ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΔΑXΤΥΛΟ!

Το ότι το θέατρο στη γενικότερή του έννοια, έκφραση και αποστολή, ακόμα και σαν «θεατρινισμός» ή σαν απομίμηση ή και σαν μέσο διατύπωσης θέσεων, προτάσεων και απόψεων, αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας, νομίζω ότι δεν χωράει καμιά αμφιβολία.

Βλέπουμε θέατρο, παίζουμε θέατρο, κάνουμε θέατρο και το βιώνουμε ακόμα και σε περιπτώσεις απρόβλεπτου παραλογισμού, όπως και σ’ αυτό καταφεύγουμε για εκτόνωση, για διαμαρτυρία, θα έλεγα και για αντίσταση αν η λέξη δεν είχε τόσο πολύ εμπορευματοποιηθεί, αλλά και για ανανέωση θέσεων και απόψεων και περισσότερο από όλα για αναψυχή, με τον τρόπο βέβαια που την επιλέγει ο καθένας, γιατί δεν αποτελεί μόνο η κωμική ή η σατιρική του έκφραση αναψυχή, αλλά και όλα τα είδη έκφρασης, θα έλεγα και τα τραγικά, αποτελούν τρόπο αναψυχής, δηλαδή ανάταση της ψυχής. Γι’ αυτό και η κακή του χρησιμοποίηση και ειδικότερα ο θεατρινισμός όχι μόνο ενοχλούν αλλά συχνά προκαλούν τη δικαιολογημένη δυσφορία και αγανάκτηση.

Αφορμή της κάπως διεξοδικής εισαγωγής η απολογητική εμφάνιση στην έδρα της Βουλής του βουλευτή και πρώην υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κ. Αριστοτέλη Παυλίδη, όταν φλύαρα και διεξοδικά προσπάθησε να μας πείσει για την αθωότητά του και τις άδικες κατηγορίες που τον βαρύνουν και που για όλα αυτά ούτε γνώση ούτε και άποψη έχω. Και δεν είναι αυτό που με ενόχλησε, ούτε και η κουραστική και πολύωρη «παράσταση» που μας έδωσε, γιατί, ας μη γελιόμαστε, τις περισσότερες φορές όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε στη «σκηνή» της Βουλής δεν είναι άλλο από μια καλοπαιγμένη ή κακοπαιγμένη παράσταση, ανάλογα με τις «θεατρικές» ικανότητες των ομιλητών, μη εξαιρουμένης ούτε και της κ. Παπαρήγα που συχνά μου θυμίζει τη διαφήμιση της μίμησης του Ξανθόπουλου όταν αναφέρεται στη «φουκαριάρα τη μάνα του»!

Ως θεατής λοιπόν που ήμουν στο «μονόλογο» του κ. Παυλίδη, έχω το δικαίωμα να πω τη γνώμη μου, όπως το κάνω και πάντα ενυπόγραφα, για ό,τι μου άρεσε ή δεν μου άρεσε. Και δεν είναι το περιεχόμενο της απολογητικής παράστασης του κ. Παυλίδη που με ενόχλησε όσο το απαράδεκτα κακοπαιγμένο κούνημα του δαχτύλου, συγκεκριμένα του δείκτη, για να δηλώσει στους 299 συναδέλφους του εκλεκτούς της Βουλής ότι «δεν παραιτείται».

Αυτό το απειλητικό, συγχρόνως και ειρωνικό και δεν ξέρω και τι άλλο, κούνημα του δαχτύλου του κ. Παυλίδη, ήταν ό,τι –«θεατρικά» πάντα– χειρότερο έχω δει στη ζωή μου. Και για να αντιληφθεί καλύτερα τι θέλω να πω, τον παραπέμπω σε άρθρο του Κώστα Γεωργουσόπουλου για τη «Γλώσσα του σώματος» και που αν δεν το έχει, μπορώ να του το στείλω, για το πόση μεγάλη σημασία έχει και μια ελάχιστη κίνηση του σώματος ενός ηθοποιού και παραπέμπει σε παραδείγματα, όπως του Μάνου Κατράκη στον «Ηλίθιο», την πλάτη του Αλέξη Μινωτή στην αποχώρηση του Οιδίποδα και μιλάμε βέβαια για κολοσσούς και όχι για την αδεξιότητα του βουλευτικού δείκτη του κ. Παυλίδη, που ακριβώς με τον τρόπο που το κουνούσε δημιουργούσε αμφιβολίες για την ειλικρίνειά του. Τέτοιο τρόπο «άρνησης» και απειλητικής κίνησης που δαχτύλου δεν θα τον χρησιμοποιούσε ούτε ατάλαντος μαθητής δραματικής σχολής με βεβαία την απόρριψή του. Και δεν εξετάζω, το ξαναλέω, αν είναι δίκαιες ή άδικες οι κατηγορίες, αν και τα βουλευτικά κατορθώματα μας έχουν πολλές φορές επιβεβαιώσει για την ορθότητα της γνωστής παροιμίας περί των σχέσεων «καπνού» και «φωτιάς». Περίπου σαν να έλεγε στους συναδέλφους του και πάντα εκλεκτούς Μαυρογυαλούρους της Βουλής «προσέξτε, καρντάσια, γιατί θα βγάλω και τα δικά σας τα άπλυτα στη φόρα και τότε, αντί για το ένα, θα δείτε και τα δέκα δάχτυλα ανοιχτά, να σας στολίζουν με παράσημα»!

Όπως με αφήνουν και παγερά αδιάφορο οι εξαπολυόμενες κατηγορίες του κ. Μανούση, για τον οποίο οι μόνες μου αγαθές αναμνήσεις είναι η μη καταβολή των πνευματικών δικαιωμάτων για έργα που έπαιζε τότε που ήταν το αφεντικό του Νιου Τσάνελ, έχοντας και την προστασία του τότε υπουργού κ. Κούβελα, ο οποίος επιβεβαιωμένα βαρύνεται και με το χαρακτηρισμό των ποιητών ως… «λαπάδων», και που όταν ήταν συν τοις άλλοις και «Μακεδονάρχης», μου είχε απαγορεύσει να γυρίσω μια σκηνή πολιτικού γάμου μέσα στο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, σε μια ταινία που γύριζα εκεί με τον Γιώργο Κιμούλη, διότι, όπως μου είπαν, ήταν αντίθετος με τον πολιτικό γάμο και ανάθεμα στη μνήμη μου που τίποτα δεν θέλει να ξεχνάει. Τον ήθελε με παπά και στεφάνι. Δυστυχώς όμως, το σενάριο διαφωνούσε. Και για να κλείσουμε την ιστορία με τα δαχτυλικά αποτυπώματα, απορώ πώς ένας τόσο κακός ερασιτεχνικός «θεατρινισμός» του ενός δαχτύλου του κ. Παυλίδη είχε με τα υπόλοιπα εννέα του δάχτυλα τις τύχες και τη ρότα μιας ολόκληρης Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία είναι χρεωμένη με τραγικά ναυάγια και δυο αυτοκτονίες, από τις οποίες η μία τελεσίδικη στην προ-παυλιδική εποχή και η πρόσφατη στο παραπέντε.

Τι άλλο να πω και να προσθέσω εκτός από μια συμβουλή στον κ. Παυλίδη, ή να αλλάξει τρόπο βουλευτικής «παράστασης» ή αν τελικά διασωθεί, να αλλάζει δάχτυλο!

42 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ…

Σαράντα δύο χρόνια από εκείνο το δυσάρεστο αλλά και αναμενόμενο απριλιάτικο πρωινό, όταν ο θόρυβος από τα μηχανοκίνητα περιχαράκωνε το Σύνταγμα -και την πλατεία και τα άρθρα του- για μια άγνωστη, εκείνη την ώρα, ζοφερή πραγματικότητα και με μια αδιάλλακτη φράση να συνοδεύει το κάθε μας βήμα «αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε»…

Ήταν οι «Έλληνες» και «Χριστιανοί» που έπαιρναν με το «έτσι θέλω και έτσι γουστάρω» το τιμόνι στα χέρια για να βάλουν σε θεογνωσία όλους τους άλλους που δεν είχαν ούτε ένα τόσο δα μυαλό για να είναι κι αυτοί και χριστιανοί και Ελληναράδες.

Και πότε; Σ’ εκείνη την κρίσιμη και ευλογημένη δεκαετία του ’60, που παρ’ όλες τις πολιτικές περιπέτειες και μικρότητες, ο τόπος έπαιρνε τα επάνω και είχε αρχίσει να νιώθει αλλιώτικα, επιστρέφοντας πάλι στο σκοταδισμό και την αναξιοκρατία.

Μνήμες πικρές, όσο και πολύτιμες για όσους ζήσαμε εκείνη την επταετία, άλλοι σιωπηλοί από πρόνοια, συντήρηση και συμβιβασμό, άλλοι εκδηλώνοντας την άρνησή τους με τον τρόπο του ο καθένας, άλλοι επωφελούμενοι καιροσκόποι, γνωστά φρούτα της κάθε πολιτικής και παραπολιτικής κατάστασης, όπως και άλλοι που την όποια τους αντίσταση, σκοπίμως μεγεθυμένη, φρόντισαν να την εμπορευματοποιήσουν με κάθε τρόπο όταν η περιπέτεια είχε τελειώσει.

Το θέατρο και θα προσθέσω και το τραγούδι, με τις όσες δυνάμεις τους και με τις «εφευρετικές» τους ικανότητες, έδωσαν τη δική τους μάχη, πότε σατιρίζοντας, πότε με ένα υπονοούμενο ή με ένα διφορούμενο στίχο και συχνά κλείνοντας το μάτι στο θεατή. Και ίσως οι άνθρωποι του θεάτρου να είναι και οι μόνοι που δεν έσπευσαν να ζητιανέψουν το κόστος της μάχης τους. Είναι μια υπερηφάνεια που την έχουν οι θεατράνθρωποι και οι θεατρίνοι, αντίθετα με εκείνους που με ένα αδέξιο θεατρινισμό ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν τα 42 χρόνια που πέρασαν από τότε.

ΜΠΕΑΤΑ, ΤΡΕΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΕ ΜΙΑ!

Μια φίλη, ιδιαίτερα αγαπητή μου, έφυγε διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τον κύκλο των προσφιλών αναμνήσεων. Η Μπεάτα του Λάσκου. Και την αναφέρω έτσι επειδή και για εμένα ήταν ένας «δικός μου άνθρωπος», σαν σύντροφος ενός ανθρώπου που συνεργάστηκα μαζί του σε δεκάδες έργα και που, πέρα από την εγκάρδια επαγγελματική μας σχέση, εκείνο που περισσότερο μας έδενε ήταν ένα κοινό «θεατρικό ένστικτο», χωρίς να ξεχωρίζω το κινηματογραφικό από το θεατρικό. Δηλαδή της προσέγγισης και της επικοινωνίας με το θεατή, που τον καλείς να δει ένα έργο σου, είτε στην οθόνη είτε στη σκηνή, και που βγαίνοντας από την παράσταση να έχει να κουβεντιάσει, σε κάτι να συμφωνήσει ή και να διαφωνήσει γι’ αυτό που είδε. Και που στην περίπτωση που φεύγει αδιάφορος και που πριν να βγει από την αίθουσα το έχει κιόλας ξεχάσει, τότε είναι που λέγαμε με το φίλο μου τον Ορέστη «το χάσαμε το παιχνίδι», ευτυχώς ελάχιστες φορές.

Ήταν ο Ορέστης Λάσκος της Μπεάτας Ασημακοπούλου και ήταν η Μπεάτα Ασημακοπούλου του Ορέστη Λάσκου, όταν γνώρισε, στα 52 του εκείνος και στα 26 της εκείνη, με το γάμο τους τον ίδιο χρόνο (1958) που γυρίστηκε και η… ορεσίβια «Γερακίνα» με σκηνοθέτη τον Ορέστη και πρωταγωνίστρια την Μπεάτα και που η σατιρική φιδόγλωσσα του παριστάμενου (και στενού τους φίλου) Νίκου Τσιφόρου, βλέποντάς τους να βγαίνουν από την εκκλησία, δεν έχασε την ευκαιρία, ως συνήθως, για να πει το δικό του: «Η Γερακίνα και ο Γεροεκείνος!»

Δεν θα ισχυρισθώ ότι η Μπεάτα Ασημακοπούλου ήταν η μεγάλη τραγωδός, ούτε και η ανεπανάληπτη καρατερίστα, δηλαδή ούτε μια Κατίνα Παξινού ούτε μια Ρένα Βλαχοπούλου. Τέτοιες μοναδικές καλλιέργειες δεν τις βρίσκεις εύκολα στο θεατρικό μας θερμοκήπιο, όπως όμως δεν είναι τόσο συχνές και οι παρουσίες με τόση σοβαρότητα, τόση αξιοπρέπεια και τόσο ήθος σαν το δικό της, χωρίς να διστάζει να λέει τη γνώμη της, έστω και αν δεν γινόταν πάντα αρεστή στους άλλους και έξω πάντα από τα συνηθισμένα καλλιτεχνικά κυκλώματα της ενδημικής μας αναξιοκρατίας.

Για τον Λάσκο ήταν το πρόσωπο που του χρειαζόταν και που είχε έρθει στην κρίσιμη στιγμή. Τον συμμάζεψε, τον νοικοκύρεψε, τον έκανε να νιώσει τη σημασία της οικογένειας, ύστερα από το ρεμπελιό μιας ολόκληρης ζωής. Του έκανε και ένα γιο και πιστεύω ότι την αντιμετώπιζε με ένα δέος και με ένα σεβασμό, από εκείνον που στέρησε από τη μάνα του, τη Λεφινιώτισσα, τη χωριάτισσα, την κυρά Παμεινώντενα, την κυρά Μαριγώ, τότε που με το νεανικό του ενθουσιασμό έκανε του κεφαλιού του, όπως τα τραγούδησε σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Πιστεύω ότι η Μπεάτα, που τόσο βασανιστική, πως μαθαίνω, ήταν η αναχώρησή της, ήταν η «τρίμορφη γυναίκα»: Μάνα, Γυναίκα, Ερωμένη και, καθώς το μπόι της ήταν επαρκέστατο, δεν δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί και στις τρεις μορφές της.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ