«ΤΣΙΦΟΡΙΑΔΑ»… ΕΝ ΟΨΕΙ!

Ευκαιρία σ’ αυτό το διάσελο της καθημερινότητας να θυμηθούμε τον δάσκαλο Νίκο Τσιφόρο, έτσι όπως συμβαίνει να ξανάρχονται στη σκέψη παλιές αξέχαστες, όσο και πολύτιμες γνωριμίες. Και αιτία που ξανάρχεται στην επικαιρότητα το διαχρονικό του έργο με την επανέκδοση των βιβλίων του, την «Τσιφοριάδα», όπως πολύ σωστά θα μπορούσαμε να τη λέμε. Την πρώτη μου ουσιαστική επαφή με τον κόσμο του ελληνικού κινηματογράφου την οφείλω στον Νίκο Τσιφόρο, που τον είχα γνωρίσει από ένα περιοδικό που έβγαινε τότε συνεταιρικά από τους γνωστούς ευθυμογράφους και σκιτσογράφους της εποχής, το «Τραστ του γέλιου», χωρίς να έχει καμιά σχέση με ένα άλλο, με τον ίδιο τίτλο που κυκλοφόρησε αργότερα.

Στο «Τραστ του γέλιου» είχαμε αποφασίσει να πάμε με τον Κώστα Πρετεντέρη, που από τότε ήμαστε φίλοι, κοιτάζοντας πώς θα μπορέσουμε να «εκπορθήσουμε» τα οχυρά του Τύπου και της δημοσιογραφίας, επίτευγμα καθόλου εύκολο εκείνο τον καιρό. Η αρχή γινόταν συνήθως από κάποιο περιοδικό για να γίνει η γέφυρα που θα σε βοηθούσε να περάσεις στα απόρθητα και στα άδυτα μιας εφημερίδας.

Έτσι, όταν αποφασίσαμε να ζητήσουμε εκεί φιλοξενία, μια και ο ευθυμογραφικός τίτλος του περιοδικού μας κόλλαγε καλύτερα, το πρώτο και μοναδικό άτομο που βρήκαμε στα γραφεία του περιοδικού ήταν ένας γελαστός και καλοσυνάτος άνθρωπος, βουτηγμένος σε ένα πέλαγος από χειρόγραφα και σκίτσα, ο Βαγγέλης Τερζόπουλος, που είχε και όλη την ευθύνη της έκδοσης, μια και όλοι οι άλλοι συνεταίροι ήταν περίπου «τουρίστες», αφού ούτε κι αυτοί έπαιρναν μερίδιο από τα ανύπαρκτα κέρδη του «γελαστικού τραστ» που μάλλον φυτοζωούσε.

Και να θυμίσω εδώ ότι ο Βαγγέλης Τερζόπουλος ήταν ο εκδότης του επιτυχημένου περιοδικού «Γυναίκα» και στη συνέχεια ήταν ο άνθρωπος που με το πείσμα του, τη φαντασία του και την εργατικότητά του έκανε το μεγάλο Εκδοτικό Οργανισμό Τερζόπουλου, που μετά το θάνατο, οι διάδοχοί του τον οδήγησαν σε χρεοκοπία, κάτι που ιδιαίτερα με λύπησε γιατί το όνομα «Τερζόπουλος» ήταν περισσότερο όραμα και λιγότερο επιχείρηση.

«Τι θέλουν τα παλικάρια;», μας ρώτησε ο Τερζόπουλος μόλις μας είδε.

«Αν θέλετε συνεργασία», του είπε ο συχωρεμένος ο Πρετεντέρης, ντροπαλούτσικος ως συνήθως. «Και τι γράφουν τα παλικάρια;», μας ξαναρώτησε.

«Απ’ όλα», έσπευσα να του απαντήσω πιο τολμηρός εγώ.

«Μάλιστα» του ξαναλέει ο Πρετεντέρης και του δίνει ένα χειρόγραφο με στίχους.

«Μάλιστα», του λέω κι εγώ και του δίνω ένα χειρόγραφο με ευθυμογράφημα. Τους έριξε μια ματιά και μας λέει, πάντα με χαμόγελο:

«Λοιπόν, παλικάρια, άμα δείτε να τα δημοσιεύουμε να μου φέρετε κι άλλα και άμα δεν τα δείτε κοιτάξτε να πιάσετε δουλειά στο Δημόσιο»… Ήξερε τι έλεγε. Το Δημόσιο υπήρξε πάντα το ασφαλέστερο καταφύγιο για όσους δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν και που η πρώτη τους δουλειά, μόλις «δημοσιοϋπαλληλοποιηθούν», είναι να πάρουν θέση στο συνδικαλισμό και να κοιτάζουν στο ημερολόγιο πότε υπάρχει τριήμερη αργία για κοπάνα στο εξοχικό.

Σε δυο εβδομάδες τα «παλικάρια» είδαν δημοσιευμένα τα χειρόγραφά τους και έτσι πραγματοποιήθηκε η ηρωική «είσοδος» στο… Μεσολόγγι των φιλοδοξιών μας.

Ένα μεσημέρι που είχα πάει τη συνεργασία μου, άκουσα να γίνεται ένας ομηρικός καβγάς του Νίκου Τσιφόρου, ο οποίος είχε αρπαχτεί άγρια με τον Τερζόπουλο και αιτία του καβγά ήταν ένα ανεκδιήγητο μυθιστόρημα που κάθε εβδομάδα έγραφε τη συνέχεια κι από ένας διαφορετικός ευθυμογράφος-συνεταίρος του περιοδικού,

έμπνευση κι αυτή του Τερζόπουλου, η οποία όμως είχε ολέθρια αποτελέσματα, επειδή ο καθένας έγραφε ό,τι του κατέβαινε και μπέρδευε την κατάσταση, ώστε ο επόμενος τραβούσε τα μαλλιά του για να βρει μια συνέχεια.

Ήταν από ό,τι θυμάμαι, η ιστορία ενός υπερωκεάνιου που ταξίδευε κάθε φορά ανάλογα με τα κέφια του εναλλασσόμενου συγγραφέα και με τις κωμικοτραγικές περιπέτειες των επιβατών του. Το είχε ξεκινήσει ο Ψαθάς, το συνέχισε ο Σακελλάριος, κατόπιν πήρε τη σκυτάλη ο Γιαννουκάκης, ο Ευαγγελίδης, ο Παπαδούκας, ο Θίσβιος, ο Γιαννακόπουλος και ο Τσιφόρος, για να ξαναπεράσει στον Ψαθά που θα συνέχιζε το δεύτερο γύρο.

Ο Τσιφόρος, γνωρίζοντας ότι μετά από αυτόν θα ακολουθούσε ο Ψαθάς και επειδή δεν τα πήγαινε και καλά μαζί του, βρήκε την ευκαιρία να βουλιάξει το βαπόρι κάπου στη θάλασσα των Σαργασσών, στις Αντίλες, και μάλιστα σε ένα σημείο που είναι γεμάτο από σαρκοβόρα πιράνχας, άρα δεν θα πρέπει να είχε γλιτώσει ούτε ο καπετάνιος!

Όταν ο Ψαθάς πήρε στα χέρια του τα χειρόγραφα του Τσιφόρου, έβαλε τις φωνές: «Αφού το βούλιαξε ο τρελός, εγώ τι να γράψω; Πώς περνούν τα ψάρια; Πείτε του να το ξαναγράψει…». Μάταια προσπαθούσε ο Τερζόπουλος να πείσει τον Τσιφόρο, αλλά ήταν αμετάπειστος. «Δεν αλλάζω τίποτα. Ή είναι συγγραφέας ή δεν είναι, να βρει τη συνέχεια…». Και σε μια στιγμή γυρίζει και με βλέπει που περίμενα να τελειώσουν τον καβγά και λέει στον Τερζόπουλο:

«Να, ρε Βαγγέλη, δώσ’ το στον μικρό και θα τα καταφέρει καλύτερα…». Ο «μικρός» ήμουν εγώ. «Καλύτερα από ποιον; Από τον Ψαθά;» σκέφτηκα και ένιωσα να φεύγει το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου και, όπως ήταν και σαράβαλο, δεν ήθελε και πολύ για να φύγει. Ευτυχώς που απάντησα αμέσως:

«Ευχαρίστως, αλλά θα πρέπει να φτάσω τα χρόνια του κ. Ψαθά και πάλι δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω», είπα, μπορεί από μετριοφροσύνη και δέος, αλλά και για να αποφύγω την πεπονόφλουδα. Κάτι που σήμερα βέβαια, κανένας από τους «μικρούς» που τριγυρνούν στα δημοσιογραφικά γραφεία με το στιλέτο στο μανίκι δεν θα σκεφτόταν έτσι και μη μου μιλήσετε τώρα για «σεβασμούς» και «αξιοκρατίες» και «ιεραρχίες» γιατί πείτε μου πού τα πουλάνε για να κεράσω μια μερίδα.

Όσο για τον Τσιφόρο, ύστερα από εκείνη την -ας την πούμε «διπλωματική» μου- απάντηση, με κοίταξε με τα πονηρά του μάτια, τα πιο έξυπνα μάτια που έχω δει στη ζωή μου και μου είπε: «Μπράβο, ρε, ξέρεις να τη σκαπουλάρεις από τα ναρκοπέδια. Πάμε να σε κεράσω μια τυρόπιτα»…

Εκείνη η τυρόπιτα ήταν η αρχή μιας φιλίας και μιας συνεργασίας που κράτησε, πλάι στον «Δάσκαλο», μέχρι το θάνατό του. Σ’ αυτήν τη γνωριμία και τη φιλία χρωστάω πολλά. Πάρα πολλά.

Απλός όσο και περίεργος, για όσους τον ήξεραν από κοντά και αντιφατικός, όσο και απρόβλεπτος, σε βαθμό που να έχουν αμφιβολίες ακόμα κι αυτοί που πίστευαν ότι τον ήξεραν καλά και μπορώ να πω ότι ήμουν μέσα σ’ αυτούς.

Ακούραστος, έτοιμος να το γεμίσει μόλις έβλεπε άσπρο χαρτί μπροστά του, με γράμματα, σπάνιο για συγγραφέα, ευανάγνωστα, στρογγυλά, σχεδόν καλλιγραφικά και με μια σιγουριά έτσι που σπάνια τα ξαναδιάβαζε, αφήνοντάς τα να πάνε κατευθείαν στο τυπογραφείο, ή για πρόβα στο θέατρο ή για γύρισμα στο στούντιο του κινηματογράφου.

Χωρίς ποτέ να λέει «πάω τώρα για γράψιμο», αλλά το πιο συνηθισμένο του ήταν «πάω να βάλω το χέρι στην πρίζα», μέχρι και την τελευταία του μέρα, πρόλαβε να γράψει το τελευταίο του χρονογράφημα,.

Και με τι απολαβές; Με τους στενόχωρους μισθούς και τις κατ’ αποκοπή αμοιβές, αναγκασμένος να δουλεύει στο «Ρομάντζο» και στον «Ταχυδρόμο», απ’ όπου βγήκε και όλος αυτός ο εκδοτικός θησαυρός, στα σενάρια και τις σκηνοθεσίες στον κινηματογράφο (κι αυτές κατά περιόδους) και από τα θεατρικά του έργα σε συνεργασία με τον Πολύβιο Βασιλειάδη.

Προτερήματα; Οι φίλοι του θα θυμόμαστε την ανοιχτοκαρδοσύνη του και την απλοχεριά του και από ποιον; Από έναν γραφιά που τα πρώτα επαγγελματικά του χρόνια έμεναν με τη γυναίκα του, τη Χαρίκλεια, που κι αυτή δούλευε για να «τσοντάρει», σε ένα χαμοσπιτάκι της οδού Σπετσών του… ενάμιση δωματίου όλο κι όλο, που απορώ τώρα πώς χωρούσαμε εκεί μέσα δέκα και δώδεκα για χαρτοφορία ως το πρωί και στις οποίες ο ίδιος δεν έπαιρνε ποτέ μέρος για να μη μας… κλέψει, επειδή είχε φίλο τον διάσημο χαρτοκλέφτη, τον Νικ δε Γκρικ, που του είχε μάθει όλα τα κόλπα -αλήθεια-ψέματα, ο Θεός και η ψυχή του. Και το λέω, επειδή σε όλα του τα προτερήματα ήταν και αδιόρθωτος ψεύτης σε διαστάσεις… Μινχάουζεν!

Αξιαγάπητος και θα τον έλεγα και μοναδικό επειδή η μυθομανία του με σεναριακές εξελίξεις τόσο μεγάλες σε σημείο που δημιουργούσαν παρεξηγήσεις κι αυτό για να το ευχαριστιέται πρώτα ο ίδιος και ύστερα οι άλλοι και με μια «παραστατικότητα» που έπεφτες θύμα χωρίς συζήτηση.

Δούλεψα μαζί του εκείνα τα χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη στις ταινίες του «Χαμένοι άγγελοι» (όπου για πρώτη φορά έπαιξε η Ειρήνη Παπά) και στην «τελευταία αποστολή», οράματα και τα δύο γιατί όπως ισχυριζόταν η ειδικότητά του ήταν… το δράμα! Από τα μεγάλα ψέματά του κι αυτό… Και στη συνέχεια «σεναριοποίησα» τα περισσότερα θεατρικά του έργα.

Μπορούσε να συγχωρέσει όποια προχειρότητα και τσαπατσουλιά του κινηματογράφου εκείνης της εποχής, όχι όμως να μείνουν νηστικοί οι άνθρωποι που δούλευαν μαζί του. Και να θυμηθώ κάτι χαρακτηριστικό, όταν ένα μεσημέρι έκατσε το κινηματογραφικό συνεργείο για να φάει και ο παραγωγός, που μετρούσε τα έξοδα με το σταγονόμετρο, είχε αφαιρέσει τη σαλάτα από το μενού. Κάποιος διαμαρτυρήθηκε και ο παραγωγός του είπε ξερά: «Άμα θέλετε και σαλάτα να πάτε στο Χόλιγουντ να δουλέψετε…».

Ο Τσιφόρος δεν μίλησε και σε λίγο όταν ξανάρχισε το γύρισμα, μόλις τραβήχτηκε το πλάνο την πρώτη φορά, ζήτησε και δεύτερη λήψη, η οποία, ενώ πήγε χωρίς κανένα λάθος, ο Τσιφόρος ζήτησε και τρίτη και σε λίγο και τέταρτη. Οπότε τον πλησιάζει ο παραγωγός πελαγωμένος και τον ρωτάει «Γιατί και τέταρτη φορά, Νίκο μου; Τι του λείπει;» «Η σαλάτα!», ήταν η απάντηση.

Το περασμένο Σάββατο, βγαίνοντας στις 9 το πρωί για να αγοράσω τις «Σταυροφίες» μαζί με την εφημερίδα που τις συνόδευε, δεν βρήκα σε ολόκληρο Χαλάνδρι ούτε ένα αντίτυπο. Είχαν εξαντληθεί από τις 6 το πρωί και ο Τσιφόρος για μια ακόμα ήταν και ο «μοναδικός» και ο «θριαμβευτής» και ο «κορυφαίος» όπως -και δικαίως- τον ανέφεραν στις διαφημίσεις. Με τη μόνη -και σίγουρα την όχι μικρή- διαφορά ότι οι κληρονόμοι του Τσιφόρου, όπως μαθαίνω, από όλη αυτή την «Τσιφοριάδα» δεν παίρνουν ούτε μία πεντάρα, επειδή τα είχαν πουλήσει στους εκδότες για να αντιμετωπίσουν τα έξοδα υγείας μιας μεγάλης οικογενειακής τους περιπέτειας. Λες και το «πνευματικό δικαίωμα», το ένα, το μοναδικό, το αναντικατάστατο, όσο και αδιαπραγμάτευτο για τον κάθε δημιουργό είναι όπως ένα χρυσαφικό που σε ώρα ανάγκης το σκοτώνεις και ξεμπερδεύεις.

Και ξαναθυμήθηκα τη «σαλάτα» που λέγαμε και που αν ήταν σήμερα ο ίδιος, θα εύρισκε τη δική του απάντηση, αλήθεια ή ψέματα κι αυτοό άσχετο. Βιάστηκε όμως να φύγει, μόλις στα 58 του χρόνια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ