ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ: ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΜΑΚΡΑΣ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος έδωσε στη δημοσιότητα την καθιερωμένη ετήσια έκθεσή του για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία κατά την προηγούμενη χρονιά (2008) και τις προβλέψεις του για το 2009.

Μέσα στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα περιθώρια αισιοδοξίας είναι επόμενο να είναι μηδαμινά, καθώς η ελληνική οικονομία από τη φετινή χρονιά

θα βρεθεί στο κέντρο της κρίσης και θα αρχίσει να αισθάνεται τους ισχυρούς κραδασμούς της και στην πραγματική οικονομία.

Πολλοί, άλλοτε ισχυροί, κλάδοι της οικονομίας μας θα γνωρίσουν φέτος την καταιγίδα των αρνητικών επιπτώσεων, όπως για παράδειγμα ο τουρισμός, η ελληνική ναυτιλία, ο κλάδος της βιομηχανίας που παρουσιάζει μείωση παραγωγής σχεδόν από το δεύτερο τρίμηνο του 2008, η εξαγωγική δραστηριότητα, η οικοδομική και πολλοί άλλοι κλάδοι.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τον διοικητή της ΤτΕ στο μελαγχολικό συμπέρασμα ότι το 2009 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι μηδενικός, όπως άλλωστε προβλέπει και η Κομισιόν. Προσωπικά φρονούμε ότι οι προβλέψεις αυτές είναι υπερβολικά απαισιόδοξες.

Ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να μη φτάσει στο 1%-1,1% όπως προβλέπει το υπουργείο Οικονομίας (και αυτή ήταν και η δική μας εκτίμηση στο τέλος του 2008, όπως θα θυμούνται οι φίλοι αναγνώστες μας), όμως φρονούμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι στο 0,5%. Για τη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας μεγάλη είναι η ευθύνη της πολιτικής της κυβέρνησης και των ελληνικών τραπεζών, που άφησαν αβοήθητη την πραγματική οικονομία στις «δαγκάνες» της οικονομικής κρίσης, ενώ ήταν αναμενόμενο ότι η κρίση σε δεύτερο στάδιο θα έπληττε και την πραγματική οικονομία.

Ο διοικητής της ΤτΕ εκτιμά ότι υπάρχει ο κίνδυνος η οικονομία μας να βρεθεί σύντομα σε μακρά περίοδο στασιμότητας υπό την απειλή: α) Του δίδυμου χρέους, δηλαδή του δημοσιονομικού και του εξωτερικού, β) του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, γ) της μείωσης των εξαγωγών, που οφείλεται στην κάμψη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ας δούμε λοιπόν την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα τα μακροοικονομικά αυτά στοιχεία που αποτελούν εν δυνάμει απειλές για την οικονομία μας και είναι προάγγελοι μακράς περιόδου στασιμότητας:

α) Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου: Το δημόσιο χρέος παρουσιάζει μια συνεχή αυξητική τάση ως αριθμητικό μέγεθος. Με την αλχημεία της σύνδεσής του με το ΑΕΠ εμφανίζεται κάθε χρόνο να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, ακριβώς λόγω της αύξησης του ΑΕΠ και της αναθεώρησής του. Σαν αριθμητικό μέγεθος όμως καλπάζει, με ρυθμό αύξησης 12 δισ. ευρώ ετησίως. Ως το τέλος του 2003 είχε φτάσει στα 167 δισ. ευρώ και στο τέλος του 2008 ανέβηκε στα 230 δισ. ευρώ, δηλαδή μέσα στην πενταετία 2004-2008 το χρέος του Δημοσίου αυξήθηκε κατά 63 δισ. ευρώ, που σημαίνει μέση ετήσια αύξηση 12,6 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό που υπερκαλύπτει τα ελλείμματα που εμφάνιζε ο προϋπολογισμός κάθε χρονιά, κάλυπτε τα πανωτόκια, τις προμήθειες των τραπεζών που μεσολαβούσαν, τις αμοιβές των ξένων και ντόπιων συμβούλων και τις λοιπές δαπάνες εξυπηρέτησης των δανείων. Για φέτος υπολογίζεται πολύ συντηρητικά ότι οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου θα φτάσουν και ίσως υπερβούν τα 50 δισ. ευρώ και το ίδιο προβλέπεται και για το 2010. Με τον δανεισμό αυτόν θα ξοφληθούν τα ληξιπρόθεσμα χρεολύσια, αλλά ο καθαρός δανεισμός του Δημοσίου τη διετία 2009-2010 θα υπερβεί σημαντικά τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του χρέους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού είναι υψηλότερα από εκείνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση. Αλλά και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους και οι αμοιβές αυτών που συμβάλλουν στη σύναψη νέων δανείων θα πρέπει να είναι υπερβολικές και ίσως εκβιαστικές. Κάποια έρευνα θα ήταν χρήσιμη για τις δαπάνες αυτές.

β) Το ιδιωτικό χρέος προς το εξωτερικό (εξωτερικό χρέος): Παράλληλη ξέφρενη πορεία προς τα πάνω ακολουθεί και το χρέος των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων προς διαφόρους πιστωτές του εξωτερικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ στο τέλος του 2003 το χρέος αυτό έφτανε στα 162 δισ. ευρώ και στο τέλος του προηγούμενου έτους σκαρφάλωσε στα 362,6 δισ. ευρώ, δηλαδή υπερέβη κατά πολύ το δημόσιο χρέος. Έτσι συνολικά η ελληνική οικονομία (δημόσιος και ιδιωτικός τομέας) στο τέλος του 2008 χρώσταγε σε ξένους πιστωτές συνολικά 592,6 δισ. ευρώ (230 δισ. ευρώ το Δημόσιο + 362,6 δισ. ευρώ ο ιδιωτικός τομέας). Το δίδυμο αυτό χρέος υπερβαίνει το 250% του ΑΕΠ! Να γιατί μειώθηκε ο βαθμός της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας. Το υψηλό έλλειμμα που παρουσιάζει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί βασική αιτία της αύξησης του ιδιωτικού χρέους και όπως διαπιστώνει η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ αντανακλά την κάμψη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το έλλειμμα αυτό αυξάνεται συνεχώς και από 13,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2003 έφτασε στο 14,4% το τέλος του 2008. Η ΤτΕ εκτιμά ότι το έλλειμμα θα υποχωρήσει φέτος στο 12,5%-13% του ΑΕΠ, καθώς προβλέπει ότι, συνεπεία της οικονομικής κρίσης και της μείωσης της ζήτησης, οι εισαγωγές θα μειωθούν περίπου κατά 30%, δηλαδή με ρυθμό διπλάσιο από αυτόν της μείωσης των εξαγωγών. Αυτό υποδηλώνει ότι η παραγωγική μας μηχανή δεν κατάφερε να δημιουργήσει προϊόντα και υπηρεσίες για υποκατάσταση των εισαγωγών. Με το δεδομένο αυτό, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα αρχίσει να διευρύνεται και πάλι όταν περάσει η τωρινή κρίση, τροφοδοτώντας το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος.

Γ) Η μείωση των ελληνικών εξαγωγών: Από όλους τους παράγοντες που ασχολούνται με την οικονομία και τις εξελίξεις της γίνεται δεκτό ότι οι εξαγωγές αποτελούν βασικό αναπτυξιακό εργαλείο. Είναι χωρίς αμφιβολία η ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Οι ελληνικές εξαγωγές στη δεκαετία του ’60 και του ’70 κάλυπταν περίπου το 55%-60% των εισαγωγών, στη δεκαετία του ’80 (την πρώτη δεκαετία από την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ) το ποσοστό κάλυψης μειώθηκε στο 40%-45% και μέσα από μια συνεχή φθίνουσα πορεία στη σχέση εισαγωγών – εξαγωγών φτάσαμε τώρα μετά βίας οι εξαγωγές να καλύπτουν το 25%-30% των εισαγωγών μας. Η ένταξη της χώρας μας προκάλεσε εκρηκτική αύξηση των διεθνών της συναλλαγών, όμως ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών είχε την ταχύτητα λαγού, ενώ οι εξαγωγές ταχύτητα χελώνας! Η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ προβλέπει για το 2009 μείωση των εξαγωγών μας σε ποσοστό 13,8% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, λόγω της κρίσης και της συρρίκνωσης των διεθνών συναλλαγών. Στον τομέα των εξαγωγών η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ δεν μας ωφέλησε.

Σε αυτό βέβαια δεν φταίει η ΕΕ. Φταίει η ελλιπής προπαρασκευή της οικονομίας μας κατά την προενταξιακή περίοδο, η μη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων και η αποτυχία των κυβερνήσεών μας να επιτύχουν τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής μας μηχανής και την εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας στους κλάδους και στις δραστηριότητες που παρουσιάζει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Οι κοινοτικές εισροές πόρων εξανεμίστηκαν και θυσιάστηκαν στον βωμό μιας προσωρινής και επιφανειακής ευημερίας. Με αθωράκιστη οικονομία γίναμε μέλη μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης με υπέρτερες οικονομίες. Και τώρα ήρθε η ώρα, με το πρώτο φύσημα του αέρα, η ελληνική οικονομία να πληρώσει ακριβά τα λάθη και τις επιπολαιότητες της ανεύθυνης πολιτικής που άσκησαν οι κυβερνήσεις μας από το 1974 και μέχρι σήμερα, με μικρά φωτεινά διαλείμματα.

Ο υψηλός δανεισμός της ελληνικής οικονομίας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), το υπερβολικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η υποχώρηση των εξαγωγών (μείωση βαθμού ανταγωνιστικότητας) συνιστούν πράγματι απειλές για την οικονομία μας. Όμως οι δυσμενείς εξελίξεις στους τομείς αυτούς είναι το αποτέλεσμα εσφαλμένων επιλογών της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που άσκησαν την εξουσία τα τελευταία 35 χρόνια. Η ξέφρενη αύξηση των κρατικών δαπανών, ο αδικαιολόγητος μεγαλοϊδεατισμός των ελληνικών τραπεζών και των βιομηχανικών-εμπορικών επιχειρήσεων, η υπερκατανάλωση και η προτίμηση προς τα εισαγόμενα προϊόντα είναι οι βασικοί παράγοντες που προκάλεσαν τις ανισορροπίες στον δημοσιονομικό τομέα και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η αδύναμη και παρωχημένης τεχνολογίας παραγωγική μας μηχανή επόμενο ήταν να παρουσιάζει χρόνο με τον χρόνο εξασθένηση του βαθμού αντοχής των ελληνικών επιχειρήσεων στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον και να υποχωρεί η εξωτερική ζήτηση για ελληνικά προϊόντα. Από καμιά κυβέρνηση δεν υπήρξε ποτέ μια ολοκληρωμένη πολιτική προώθησης των εξαγωγών. Ο Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) είχε (και έχει) υποτονική δραστηριότητα, γιατί το κράτος τον παραμελούσε.

Η τραπεζική χρηματοδότηση-δανειοδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων ήταν και εξακολουθεί να είναι αναιμική. Με όλα αυτά φτάσαμε σε μια υπερχρεωμένη οικονομία. Στηρίξαμε την ευημερία στον υπερδανεισμό. Παρουσιάσαμε δυστυχώς μια ψευδεπίγραφη ανάπτυξη χωρίς υγιείς βάσεις, με δανεισμό, με κοινοτικές εισροές χρηματικών πόρων και με εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Η ανισόρροπη οικονομική πολιτική έφερε τις τωρινές ανισορροπίες. Να γιατί κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας, όπως σωστά προειδοποιεί ο διοικητής της ΤτΕ κ. Προβόπουλος.Ο ι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τον διοικητή της ΤτΕ στο μελαγχολικό συμπέρασμα ότι το 2009 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι μηδενικός, όπως άλλωστε προβλέπει και η Κομισιόν. Προσωπικά φρονούμε ότι οι προβλέψεις αυτές είναι υπερβολικά απαισιόδοξες.

Ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να μη φτάσει στο 1%-1,1% όπως προβλέπει το υπουργείο Οικονομίας (και αυτή ήταν και η δική μας εκτίμηση στο τέλος του 2008, όπως θα θυμούνται οι φίλοι αναγνώστες μας), όμως φρονούμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι στο 0,5%. Για τη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας μεγάλη είναι η ευθύνη της πολιτικής της κυβέρνησης και των ελληνικών τραπεζών, που άφησαν αβοήθητη την πραγματική οικονομία στις «δαγκάνες» της οικονομικής κρίσης, ενώ ήταν αναμενόμενο ότι η κρίση σε δεύτερο στάδιο θα έπληττε και την πραγματική οικονομία.

Ο διοικητής της ΤτΕ εκτιμά ότι υπάρχει ο κίνδυνος η οικονομία μας να βρεθεί σύντομα σε μακρά περίοδο στασιμότητας υπό την απειλή: α) Του δίδυμου χρέους, δηλαδή του δημοσιονομικού και του εξωτερικού, β) του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, γ) της μείωσης των εξαγωγών, που οφείλεται στην κάμψη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ας δούμε λοιπόν την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα τα μακροοικονομικά αυτά στοιχεία που αποτελούν εν δυνάμει απειλές για την οικονομία μας και είναι προάγγελοι μακράς περιόδου στασιμότητας:

α) Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου: Το δημόσιο χρέος παρουσιάζει μια συνεχή αυξητική τάση ως αριθμητικό μέγεθος. Με την αλχημεία της σύνδεσής του με το ΑΕΠ εμφανίζεται κάθε χρόνο να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, ακριβώς λόγω της αύξησης του ΑΕΠ και της αναθεώρησής του. Σαν αριθμητικό μέγεθος όμως καλπάζει, με ρυθμό αύξησης 12 δισ. ευρώ ετησίως. Ως το τέλος του 2003 είχε φτάσει στα 167 δισ. ευρώ και στο τέλος του 2008 ανέβηκε στα 230 δισ. ευρώ, δηλαδή μέσα στην πενταετία 2004-2008 το χρέος του Δημοσίου αυξήθηκε κατά 63 δισ. ευρώ, που σημαίνει μέση ετήσια αύξηση 12,6 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό που υπερκαλύπτει τα ελλείμματα που εμφάνιζε ο προϋπολογισμός κάθε χρονιά, κάλυπτε τα πανωτόκια, τις προμήθειες των τραπεζών που μεσολαβούσαν, τις αμοιβές των ξένων και ντόπιων συμβούλων και τις λοιπές δαπάνες εξυπηρέτησης των δανείων. Για φέτος υπολογίζεται πολύ συντηρητικά ότι οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου θα φτάσουν και ίσως υπερβούν τα 50 δισ. ευρώ και το ίδιο προβλέπεται και για το 2010. Με τον δανεισμό αυτόν θα ξοφληθούν τα ληξιπρόθεσμα χρεολύσια, αλλά ο καθαρός δανεισμός του Δημοσίου τη διετία 2009-2010 θα υπερβεί σημαντικά τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του χρέους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού είναι υψηλότερα από εκείνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση. Αλλά και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους και οι αμοιβές αυτών που συμβάλλουν στη σύναψη νέων δανείων θα πρέπει να είναι υπερβολικές και ίσως εκβιαστικές. Κάποια έρευνα θα ήταν χρήσιμη για τις δαπάνες αυτές.

β) Το ιδιωτικό χρέος προς το εξωτερικό (εξωτερικό χρέος): Παράλληλη ξέφρενη πορεία προς τα πάνω ακολουθεί και το χρέος των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων προς διαφόρους πιστωτές του εξωτερικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ στο τέλος του 2003 το χρέος αυτό έφτανε στα 162 δισ. ευρώ και στο τέλος του προηγούμενου έτους σκαρφάλωσε στα 362,6 δισ. ευρώ, δηλαδή υπερέβη κατά πολύ το δημόσιο χρέος. Έτσι συνολικά η ελληνική οικονομία (δημόσιος και ιδιωτικός τομέας) στο τέλος του 2008 χρώσταγε σε ξένους πιστωτές συνολικά 592,6 δισ. ευρώ (230 δισ. ευρώ το Δημόσιο + 362,6 δισ. ευρώ ο ιδιωτικός τομέας). Το δίδυμο αυτό χρέος υπερβαίνει το 250% του ΑΕΠ! Να γιατί μειώθηκε ο βαθμός της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας. Το υψηλό έλλειμμα που παρουσιάζει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί βασική αιτία της αύξησης του ιδιωτικού χρέους και όπως διαπιστώνει η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ αντανακλά την κάμψη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το έλλειμμα αυτό αυξάνεται συνεχώς και από 13,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2003 έφτασε στο 14,4% το τέλος του 2008. Η ΤτΕ εκτιμά ότι το έλλειμμα θα υποχωρήσει φέτος στο 12,5%-13% του ΑΕΠ, καθώς προβλέπει ότι, συνεπεία της οικονομικής κρίσης και της μείωσης της ζήτησης, οι εισαγωγές θα μειωθούν περίπου κατά 30%, δηλαδή με ρυθμό διπλάσιο από αυτόν της μείωσης των εξαγωγών. Αυτό υποδηλώνει ότι η παραγωγική μας μηχανή δεν κατάφερε να δημιουργήσει προϊόντα και υπηρεσίες για υποκατάσταση των εισαγωγών. Με το δεδομένο αυτό, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα αρχίσει να διευρύνεται και πάλι όταν περάσει η τωρινή κρίση, τροφοδοτώντας το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος.

Γ) Η μείωση των ελληνικών εξαγωγών: Από όλους τους παράγοντες που ασχολούνται με την οικονομία και τις εξελίξεις της γίνεται δεκτό ότι οι εξαγωγές αποτελούν βασικό αναπτυξιακό εργαλείο. Είναι χωρίς αμφιβολία η ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Οι ελληνικές εξαγωγές στη δεκαετία του ’60 και του ’70 κάλυπταν περίπου το 55%-60% των εισαγωγών, στη δεκαετία του ’80 (την πρώτη δεκαετία από την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ) το ποσοστό κάλυψης μειώθηκε στο 40%-45% και μέσα από μια συνεχή φθίνουσα πορεία στη σχέση εισαγωγών – εξαγωγών φτάσαμε τώρα μετά βίας οι εξαγωγές να καλύπτουν το 25%-30% των εισαγωγών μας. Η ένταξη της χώρας μας προκάλεσε εκρηκτική αύξηση των διεθνών της συναλλαγών, όμως ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών είχε την ταχύτητα λαγού, ενώ οι εξαγωγές ταχύτητα χελώνας! Η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ προβλέπει για το 2009 μείωση των εξαγωγών μας σε ποσοστό 13,8% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, λόγω της κρίσης και της συρρίκνωσης των διεθνών συναλλαγών. Στον τομέα των εξαγωγών η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ δεν μας ωφέλησε.

Σε αυτό βέβαια δεν φταίει η ΕΕ. Φταίει η ελλιπής προπαρασκευή της οικονομίας μας κατά την προενταξιακή περίοδο, η μη αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων και η αποτυχία των κυβερνήσεών μας να επιτύχουν τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής μας μηχανής και την εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας στους κλάδους και στις δραστηριότητες που παρουσιάζει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Οι κοινοτικές εισροές πόρων εξανεμίστηκαν και θυσιάστηκαν στον βωμό μιας προσωρινής και επιφανειακής ευημερίας. Με αθωράκιστη οικονομία γίναμε μέλη μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης με υπέρτερες οικονομίες. Και τώρα ήρθε η ώρα, με το πρώτο φύσημα του αέρα, η ελληνική οικονομία να πληρώσει ακριβά τα λάθη και τις επιπολαιότητες της ανεύθυνης πολιτικής που άσκησαν οι κυβερνήσεις μας από το 1974 και μέχρι σήμερα, με μικρά φωτεινά διαλείμματα.

Ο υψηλός δανεισμός της ελληνικής οικονομίας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), το υπερβολικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η υποχώρηση των εξαγωγών (μείωση βαθμού ανταγωνιστικότητας) συνιστούν πράγματι απειλές για την οικονομία μας. Όμως οι δυσμενείς εξελίξεις στους τομείς αυτούς είναι το αποτέλεσμα εσφαλμένων επιλογών της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που άσκησαν την εξουσία τα τελευταία 35 χρόνια. Η ξέφρενη αύξηση των κρατικών δαπανών, ο αδικαιολόγητος μεγαλοϊδεατισμός των ελληνικών τραπεζών και των βιομηχανικών-εμπορικών επιχειρήσεων, η υπερκατανάλωση και η προτίμηση προς τα εισαγόμενα προϊόντα είναι οι βασικοί παράγοντες που προκάλεσαν τις ανισορροπίες στον δημοσιονομικό τομέα και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η αδύναμη και παρωχημένης τεχνολογίας παραγωγική μας μηχανή επόμενο ήταν να παρουσιάζει χρόνο με τον χρόνο εξασθένηση του βαθμού αντοχής των ελληνικών επιχειρήσεων στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον και να υποχωρεί η εξωτερική ζήτηση για ελληνικά προϊόντα. Από καμιά κυβέρνηση δεν υπήρξε ποτέ μια ολοκληρωμένη πολιτική προώθησης των εξαγωγών. Ο Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) είχε (και έχει) υποτονική δραστηριότητα, γιατί το κράτος τον παραμελούσε.

Η τραπεζική χρηματοδότηση-δανειοδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων ήταν και εξακολουθεί να είναι αναιμική. Με όλα αυτά φτάσαμε σε μια υπερχρεωμένη οικονομία. Στηρίξαμε την ευημερία στον υπερδανεισμό. Παρουσιάσαμε δυστυχώς μια ψευδεπίγραφη ανάπτυξη χωρίς υγιείς βάσεις, με δανεισμό, με κοινοτικές εισροές χρηματικών πόρων και με εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Η ανισόρροπη οικονομική πολιτική έφερε τις τωρινές ανισορροπίες. Να γιατί κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας, όπως σωστά προειδοποιεί ο διοικητής της ΤτΕ κ. Προβόπουλος.


Σχολιάστε εδώ