Το Δικαστικό Συμβούλιο παραπέμπει και όχι η Βουλή

Από τα τηλεοπτικά κανάλια καθημερινώς γίνεται πολύς λόγος για την περίπτωση Παυλίδη και διατυπώνονται διάφορα, κείμενα έξω από τα σχετικά νομικά κείμενα, με στόχο προφανώς τον εντυπωσιασμό των ακροατών.

Κατ’ αρχήν πρέπει να παρατηρηθεί ότι για τη συγκρότηση της κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος Επιτροπής, που προβαίνει σε διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος υπουργού, απαιτείται σχετική απόφαση της Βουλής με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η απόφαση αυτή προκαλείται μετά προηγούμενη έγγραφη αίτηση τριάντα τουλάχιστον βουλευτών, άλλως είναι απαράδεκτη (άρθρο 5 παρ. i του ισχύοντος νόμου 3126/2003 περί «Ποινικής Ευθύνης των Υπουργών»).

Η συνιστώμενη επιτροπή έχει, κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα, με έναν όμως σημαντικότατο περιορισμό. Συγκεκριμένα, ενώ ο εισαγγελέας μπορεί να ερευνήσει οτιδήποτε και να ασκήσει ακολούθως ποινική δίωξη για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, για την οποία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, η επιτροπή συγκροτείται ad hoc και περιορίζεται κατά την έρευνά της από την πρόταση των τριάντα βουλευτών και την απόφαση της Βουλής που τη συγκρότησε ως «ειδική» κοινοβουλευτική επιτροπή. Διεύρυνση του αντικειμένου της έρευνάς της θα ήταν αντίθετη προς τη δοθείσα σ’ αυτήν εντολή και το Σύνταγμα, αλλά και τον σχετικό ειδικό νόμο.

Μετά την περάτωση της έρευνας της επιτροπής και βάσει του συντασσόμενου από αυτήν πορίσματος, η Βουλή αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης με την απόλυτη, και πάλι, πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο υπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο, δηλαδή στο ακροατήριό του, όπως πομπωδώς διατυμπανίζεται στα τηλεοπτικά κανάλια. Για την παραπομπή ή μη στο ακροατήριο αποφαίνεται Ειδικό Δικαστικό Συμβούλιο. Υπό το κράτος παλαιότερων νόμων, πράγματι η Βουλή αποφάσιζε και για την παραπομπή.

Εν όψει των διατάξεων που ισχύουν σήμερα, τα μέλη της επιτροπής, κατά τη σύνταξη του πορίσματος, και η Βουλή, προκειμένου να αποφασίσει την ποινική δίωξη υπουργού, πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Τούτο διότι ακολούθως, σε περίπτωση που το Δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί, με το συντασσόμενο από αυτό βούλευμα, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του υπουργού διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή ότι αυτές δεν είναι σοβαρές ή ότι τα γεγονότα δεν συγκρατούν αξιόποινη πράξη, θα μένουν έκθετες η επιτροπή και η Βουλή, αφήνοντας την εντύπωση ότι, τουλάχιστον χωρίς σοβαρό λόγο, ενέπλεξαν έναν υπουργό σε δικαστική περιπέτεια. Βέβαια θα μπορούσε ν’ αντιταχθεί ότι το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και για τον εισαγγελέα που ασκεί ποινική δίωξη και ακολούθως ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται με βούλευμα. Η περίπτωση αυτή δεν είναι όμοια, παρότι και για τον εισαγγελέα που «κατά σύστημα» ασκεί αβάσιμες ποινικές διώξεις, υπάρχουν δυσμενείς επαγγελματικές συνέπειες. Ο κατηγορούμενος υπουργός δεν είναι ο συνήθης κατηγορούμενος, γι’ αυτό και υπόκειται σε ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση. Στόχος της μεταχείρισης αυτής είναι η με άκρα φειδώ άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργού, για να μην ποινικοποιείται η πολιτική ζωή της χώρας. Η μη παραπομπή στο ακροατήριο κατηγορηθέντος υπουργού θα δημιουργήσει, ενδεχομένως, πολιτικές ευθύνες για όσους αποφάσισαν την ποινική δίωξή του.


Σχολιάστε εδώ