Το «φάρμακο» της οικονομικής κρίσης είναι η ενίσχυση της ζήτησης
Η σημερινή οικονομική κρίση δεν μοιάζει με τις προηγούμενες ούτε με εκείνη του 1929, γιατί η χρηματοπιστωτική αγορά είναι πλέον άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματική οικονομία. Η κρίση αυτή οφείλεται στη διάδοση των εικονικών άυλων τίτλων («τοξικά» και δομημένα ομόλογα), στα πλασματικά κεφάλαια των τραπεζών με τις μεταπωλήσεις χρεών των δανειοληπτών τους και στην εξωφρενική αύξηση των πιστώσεων των τραπεζών, τα τελευταία χρόνια, προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με επισφαλείς εγγυήσεις.
Η αποκάλυψη της πλασματικής ευφορίας δανειακών κεφαλαίων ήταν θέμα χρόνου και οδήγησε στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στον δραματικό περιορισμό της ρευστότητας των τραπεζών. Η αναπόφευκτη πλέον αδυναμία των τραπεζών για δανειοδοτήσεις και η αδυναμία των επιχειρήσεων – νοικοκυριών να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που οφείλουν, οδηγούν την οικονομία σε ύφεση.
Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι δραματικές για πολλές οικονομίες και ιδιαίτερα εκείνες οι οποίες έχουν διαρθρωτικά προβλήματα, χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη παραγωγική βάση. Η Ελλάδα είναι στην κατηγορία αυτών των χωρών και σε συνδυασμό με τους περιορισμένους διαθέσιμους πόρους και τα περιορισμένα όρια άσκησης εθνικής πολιτικής ως μέλος της ΕΕ, αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα που αφορούν τα δημοσιοοικονομικά μεγέθη, την αγορά εργασίας και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Ειδικότερα, οι αθεράπευτες ελλείψεις, ανεπάρκειες και στρεβλώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας και οι αναποτελεσματικές πολιτικές την τελευταία δεκαπενταετία επιδείνωσαν τον βαθμό ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και αύξησαν το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών από 4% (2001) σε 16,4% (2007) ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παράλληλα, συρρικνώθηκε το προϊόν του πρωτογενούς τομέα, αλλά και της μεταποίησης (4,6% το 2001 και -1,9% το 2007), ενώ σε βάρος αυτών των τομέων ενισχύθηκε εκείνος των υπηρεσιών. Η ενίσχυση όμως των υπηρεσιών ήταν αντιπαραγωγική και πρόσκαιρη, γιατί συνοδεύτηκε με αποβιομηχανοποίηση και αποεπένδυση, χωρίς να εξασφαλίζει μόνιμες θέσεις εργασίας. Όπως ήταν φυσικό, οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν δημοσιονομικά ελλείμματα και διόγκωση του δημοσίου χρέους.
Με δεδομένη αυτήν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας και για να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της κρίσης, απαιτείται πολύ προσεκτική αλλά αποτελεσματική οικονομική πολιτική. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να παραβλέπει το πολιτικό κόστος και να υποστηρίζεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, ώστε να αποφευχθεί ο μηδενισμός του ρυθμού ανάπτυξης, η δραματική αύξηση της ανεργίας και απρόβλεπτες κοινωνικές αναταραχές.
Πρωταρχικός στόχος, συνεπώς, είναι η ενίσχυση της ενεργού ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας των παραγομένων προϊόντων με περιορισμό του κόστους παραγωγής. Η ενεργός ζήτηση (κατανάλωση) δεν μπορεί να αυξηθεί αυτήν τη στιγμή με αύξηση των μισθών ή των αμοιβών, αλλά με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και με μείωση των συντελεστών του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας κατά 2 ή 3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση του ΦΠΑ θα οδηγήσει και σε μείωση των τιμών, άρα και στην αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων. Η μείωση αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση της ασφαλιστικής και φορολογικής επιβάρυνσης μισθών-ημερομισθίων και των επιτοκίων δανεισμού (κόστος κεφαλαίου), θα εξασφαλίσει μείωση του κόστους παραγωγής και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Σημειωτέον, ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης μαζί με τη φορολογία μισθών-ημερομισθίων αποτελούν το 35% του εργατικού κόστους παραγωγής, ενώ θα έπρεπε να είναι κάτω του 15%. Τα επιτόκια δανεισμού αποτελούν κόστος κεφαλαίου και δυσβάστακτο βάρος για τα δανειζόμενα νοικοκυριά (καταναλωτικά-στεγαστικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες). Η μείωση αυτών των επιτοκίων θα δώσει σημαντική ανάσα στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά και σε συνδυασμό με την ορθολογική-αποτελεσματική διοχέτευση των 28 δισ. ευρώ, που έχουν δοθεί στις τράπεζες, θα ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα.
Η ενίσχυση της ζήτησης από τα παραπάνω μέτρα είναι πολύ φυσικό ότι θα εξασφαλίσει σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων, τα οποία θα υπερκαλύψουν την απώλεια από τις προτεινόμενες φορολογικές μειώσεις, θα συγκρατήσουν το αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Οριακή συγκράτηση του δημοσιονομικού ελλείμματος μπορεί να επιτευχθεί με τη συγκράτηση περιορισμένου αριθμού τρεχουσών ελαστικών δαπανών του Δημοσίου, αν και κάθε μείωση των δημοσίων δαπανών με τη δεδομένη οικονομική συγκυρία και τη λειτουργία της οικονομίας κάτω του επιπέδου πλήρους απασχόλησης, θα οδηγήσει σε βάθεμα της ύφεσης, μείωση των φορολογικών εσόδων και αύξηση του ελλείμματος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κάθε περιορισμός της ζήτησης «αφυδατώνει» την οικονομία και ενισχύει τη φτώχεια-χρεοκοπία του κράτους και των νοικοκυριών.
Η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων θα ενισχυθεί εάν οι Βρυξέλλες αντιληφθούν την κρισιμότητα της κατάστασης και την ευκαιρία που δίδεται στην ΕΕ να ανταποκριθεί στην αποστολή της ώστε να εξασφαλιστεί ισορροπία και σταθερότητα σε όλα, αλλά ιδιαίτερα στα μικρά κράτη μέλη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ενεργοποίηση της ΕΚΤ, η οποία έχει τη δυνατότητα έκδοσης ευρωομολόγων, αγοράς (από τη δευτερογενή αγορά) εταιρικών ομολόγων του ιδιωτικού τομέα και επέκτασης της διάρκειας ισχύος των δανείων που χορηγεί στις τράπεζες. Παράλληλα, ίσως είναι αναγκαία η αύξηση της προσφοράς χρήματος με την έκδοση ευρώ από την ΕΚΤ. Οι παρεμβάσεις αυτές της ΕΚΤ θα ενισχύσουν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και των τραπεζών με τελικό αποτέλεσμα την αποφυγή ύφεσης των ευρωπαϊκών οικονομιών, η οποία θα έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος και θα αποδυναμώσει την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.
Η παραπάνω ανάλυση δείχνει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν έχει εκληφθεί ως εθνικό θέμα ώστε να εφαρμόζεται μια συνεπής, διαχρονικά, οικονομική πολιτική πραγματικής σύγκλισης με τις ανεπτυγμένες χώρες και διεύρυνσης της παραγωγικής της βάσης. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται πλέον τετραετές πρόγραμμα ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων με ορίζοντα δεκαετίας, το οποίο θα είναι αποτέλεσμα διακομματικής συνεργασίας.