Ανάσταση: Η νέκρωση του θανάτου μας

1. Η Ανάσταση του Χριστού δικαιώνει τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητά του ως Σωτήρα, ικανού να ζωοποιήσει αληθινά, να μεταγγίσει την καταλύτρια του θανάτου ζωή του στη φθαρτή ζωή μας. Ένας ο Χριστός, μία η Ανάσταση, μία –και μοναδική– και η δυνατότητα σωτηρίας – θεώσεως. Γιʼ αυτό και προσανατολίζεται στον Χριστό η προσδοκία για την υπέρβαση των αδιεξόδων, που συμπνίγουν τη ζωή μας. Στον έναν όμως Χριστό, τον Χριστό των Αγίων, τον Χριστό της Ορθοδοξίας. Ο αλλοιωμένος «Χριστός» των αιρέσεων ή ο σχετικοποιημένος «Χριστός» του θρησκειακού συγκρητισμού της νεοεποχικής πανθρησκείας συνιστά απόρριψη του αληθινού Χριστού και της προσφερόμενης από Αυτόν δυνατότητας σωτηρίας. Ο Χριστός της Πίστεως των Αγίων μας είναι ο Χριστός της Ιστορίας και αποκλείει κάθε σύγχυσή του με οποιαδήποτε λυτρωτικά υποκατάστατα, που επινοούνται για την παραπλάνηση του κόσμου. Διότι μόνο έτσι μπορεί η πλάνη να συντηρεί την απάτη, διευκολύνοντας την κυριαρχία αντιχρίστων δυνάμεων, που μολονότι σκορπίζουν τον θάνατο εμφανίζονται ως «άγγελοι φωτός» και «διάκονοι Δικαιοσύνης» (Β΄ Κορ. 11, 14-15). Δεν ξέρω γιατί στον λόγο αυτό του Απ. Παύλου τρέχει η σκέψη μου, όταν γίνεται λόγος για «ανθρωπιστική βοήθεια» ή «ειρηνευτική δύναμη» στους καιρούς μας…

2. Μέσα από την εμπειρία των Αγίων μας συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχουν τραγικότερες υπάρξεις από τους «μη έχοντας ελπίδα» (Α΄ Θεσσ. 4, 13) – ελπίδα δηλαδή αναστάσεως. Διότι βλέπουν τον βιολογικό θάνατο ως τέλος και καταστροφή τους. Σʼ αυτή την τραγικότητα υποκύπτει, δυστυχώς, και η επιστήμη, αναζητώντας απεγνωσμένα μεθόδους για παράταση της ζωής, μεταγγίζοντας την ψευδαίσθηση υπερνίκησης κατʼ αυτόν τον τρόπο του φυσικού θανάτου. Εξίσου όμως τραγικοί είναι και όσοι –ακόμη και χριστιανοί– παγιδεύονται στα στεγανά χιλιαστικών οραμάτων καθολικής ευημερίας και ενδοκοσμικής εσχατολογίας, χάνοντας το αληθινό νόημα της Αναστάσεως και θυσιάζοντας το υπερκόσμιο στο ενδοκοσμικό και το αιώνιο στο καιρικό.

Η Ανάσταση του Χριστού ως ανάσταση του ανθρώπου και σύνολης της κτίσεως αποκτά νόημα μόνο στο πλαίσιο της αγιοπατερικής σωτηριολογίας. Στη συσταύρωση, δηλαδή, και συνανάσταση με τον Χριστό. Έτσι ζει την Ανάσταση και ο Ελληνισμός στην ιστορική του πορεία. Πιστή στην Ανάσταση του Χριστού η Ορθοδοξία έχει χαρακτηριστεί, όπως ελέχθη, «Εκκλησία της Αναστάσεως», διότι στην Ανάσταση οικοδομεί όλη την ιστορική της παρουσία, εμβολιάζοντας στη συνείδηση των λαών της την αναστάσιμη ελπίδα, κάτι που φαίνεται στην πολιτισμική τους συνέχεια. Ένας από τους ορθοδόξους λαούς και ο ελληνικός έμαθε να διαλύει στο φως της Αναστάσεως τα σκοτάδια της δουλείας του, όπως στην Τουρκοκρατία, που στο «Χριστός ανέστη» δεν κουραζόταν να προσθέτει: «Και η Ελλάς ανέστη»!

3. Σʼ αυτό το νοηματικό πλαίσιο κινείται η ελπιδοφόρα εκείνη πρόσκληση: «Δεύτε λάβετε φως»! Είναι πρόσκληση στο αναστάσιμο άκτιστο φως της θεότητος, που το δέχονται μόνο εκείνοι, που έχουν καθαρίσει την καρδιά τους. «Αθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως Χριστόν εξαστράπτοντα…». Χωρίς μετάνοια δεν μπορεί να κοινωνήσει κανείς το αναστάσιμο φως. Μετάνοια είναι υπέρβαση της αμαρτίας, της αιτίας κάθε θανάτου. Η Ορθοδοξία διασώζει στα πρόσωπα των Αγίων της τον τρόπο της αληθινής μετάνοιας, που οδηγεί στον θάνατο του «παλαιού ανθρώπου» και στην προσωπική ανάστασή μας. Αυτό μας υπενθυμίζει διαρκώς ο περίεργος στα ώτα των αμυήτων μοναστηριακός εκείνος λόγος: «Εάν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»! Χριστός Ανέστη!


Σχολιάστε εδώ