Έκαναν εμπόριο το παραδοσιακό τραγούδι οι μουσικάντηδες…
Τη χαίρεσαι και τη θαυμάζεις όταν μιλάς μαζί της για όλα εκείνα που κάθε μέρα ζούμε όλοι, εδώ στην πρωτεύουσα και στην επαρχία. Τα λέει απλά και σταράτα, κτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά, στην ψυχή, σ’ αυτά που σήμερα μας λείπουν και νοσταλγούμε, σ’ αυτά που ξεχάσαμε και έχουμε γίνει μια άμορφη μάζα και ο νους μας είναι μόνο στον παρά, όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει.
Χρωστάμε πολλά και πολύ περισσότερο η πολιτεία, γιατί χάρη στη Δόμνα Σαμίου κρατιέται ζωντανό το δημοτικό τραγούδι και δεν το έθαψαν οι πολυκατοικίες.
Η κουβέντα που είχαμε μαζί της είναι ένα νοσταλγικό ταξίδι σε εποχές δύσκολες, φτώχειας, πείνας, που τότε υπήρχαν άνθρωποι, ήξερες γιατί αγωνίζεσαι. Σε 2-3 λέξεις μέσα δίνει το όραμα που πρέπει να ‘χει ο καθένας μας. Ό,τι και να κάνεις πρέπει να ‘χεις αγάπη. Και φίλους.
Για άλλη μια φορά θα αγαπήσετε τη Δόμνα Σαμίου διαβάζοντας τα όσα μας είπε και τύφλα να ‘χουν οι σπουδαγμένοι και οι καθηγητάδες…
// Κυρία Σαμίου, βραβευτήκατε πρόσφατα από το Δήμο Αθηναίων για την προσφορά σας στη μουσική παράδοση του τόπου. Ήταν μια δικαίωση για εσάς;
«Για μένα, ματάκια μου, ήταν μια ηθική ικανοποίηση. Η αναγνώριση μιας προσπάθειας. Της προσπάθειας να μη χαθεί το παραδοσιακό τραγούδι, να μη σταματήσει και να πηγαίνει από γενιά σε γενιά».
// Πόσα χρόνια τραγουδάτε δημοτικά τραγούδια;
«Σαράντα χρόνια!».
// Τι είναι για εσάς το δημοτικό τραγούδι;
«Όλες οι χώρες του κόσμου έχουν παραδοσιακό τραγούδι. Τα παραδοσιακά τραγούδια δημιουργήθηκαν από τον λαό τον ίδιο, δεν έχουν συνθέτη και στιχουργό. Οι άνθρωποι τότε στα χωριά, μόνοι τους, από τη σοφία και την πείρα της ζωής τους, συγκεντρώνονταν γύρω από τη φωτιά και δημιουργούσαν τραγούδια».
// Ποιες είναι οι κατηγορίες του δημοτικού τραγουδιού;
«Τα περισσότερα είναι τα ακριτικά, τα ιστορικά, τα ηρωικά, τα κλέφτικα, βεβαίως της αγάπης, της φύσης, του θανάτου, τα αποκριάτικα, της ξενιτιάς, της σαρακοστής, της Μεγάλης Εβδομάδας, τα πασχαλιάτικα…».
// Πώς ασχοληθήκατε με το δημοτικό τραγούδι;
«Θα σας πω. Εγώ γεννήθηκα στην Καισαριανή μέσα σε μια παράγκα από γονείς πρόσφυγες Μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήταν φάλτσα, δεν τραγουδούσε… Ο πατέρας μου όμως ήταν στην εκκλησία ψάλτης. Κάθε Κυριακή λοιπόν, πήγαινα και εγώ μαζί του στο στασίδι και παρακολουθούσα τη λειτουργία, και τα αγόρια μου τραβούσαν τα κοτσίδια… Το πώς θα ψάλλει ο αριστερός ψάλτης, ο δεξιός ψάλτης, ο παπάς, ο διάκος τα ρουφούσα μέσα μου σαν θείο δώρο. Χωρίς θρησκοληψία, παιδάκι μου, ήμουν άλλωστε, αλλά μ’ άρεσε να ακούω τη βυζαντινή μουσική».
// Και από το στασίδι της εκκλησίας πώς βρεθήκατε στα στάδια με συναυλίες;
«Δάσκαλός μου ήταν ο Σίμωνας Καρράς, ο οποίος είχε ένα σχολείο στην οδό Λέκκας 26 και μας δίδασκε δημοτικά τραγούδια. Θυμάμαι τον δάσκαλό μου, πέντε-έξι παιδιά ήμασταν στη χορωδία, και μας μάθαινε στον πίνακα τις βυζαντινές νότες. Ποτέ δεν τραγούδησα σε πανηγύρια. Τα πανηγύρια είναι για τα πανηγύρια μας έλεγε… Όταν μεγάλωσα αυτό το πάθος μου για τη δημοτική μουσική δεν μ’ άφηνε σε ησυχία…».
// Και τι κάνατε; Γιατί εσείς έχετε κάνει ολόκληρη έρευνα πάνω στο δημοτικό τραγούδι σαν επιστήμονας λαογράφος…
«Δεν θα το πιστέψεις… Έκανα οικονομίες από τη δουλειά μου –δούλευα στη δημόσια ραδιοφωνία, στο τμήμα δημοτικής μουσικής– και ένα καλοκαίρι αγόρασα ένα Ούχερ μαγνητόφωνο – το έχω μέσα στην κάμαρά μου. Όταν έπαιρνα άδεια από τη δουλειά τα καλοκαίρια, αντί να πάω στη θάλασσα να κολυμπήσω, όργωνα την Ελλάδα. Πήγα Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Ρούμελη, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου…».
// Τι ψάχνατε να βρείτε;
«Έψαχνα κάθε φορά το καφενείο του χωριού. Ε, βέβαια… Στην αρχή δίσταζα, αλλά μετά έπιανα κουβέντα με τους άνδρες. Αυτοί με σύστηναν στους άνδρες και τις γυναίκες που τραγουδούσαν καλά, πήγαινα, τους έβρισκα και εκείνοι με προθυμία πάντα μου τραγουδούσαν και εγώ τους μαγνητοφωνούσα. Όλα αυτά τα έχω σε μπομπίνες γραμμένα. Μάλιστα του χρόνου, πρώτα ο Θεός, θα βγάλω ένα cd με τίτλο “Σίτος, οίνος, έλαιον” με τραγούδια που αναφέρονται στο στάρι, στο κρασί και το λάδι. Τώρα κάνω την επιλογή».
// Πόσους δίσκους έχετε βγάλει πάνω στο δημοτικό τραγούδι;
«Στην αρχή τραγουδούσα στις δισκογραφικές εταιρείες. Η εταιρεία κρατούσε το υλικό και εγώ δεν έπαιρνα τίποτα. Και έτσι οργάνωσα το “Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου”, ώστε αυτά τα τραγούδια να καταγραφούν σε cd».
// Ο κόσμος σήμερα ενδιαφέρεται για το δημοτικό τραγούδι;
«Ο λαός μας το αγαπάει, γιατί μ’ αυτό εκφράζεται, αλλά τώρα που βγήκε αυτό το εμπορικό τραγούδι, το δημοτικό το βλέπουν ως κάτι… μπλιάχ! Όταν γεννήθηκα η Αθήνα είχε 500.000 πληθυσμό. Τώρα 5.000.000. Λοιπόν, μη μου πείτε ότι όλοι αυτοί είναι βέροι Αθηναίοι. Χωριάτες είναι που κατέβηκαν στην Αθήνα. Ε, αυτοί δεν θέλουν να ακούσουν τα κρητικά τους, τα βλάχικα, τα ποντιακά, τα νησιώτικα; Το τραγούδι πάει πάντα με το χορό. Έτσι εκφράζεται ο άνθρωπος. Και τώρα το Πάσχα αυτόν τον πλούτο της παράδοσης θα αναστήσουμε και θα ακούσουμε και τα όργανα…».
// Άξιοι συνεχιστές σας υπάρχουν;
«Ναι. Υπάρχουν σπουδαγμένα παιδιά με ταλέντο».
// Η πολιτεία σας βοήθησε ώστε να περάσετε το δημοτικό τραγούδι μέσα από την εκπαίδευση; Με κάποιο πρόγραμμα ίσως;
«Όχι, τίποτα. Αλλά στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων, όπου έδωσα κάποια σεμινάρια, ήρθαν δάσκαλοι και έδειξαν ζήλο».
// Πώς έγινε το τραγούδι βιομηχανία;
«Αυτό μου λες, ή ότι ακούω τα δημοτικά τραγούδια παραποιημένα; Έκαναν το παραδοσιακό τραγούδι εμπόριο οι μουσικάντηδες!».
// Απʼ όλες τις στιγμές της πορείας σας, ποιες θυμάστε;
«Τον πατέρα μου θυμάμαι να τραγουδά παρά τις δυσκολίες. Ο πατέρας μου, παρόλη τη φτώχεια μας -πέθανε από πείνα στην Κατοχή, η αδερφή μου από φυματίωση, δύσκολα χρόνια, τι να σας λέω, στεναχωριέμαι…- μας έμαθε να ζούμε τίμια. Το ψωμί έχει γλύκα, μας έλεγε, όταν βγαίνει τίμια. Όσο ζούσε, πριν πέσουμε να κοιμηθούμε, παιδάκια ήμασταν θυμάμαι, πάντα τον φιλούσαμε και αυτόν και τη μάνα μου για καληνύχτα. Υπήρχε σεβασμός και αγάπη στην οικογένεια. Μετά αλησμόνητες θα μου μείνουν οι συναυλίες σε Σουηδία, Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία κ.ο.κ. σε Έλληνες μετανάστες. Τρελαίνονταν οι Έλληνες της διασποράς. Ήταν ενθουσιασμένοι. Στο Ηρώδειο, τι να σας λέω; Γεμάτο! Κρεμόταν ο κόσμος. Είπαμε, οι χωριάτες της Αθήνας (γέλια)… Μα, καλή μου, ο Έλληνας όταν είναι να διασκεδάσει θα διασκεδάσει με παραδοσιακά τραγούδια. Δεν θα χορέψει τσάμικο το Πάσχα; Τι γλέντι θα είναι αυτό;».
// Πόσα τραγούδια ξέρετε απέξω; Τετρακόσια;
«Μόνο;».
// Παραπάνω;
«Πάνω από χίλια τραγούδια, απέξω και ανακατωτά! Και η ορχήστρα μου, η οποία περιλαμβάνει βιολί, κλαρίνο, λαούτο, κρουστό, τουμπελέκι, λύρα, γκάιντα, και αυτή είναι φοβερή… Αλλά αυτό το καλοκαίρι δεν θα δώσω κάποια συναυλία. Έχω κουραστεί. Είμαι 80 χρόνων πια… Δεν αντέχω… Cd όμως θα κάνω. Για τα νέα παιδιά…».
// Θεωρείτε ότι έχουμε ένα από τα καλύτερα δημοτικά τραγούδια ανά τον κόσμο;
«Ναι. Γιατί εμείς έχουμε ήλιο, θάλασσα, βουνά, ωραία φύση…».
// Σήμερα μπορούν να γραφτούν δημοτικά τραγούδια;
«Πού, στην πόλη; Από πού να εμπνευστείς; Τι να τραγουδήσουν; Τις πολυκατοικίες; Τι να πω, “Τι ωραία που είναι η πολυκατοικία μας, θαύμα δεν είναι, επτά πατώματα έχει”; Πώς να τραγουδήσουμε τώρα την αγάπη; Θα σας πω ένα στιχάκι από ένα δημοτικό τραγούδι για τον έρωτα… “Κοιμούμαι και ονειρεύομαι πως σε φιλώ στο στόμα. Ξυπνώ και νιώθω μυρωδιές στα χείλη μου ακόμα…” και τώρα ακούω “μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος”… Άλλα χρόνια… Τότε το ανδρόγυνο είχε σεβασμό, ο άνδρας ήταν η κολόνα του σπιτιού, τώρα; Θυμάμαι πάντα τη μάνα μου, πριν πέσει για ύπνο, ν’ ανάβει το καντηλάκι και να κάνει την προσευχή της. Σε ποιο παιδί το μαθαίνουν αυτό, να κάνει το σταυρό του;».
// Γιατί ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από το Θεό;
«Γιατί έχει Θεό το χρήμα! Ο νους μας στον παρά! Είναι η εποχή τέτοια… Αλλά μετά το χρήμα τι; Έκανες και το σπίτι και το εξοχικό, ε, και; Και η γνώση πού είναι; Και πάλι καλά, εμείς στην Ελλάδα κρατάμε ακόμη. Έχουμε το Πάσχα μας, την περιφορά του επιταφίου, το βάψιμο των αυγών, τα κουλούρια, την Ανάσταση… Αυτά περιμένουμε…».
// Επειδή είπατε για γνώση… Έχουν παιδεία οι Έλληνες;
«Κάθε χώρα έχει τον αρχηγό της. Αυτοί που έχουν την εξουσία, αυτοί κατευθύνουν τα πράγματα. Σχολεία, πανεπιστήμια πού είναι; Βλέπετε να γίνετε κάτι ιδιαίτερο; Το υπουργείο Παιδείας και το υπουργείο Πολιτισμού τι φτιάχνουν; Η κορυφή φταίει για όλα! Την ιστορία μας γιατί τα παιδιά του δημοτικού δεν τη μαθαίνουν τραγουδώντας; Εγώ τελείωσα νυχτερινό σχολείο και δούλευα συγχρόνως, αλλά η αγάπη για τη μάθηση ήταν πάνω από όλα…».
// Νυχτερινό σχολείο μου λέτε… Έχουν γίνει αλλαγές στην Ελλάδα προς το καλύτερο, έτσι δεν είναι;
«Και βέβαια, τώρα τα παιδιά τα έχουν όλα. Πολλές ανέσεις. Εγώ μεγάλωσα με μισοφόρια. Λεφτά για παπούτσια; Έβαζα ό,τι μου έδιναν. Έπαθα τίποτα; Καμία οικονομική κρίση δεν έχουμε σήμερα! Τώρα θα φας και μια φέτα ψωμί με βούτυρο. Τότε ξέρετε τι έτρωγα; Η μάνα μου έβαζε ψωμί με θρεψίνη».
// Τι ήταν η θρεψίνη;
«Πολτός από σταφύλια. Πού ψωμί με ελιά; Πολυτέλειες! Ψωμί με θρεψίνη! Σταφύλια, πατημένα σε μεταλλικά κουτιά. Φτηνό πράγμα. Το άρπαζα από το χέρι της μάνας μου, το έβαζα στο στόμα και έπαιζα στα σοκάκια… Δύσκολα χρόνια. Τι να πω για τη διάρκεια της χούντας; Είχαμε φόβο ακόμα και εμείς που τραγουδούσαμε δημοτικά τραγούδια. Λογοκρισία παντού…».
// Η τηλεόραση τι κάνει για το δημοτικό τραγούδι;
«Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που μπορεί να κάνει θαύματα, αλλά ποιος την κατευθύνει; Εγώ ή εσείς; Εγώ την κλείνω την τηλεόραση. Δεν έχει τίποτα το σοβαρό, το πνευματικό».
// Τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα;
«Την τηλεόραση! Ο Έλληνας βλέπει τηλεόραση για να ψυχαγωγηθεί. Τι βλέπει ο Έλληνας από την τηλεόραση για να ανοίξει το μυαλό του; Χαζομάρες αμερικάνικες! Οικόπεδο Θεού η Ελλάδα και με την παγκοσμιοποίηση θα χάσουμε το ποιοι είμαστε… Αμερικάνοι, Γάλλοι, Γερμανοί, τι θα γίνουμε, ένας αχταρμάς; Η κάθε χώρα έχει τη γλώσσα της, τις παραδόσεις της, την κουζίνα της, τα τραγούδια της. Αλλιώς είναι η ψυχοσύνθεση του Άγγλου, του Κινέζου, του Σουηδού. Γιατί να κάνω αυτό που κάνει ο Βέλγος; Εγώ έχω άλλο ουρανό, άλλο κλίμα, άλλη φύση. Θέλουν να μας καταστρέψουν τη μνήμη, να μας κάνουν άμορφη μάζα για να καταναλώνουμε; Πρέπει να αγωνιστούμε για τη χώρα, όχι ο καθένας για τον εαυτό μας».
// Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να προασπίσει τα συμφέροντά της;
«Να κοιτάξουμε τα δικά μας. Ο Ομπάμα να κοιτάξει τα χάλια της Αμερικής και ν’ αφήσει τα δικά μας… Να κοιτάξουμε τι θα κάνουμε με τη βία. Με προβληματίζει πολύ η εγκληματικότητα. Είμαι μεγάλη γυναίκα πια και φοβάμαι. Και αυτή είναι ευθύνη του κράτους. Το κράτος έχει τη δύναμη να πιάνει τους κλέφτες, τους καταστροφείς; Τι θα γίνουμε, ξέφραγο αμπέλι; Δεν έχουμε Αστυνομία; Είναι ευχάριστο να βλέπεις να σπάνε του άλλου το μαγαζί;».
// Το μέλλον πώς το βλέπετε;
«Δεν βλέπω φως! Δεν θέλω να γίνω μάντης κακών, αλλά το βλέπω χειρότερο».
// Η καθημερινότητά σας πώς είναι τώρα;
«Ήρεμη. Υγεία να υπάρχει. Όλα μάταια είναι… Ο άνθρωπος, αλήθεια, δεν σκέφτεται ότι υπάρχει και ένας θάνατος; Όλοι είναι στο να μαζέψω και άλλα χρήματα και άλλα. Μα, ό,τι και να κάνεις, βρε ηλίθιε, στο χώμα θα μπεις. Μια κάσα καλή θα σου πάρουν μόνο και αυτή θα σ’ τη φάει το χώμα».
// Δώστε, σας παρακαλώ, μια ευχή στα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με τη μουσική…
«Να διαβάζουν».
// Και για να έχουν διάρκεια;
«Για ό,τι και να κάνεις, πρέπει να έχεις αγάπη. Μα, και φούρναρης να γίνεις και πάλι αγάπη θέλει… Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. Από μια ανώτερη δύναμη συγκρατείται… Από τον Θεό. Ο Θεός είναι αγάπη…».
// Βλέπω στη βιβλιοθήκη σας όλα αυτά τα βραβεία από φορείς, από συλλόγους, από την πολιτεία… Το πιο αγαπημένο;
«Τους ευχαριστώ πολύ όλους. Αυτό δείχνει ότι όλος αυτός ο παιδεμός μου είχε ανταπόκριση… Το καλύτερο βραβείο όμως στη ζωή είναι οι φίλοι!».
// Γιατί το λέτε αυτό;
«Η μητέρα μου πέθανε πριν από είκοσι χρόνια. Ζω μόνη. Δεν παντρεύτηκα, είχα μια ατυχία. Με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται. Δυστυχία θα είναι. Σπάνια βρίσκεις άνθρωπο σωστό. Έναν άνδρα σοβαρό, κύριο. Από το να κάνεις ένα λάθος γάμο, καλύτερα να μείνεις ελεύθερος, αλλά έχω πολύ καλούς φίλους, όχι συγγενείς. Τους συγγενείς σου τους δίνει ο Θεός, τους φίλους τους επιλέγεις…».
// Καλή Ανάσταση, κ. Σαμίου!
«Και σ’ εσάς, το Άγιο Φως να σας δίνει υγεία και αγάπη…».