάστημα, μετά την επίσκεψη Ομπάμα στην Τουρκία, η Άγκυρα παίζει έναν σημαντικότερο και πλέον αναβαθμισμένο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ λεκάνης της Μεσογείου, της κεντρικής Ασίας και της Υπερκαυκασίας.
Οι ΗΠΑ προδήλως αποδίδουν πλέον ιδιαίτερη σημασία στο τουρκικό χαρτί, ιδιαίτερα στον άξονα Πακιστάν – Αφγανιστάν – Ιράν.
Έτσι εξηγείται εξάλλου και η ποσοτικά και ποιοτικά αναβαθμισμένη αεροπορική προκλητικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο.
Τα ανωτέρω σημαίνουν πως ενώ θα παραμείνει διαπραγματευτής ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στο Κυπριακό, είναι σαφές πως θα υπάρξει μια τακτικού επιπέδου σκλήρυνση των θέσεων της Άγκυρας σε διάφορες πτυχές, προκειμένου να κερδίσουν έτι περαιτέρω πλεονεκτήματα.
Και φυσικά υπάρχει και ο κίνδυνος να ενταθούν οι πιέσεις προς την ελληνική πλευρά από την Ευρώπη και τη Δύση, προκειμένου να ευνοηθεί και να διευκολυνθεί ο εκλεκτός της Δύσης στην Κύπρο Ταλάτ.
Εμείς πρέπει να θέσουμε τις κόκκινες γραμμές μας έναντι πάντων, ότι δηλαδή, όπως τόνισε κι ο έλληνας πρωθυπουργός, ομοσπονδία δεν σημαίνει φυλετικό και εθνικό διαχωρισμό, δεν σημαίνει δύο ανεξάρτητα κράτη και δεν σημαίνει δύο λαούς· στην Κύπρο μιλούμε για κοινότητες.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να επιτύχουμε λύση πολιτικής αυτονομίας των μερών, έστω και γεωγραφικού επιπέδου, με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση που να εκπροσωπεί το σύνολο του λαού και εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών για όλους τους πολίτες. Αυτό επιτάσσει ο ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός και η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ.
Αυτό αποτελεί και την αναγκαία προϋπόθεση βιωσιμότητας της Κύπρου, όχι μόνο ως κρατικής οντότητας αλλά και ως κοινωνίας και πολιτισμού.
Παράλληλα, η Άγκυρα πρέπει να αρχίσει να παίρνει κόστος για την έκδηλη και προκλητική διεθνή παρανομία που εδώ και 35 χρόνια ασκεί επί της Κύπρου, οντότητας που σήμερα αποτελεί ευρωπαϊκό έδαφος.
Το παράδειγμα των Αρμενίων είναι ζωντανό και πρόδηλο: Το παγκόσμιο κίνημα των Αρμενίων διέσυρε την Τουρκία ως γενοκτόνο, προκαλώντας διαρκώς κόστος στην Άγκυρα, έτσι ώστε υποχρεώθηκε να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις, σ’ ένα πλαίσιο ισοδυνάμων μερών.
Εμείς, αντιθέτως, φροντίσαμε να αποστιγματίζουμε την Τουρκία από το διαρκές έγκλημα εισβολής και κατοχής, καθιστώντας την ολοένα και περισσότερο θρασεία και προκλητική.