Βυζάντιον

Οι ευχές μου είναι δεδομένες. Οι σκέψεις μου όμως είναι, ως συνήθως, ασυνάρτητες και παραληρηματικές, καθοδηγούμενες ως τις παρυφές των ψευδαισθήσεων από το λιβάνι και τις ψαλμωδίες του παρακείμενου ιερού ναού. Τα τελευταία χρόνια έχω συνειδητοποιήσει ότι από μια ηλικία και μετά ο κύκλος και το περιεχόμενο των γιορτών αρχίζει να σε κουράζει, σε υποχρεώνει να γονατίσεις και να μεταλάβεις τη μελαγχολία. Θυμάμαι ότι προ δύο ετών είχα γράψει εδώ ότι οι μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης πρέπει να αλλάξουν concept προκειμένου να γίνουν περισσότερο ελκυστικές και να ανακτήσουν το ενδιαφέρον τους. Ο εκδότης με είχε εγκαλέσει τηλεφωνικώς για την ασέβεια, ήταν και η εποχή που πιστεύαμε ότι ο Θεός επέστρεψε στη Γη, έμενε στη Φιλοθέη και φώναζε «σας πάω». Μετά από ώριμη σκέψη, όμως, αποφάσισα ότι το μήνυμα του Πάσχα δεν έχει πλέον τη δυναμική που διέθετε κάποτε – είναι άλλωστε και παλιό, εδώ διαφημίσεις των ʼ80ς βλέπεις και λες ότι έχει περάσει η μόδα τους, πόσω μάλλον ένα μήνυμα υπαρξιακής φύσεως.

Το Πάσχα πραγματεύεται τη νίκη επί του θανάτου, χρησιμοποιώντας ως όπλο τον ίδιο τον θάνατο. Μόνο που για να πεθάνεις ή για να λαχταράς την Ανάσταση, πρέπει πρώτα να έχεις ζήσει. Κατά μια έννοια, λοιπόν, ίσως είμαστε μια τυχερή γενιά που δεν θα πονέσει και ιδιαίτερα για την αποχώρησή της από τα εγκόσμια. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν έχουν καμία διάθεση να ζήσουν, αλλά δεν έχουν και το θάρρος να πεθάνουν. Αυτή είναι μια φριχτή εναλλασσόμενη διάθεση που στο τέλος σού προκαλεί ναυτία. Γιʼ αυτό όσο περνάει ο καιρός τείνω να πιστέψω ότι η καλύτερη ατάκα του Ιησού ήταν: «Μακάριοι ο πτωχοί τω πνεύματι». Διότι το κενό σού προσδίδει τη δυνατότητα ευελιξίας, ένα μυαλό χωρίς μνήμη ζει καλύτερα και περισσότερο. Εσύ μπορεί να βασανίζεσαι, να ζεις μια ζωή ματωμένη από εμπειρίες και συναισθήματα για να διαπιστώσεις στο τέλος ότι δεν μπορείς να τα σηκώσεις όλα αυτά, δεν είσαι εσύ που παίρνεις τον δρόμο, είναι ο δρόμος που σε σέρνει προς ένα τέλος μίζερο.
•••
Η ασφαλής λύση, λοιπόν, είναι να κλειδώσεις τη σκέψη σου και να μη βλέπεις χρώματα. Παρατηρώ από το μπαλκόνι μου το ακροατήριο της θείας λειτουργίας να προσέρχεται στην Εκκλησία. Εκ των πραγμάτων είναι αυτονόητο ότι δεν καταλαβαίνουν κουβέντα από τη λειτουργία που τελείται σε γλώσσα αρχαία. Αυτό έχει τη λογική του. Αν η λειτουργία ετελείτο στη δημοτική, αρκετοί θα είχαν βαρεθεί να ακούν για τις περιπέτειες της οικογένειας του Αβραάμ και δεν θα ξαναπατούσαν το πόδι τους εκεί. Τώρα, όμως, υπάρχει το απαραίτητο μυστήριο, το δυσνόητο αντιμετωπίζεται πάντα με σέβας. Μη ξεφεύγουμε, βλέπω, λοιπόν τους ανθρώπους, τα ηλικιωμένα ζευγάρια, τις μοναχικές μαυροφορεμένες γριές, αλλά και νέα παιδιά, να βαδίζουν προς την εκκλησία. Τα χρώματα τους είναι γκρίζα, όπως τα ρούχα τους. Η σκέψη τους το ίδιο. Μισούν το διαφορετικό, φοβούνται το ξένο, βαδίζουν με μπούσουλα τις παραδόσεις, το μόνο χρώμα που δέχονται να βάλουν στη ζωή τους είναι το κόκκινο και αυτό προσχηματικά, μόνο για τη μέρα της Λαμπρής. Ουδόλως τους ενδιαφέρει η Ανάσταση, η ανάταση, η άνοιξη, το δικαίωμα στην αναγέννηση. Πρωτίστως τους ενδιαφέρει η σωτηρία της δικής τους ψυχής, η εξασφάλιση μιας οικονομικής θέσης στο ταξίδι για τον Παράδεισο. Δεν ξέρω αν τους λυπάμαι. Δεν θα έπρεπε. Διότι αυτοί έχουν λύσει το πρόβλημα πολύ πιο πρακτικά και φθηνά από όσους τρέχουν σε ψυχαναλυτές. Εγώ δεν πάω πουθενά. Ίσως γιʼ αυτό, τελικά, ο οίκτος σας πρέπει να έχει για προορισμό το δικό μου αντιπαθητικό πρόσωπο. Είμαι, τελικά, για λύπηση.
•••
Εντάξει, σταματώ. Το θέμα είναι να βουτήξετε τα δόντια σας στο αρνί και όχι στον λαιμό του διπλανού σας ή στην ίδια σας τη φλέβα. Μάλιστα τη στιγμή που εσείς διαβάζετε αυτό, εγώ είμαι μακριά από τη χώρα, σε πόλη που γιόρτασε το Πάσχα των καθολικών και χρεώνει λιγότερα από ένα τριήμερο στην Ελλάδα, μαζί με το αεροπορικό εισιτήριο. Έτσι θα γλιτώσω την αγριάδα του λουτρού χοληστερίνης, τις φωνές από μπουκωμένα στόματα, τις βλακείες των μεθυσμένων που ετοιμάζονται να πιάσουν το τιμόνι και να βγουν στην άσφαλτο σαν τον μεγάλο θεριστή. Αυτό που με θλίβει είναι το θέαμα που θα χάσω από τις επισκέψεις στα στρατόπεδα και τους τσάμικους. Είναι τόσο trash που το απολαμβάνω. Είναι τόσο cult που με κάνει να θέλω, έστω για μία μέρα τον χρόνο, να έχουμε χούντα κι εγώ να χαζεύω από την τηλεόραση. Βέβαια οι φαντάροι περνάνε χειρότερα και από τα αρνιά (θα σας το βεβαιώσει και ο στρατηγός από δίπλα), αλλά όλα αυτά συνθέτουν ένα χρώμα. Αν δεις τον Καραμανλή να τσουγκρίζει αυγό, δεν έχεις δει τίποτα. Αλλά κατά τη γνώμη μου άλλο είναι το πρόσωπο που έχει γεννηθεί για τσάμικους και επισκέψεις στα στρατόπεδα. Ευριπίδης Στυλιανίδης.
•••
Έκανα ένα διάλειμμα και από το Facebook οδηγήθηκα στο μπλογκ μιας κοπέλας 23 ετών. Είναι από την Κύπρο, έχει μια σπάνια μορφή καρκίνου και προσπαθούν να βρουν σχήμα κατάλληλης χημειοθεραπείας. Αισθάνομαι τύψεις που γκρινιάζω παραπάνω. Δεν σας δίνω τη διεύθυνση του μπλογκ γιατί το θεωρώ άτιμο να παρακολουθούμε το προσωπικό μαρτύριο με τον τρόπο που ο άλλος χαζεύει στο ενυδρείο. Αφήστε το καλύτερα…
•••
Στο Facebook, που λέτε, στη σελίδα ενός φίλου βλέπω το βίντεο με τις ατάκες που εκστομίζει ο Αλ Πατσίνο ως σατανάς στον «Δικηγόρο του Διαβόλου», μια από τις αγαπημένες μου ταινίες. Κάνω ελεύθερη μετάφραση: «Ο Θεός γελάει μαζί σου. Σου έδωσε αυτό το καταπληκτικό δώρο της ζωής, αλλά συνάμα σου βάζει όρους και περιορισμούς για να απολαύσει το δικό του κοσμικό παιχνίδι. Κοίταξε, αλλά μην αγγίζεις. Άγγιξε, αλλά μη δοκιμάσεις. Δοκίμασε, αλλά μην καταπιείς! Κατάλαβες τι είναι ο Θεός; Ένας σαδιστής!» Για λόγους αρχείου σημειώνω ότι ο Αλ Πατσίνο, ως Διάβολος, δεν κατάφερε να πείσει τον γιο του να ακολουθήσει τον δρόμο του. Ο Κιάνου Ριβς προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να κερδίσει το βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Αλλά ο Διάβολος δεν το έβαλε κάτω. Αφού απέτυχε να τον προσεγγίσει ως δικηγόρος, δοκιμάζει ξανά. Ως δημοσιογράφος. Καλή Ανάσταση.


Σχολιάστε εδώ