Με ρεαλισμό και όραμα
Καιρός είναι να γίνουμε ρεαλιστές και στο όνομα του ρεαλισμού να υπερβούμε τις κομματικές σκοπιμότητες. Η πρόσφατη δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου σε συνέντευξή του στον «Ελ. Τύπο» σύμφωνα με την οποία «καμία κυβέρνηση δεν μπορεί μόνη της να αντιμετωπίσει την κρίση» είναι μια ειλικρινής διαπίστωση, μια αντικειμενική προσέγγιση της πραγματικότητας. Η δήλωση αυτή «ενόχλησε» πολλούς και τάραξε τα νερά, προκαλώντας μεγάλους κυματισμούς σαν μια μεγάλη πέτρα στο νερό, γιατί έγινε από ένα πρωτοκλασάτο στέλεχος του Κινήματος. Αυτό το οποίο είπε ο Ευ. Βενιζέλος αποτελεί τη διαπίστωση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης και επίσης λέγεται και γράφεται από πολλούς «μικροκλασάτους» (εμείς π.χ. το έχουμε γράψει πριν από δύο περίπου χρόνια και δεν παύουμε να το επαναλαμβάνουμε). Όμως, αυτό που λέμε εμείς δεν ενοχλεί γιατί δεν προκαλεί τους ανάλογους κυματισμούς στο πολιτικό τέλμα, που θέλουν ορισμένοι να συντηρούν. Και όμως, θα το ξαναπούμε, ότι τα μείζονα, τα οξύτατα οικονομικά και εθνικά ζητήματα της χώρας, της Ελλάδας, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και επωφελώς για τον τόπο χωρίς την ευρύτερη κοινωνική συνοχή, χωρίς διακομματική πολιτική συναίνεση και χωρίς την αναγκαία εθνική συνεννόηση.
Ο πολιτικός ρεαλισμός επιβάλλει πολιτική κοινωνικής ισορροπίας μέσα από τη σμίκρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, επιβάλλει εθνική εξωτερική πολιτική με στόχο το αδιαπραγμάτευτο των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, πολιτική η οποία θα στηρίζεται στην εθνική ομοψυχία. Απαιτείται, επίσης, χάραξη εξωτερικής πολιτικής με νέα, διαφορετική εθνική στρατηγική, της οποίας η πρακτική εφαρμογή θα γίνεται με ευελιξία μέσα από ανάλογες προσαρμογές, που επιβάλλουν τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα ώστε να αναδειχθεί ο διεθνής ρόλος της Ελλάδας στον ευρύτερο εθνικό της περίγυρο (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, ΕΕ, Ευρασία κ.λπ.). Ουσιαστική παράμετρο αυτής της στρατηγικής αποτελεί η σταθερή προσέγγιση με τη Ρωσία. Εάν εγκαίρως η Ελλάδα δεν αναδιατάξει τον εθνικό της προσανατολισμό, αν δεν αναδείξει την εθνική της φυσιογνωμία με ιστορικούς και αξιακούς όρους, εάν δεν ανακτήσει την εθνική της αυτοπεποίθηση, την αυτοσυνειδησία της, αποβάλλοντας εθελόδουλα και ηττοπαθή σύνδρομα, τότε, γρήγορα, θα γίνει ένας μη ορατός διά γυμνού οφθαλμού δορυφορίσκος κινούμενος μεταξύ της αστερόεσσας και της ημισελήνου. Όμως, δεν είναι αυτή η μοίρα του Ελληνισμού.
Πρέπει, συνεπώς, η πολιτική μας ηγεσία να συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει μόνον οικονομική κρίση. Υπάρχει επίσης πολιτική και ηθική κρίση. Και ακολουθεί εθνική κρίση. Μπροστά, λοιπόν, σε αυτά τα οδυνηρά φαινόμενα απαιτείται συναίσθηση εθνικής ευθύνης.
Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ οδεύει προς την εξουσία. Τα υπάρχοντα προβλήματα, τα οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει, είναι πολυεπίπεδα και τεράστια. Και θα είναι ανυπέρβλητα εκείνα τα προβλήματα που θα ακολουθήσουν και για τα οποία αυτήν τη στιγμή είναι ανυποψίαστο. Όμως είναι υποχρεωμένο να επιτύχει. Όχι χάριν του εαυτού του, αλλά χάριν του λαού και του έθνους. Χάριν του πολιτικού συστήματος. Γιατί αν αποτύχει στη διακυβέρνηση και το έτερο σκέλος του δικομματισμού, τότε ο δικομματισμός με τη σημερινή του μορφή θα δοκιμαστεί δεινά ή θα προκύψουν «άλλες» δυνάμεις από το εποπτείον του συστήματος καθοδηγούμενες ή νέες δυνάμεις από τη δυναμική του λαού εκπορευόμενες για να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό.
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν πρέπει να επιτύχει. Οι οιωνοί, όμως, δεν είναι αισιόδοξοι. Η οριακή αυτοδυναμία είναι ζητούμενο και η μη αυτοδυναμία λίαν ενδεχόμενο. Θεωρώ πολιτικά αποτελεσματικότερη και εθνικά χρησιμότερη τη μη αυτοδυναμία από την οριακή αυτοδυναμία. Γιατί στην περίπτωση της μη αυτοδυναμίας ευελπιστώ ότι θα βρεθούν κυρίως στους δύο μεγάλους κομματικούς χώρους δυνάμεις, ρεαλιστικά και ορθολογικά σκεπτόμενες, να συμπήξουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ώστε να στηρίξει με την εμπιστοσύνη της μια κυβέρνηση εξόδου από την πολλαπλή κρίση. Στην περίπτωση της οριακής αυτοδυναμίας είναι λίαν πιθανό η κατάσταση να είναι δραματικά αδιέξοδη και εθνικά οδυνηρή, γιατί μια οριακή πλειοψηφία 151-152 βουλευτών θα την απαρτίζουν και μουσουλμάνοι βουλευτές και έτσι θα έχουμε πλειοψηφία Αγκύρας, η οποία θα υπαγορεύει την εξωτερική μας πολιτική. Έχει σκεφτεί άραγε η πολιτική μας ηγεσία αυτήν την ενδεχόμενη πολιτική εξέλιξη; Απαιτείται ρεαλισμός αλλά και όραμα.