Οικονομική κρίση και «ιδιωτεύοντες» πολιτικοί

Η εντεινόμενη –και απροσδιόριστης διάρκειας και βάθους– οικονομική κρίση έχει ενεργοποιήσει, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, πολιτικούς και οικονομικούς θεσμικούς παράγοντες που αναζητούν κοινή στρατηγική σε δύο βασικές κατευθύνσεις: Η μία αποβλέπει στη στήριξη των υπό κατάρρευση χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών κολοσσών, ενώ η άλλη επικεντρώνεται στην ενίσχυση εξειδικευμένων τομέων της παραγωγής (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανίες) προς αποφυγή κατάρρευσης βασικών οικονομικών δομών που μπορούν να προκαλέσουν φαινόμενα μαζικής και εκτός ορίων ελέγχου ανεργίας.

Στη χώρα μας οι προτεραιότητες αυτές είναι μάλλον ανεστραμμένες. Οι τράπεζες δεν κινδύνευσαν στην πραγματικότητα, αλλά επωφελήθηκαν από την κρατική εγγύηση, χωρίς όμως να συμβάλλουν στη ρευστότητα λόγω κυρίως των υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων… Όσον αφορά στη βιομηχανική-παραγωγική μας δομή, αυτό δεν φαίνεται να διαδραματίζει πρωτεύουσα σημασία στην οικονομική μας ανάπτυξη, ενώ παράλληλα αποδεικνύεται ότι διαθέτει τόσο πολλά περιθώρια κέρδους ώστε να μη θίγεται ευθέως, τουλάχιστον μέχρι σήμερα…

Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο επώδυνη. Ο ιδιωτικός τομέας που αφορά το σύστημα των βιομηχανικών-παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έχει διαμορφώσει έναν δικό του, αυτόνομο, οικονομικοπαραγωγικό «χώρο» ώστε να προωθεί μια ανατροφοδοτούμενη πορεία ανάπτυξης. Ο δανεισμός, οι «διευκολύνσεις» αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για τις παραγωγικές, επενδυτικές δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα σε πολύ μεγάλο ποσοστό μάλιστα επί του συνόλου.

Το ιδιωτικό/βιομηχανικό κεφάλαιο εδώ και πολλές δεκαετίες ζει με δάνεια, εμφανίζει παθητικούς και ζημιογόνους ισολογισμούς, δεν καταβάλλει νόμιμους φόρους, όπως ο ΦΠΑ, ή παραπέμπει την καταβολή τους μέσω «άπειρου» αριθμού δόσεων στο απώτατο μέλλον…

Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι άνω των 15.000 επιχειρήσεων δεν «καταδέχθηκαν» καν να καταθέσουν φορολογική δήλωση…

Ο ιδιωτικός τομέας, και αναφερόμαστε στο «σχήμα» των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, έχει καταστήσει κεντρικό πολιτικοϊδεολογικό του μήνυμα τον

αντικρατισμό. Καταγγέλλει τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, τις παραγωγικές δραστηριότητες του κράτους στις –πάλαι ποτέ– δημόσιες επιχειρήσεις…

Έναν ρόλο όμως δεν θέλει να στερήσει από το κράτος: Τον ρόλο του δανειστή, που παρέχει μάλιστα δανεικά κι αγύριστα, που κλείνει τα μάτια στην προκλητική φοροδιαφυγή, που ανέχεται τη μη καταβολή των νόμιμων ασφαλιστικών εισφορών.

Οι εμπορίες αυτοκινήτων πρώτα διασφάλισαν την ελάφρυνση του κρατικού φόρου και ύστερα εδέησαν –μερικές εξ αυτών– να μειώσουν τις τιμές των αυτοκινήτων ώστε να αυξηθεί η ζήτηση… Ωσάν να μην ήταν λογικό να προηγηθεί –έτσι κι αλλιώς– η μείωση του κέρδους σε μια εποχή καθολικής κρίσης.

Με τη σειρά τους λοιπόν και άλλες παραγωγικές δραστηριότητες ζητούν την κρατική στήριξη.

Ο τουρισμός, οι ξενοδόχοι, ζητούν –και είναι λογικό αυτό– αύξηση της δανειακής ρευστότητας για τις όντως βιώσιμες επιχειρήσεις και εγγύηση κρατική του ρίσκου που αναλαμβάνουν σε περίοδο κρίσης. Όμως γιατί οι τιμές είναι απρόσιτες για τους Έλληνες, που κατάντησαν ξένοι στη χώρα τους, τις περιόδους των διακοπών;

Οι ενδεικτικά αναφερόμενες αυτές περιπτώσεις οδηγούν σ’ ένα συμπέρασμα: Ότι στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει ένα είδος ύστερου κρατικού καπιταλισμού, ο οποίος όχι μόνο δεν ασκεί κανέναν ουσιαστικό έλεγχο στους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά και λειτουργεί παράλληλα με τον ισχυρό τομέα της παραοικονομίας, της «μαύρης» οικονομίας, που αγγίζει το 45% του επίσημου τομέα…

Σ’ αυτό το πλέγμα οικονομικών δραστηριοτήτων και αλληλοδιαπλεκόμενων συμφερόντων κανένα μέτρο, καμιά παρέμβαση δεν μπορεί να οργανωθεί ορθολογικά και να επιφέρει αξιόλογα θετικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό και οι όποιες επιλογές και παρεμβάσεις γίνονται εμπειρικά, ad hoc, με τη «μέθοδο» του «βλέποντας και κάνοντας» και τελούν συνεχώς υπό την απειλή της αναθεώρησης.

Ο κρατικός καπιταλισμός όμως –έστω και στην ύστερή του μορφή– για να λειτουργήσει χρειάζεται μηχανισμούς αναπαραγωγής, κυριότερος των οποίων είναι τα φορολογικά έσοδα… Όμως στη χώρα μας η φοροδιαφυγή, ως εθνικό σπορ, φτάνει στο 50%. Όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο επιφανής επιστήμων των δημοσίων οικονομικών

O’Connor, «το κεφάλαιο αρνείται να καταβάλλει το κόστος αναπαραγωγής του».

Γι’ αυτό και στην Ελλάδα το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης «αναδιπλασιάζεται»: Το έλλειμμα εκτιμάται πλέον στο 5%, τα επιτόκια δανεισμού ανέβηκαν σε ύψη ρεκόρ… Όλα αυτά καθιστούν τις αναγκαίες παρεμβάσεις από δυσχερείς έως ανέφικτες.

Ο ύστερος κρατικός καπιταλισμός απαιτεί ταυτόχρονα και ισχυρή πολιτική εξουσία, δυνατότητα συγκλίσεων και κοινωνικών συναινέσεων, ιδιαίτερα σε περιόδους ανάγκης, όπου επαναξιολογούνται όλες οι προτεραιότητες…

Στη χώρα μας όμως τα κόμματα έχουν επιδοθεί σε μια διαδικασία αλληλοεξόντωσης μέσω σκανδάλων, ανακριτικών επιτροπών, καταγγελιών. Φαίνεται ότι γι’ αυτούς η οικονομική κρίση δεν αφορά την Ελλάδα. Κι αν η οικονομική κρίση μπορέσει στο επόμενο διάστημα να αντιμετωπιστεί ως έναν βαθμό, δεν φαίνεται με ποιον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί η κρίση των πολιτικών φορέων, με ποιον τρόπο ο κάθε πολίτης θα πάψει να ντρέπεται και να λυπάται για τις πράξεις ή την ανεπάρκεια των πολιτικών που τον εκπροσωπούν. Κι αυτή η αλλαγή μοιάζει με «θαύμα»…


Σχολιάστε εδώ