Ταφόπλακα στα αμαρτήματα των πολιτικών η παραγραφή

Ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Γιώργος Βελλής, μιλώντας για πρώτη φορά, δεν διστάζει να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο η Βουλή διαχειρίζεται τυχόν ποινικές ευθύνες υπουργών και χαρακτηρίζει «ιλαροτραγικό» το να εκδίδονται τόσα πορίσματα όσα και τα κόμματα, για να καταλήξουν στην «ποθούμενη» από όλους παραγραφή των αδικημάτων.

=Η κίνηση της διαδικασίας του νόμου περί ευθύνης υπουργών αντανακλά τις πραγματικές προθέσεις του πολιτικού κόσμου για διαλεύκανση τυχόν ποινικών ευθυνών;

– Μια γενική, καταφατική ή αρνητική, απάντηση θα μπορούσε να θεωρηθεί παρακινδυνευμένη. Ιδίως γιατί γίνεται λόγος για προθέσεις. Εν τούτοις, αν συνεκτιμηθεί το ιλαροτραγικό γεγονός ότι κάθε φορά που διεξάγεται από τη Βουλή κάποια εξέταση με στόχο τη διερεύνηση περιπτώσεων με ποινικό υπόβαθρο, δηλαδή για ποινική ευθύνη μελών της κυβέρνησης, διατυπώνονται τελικά τόσα πορίσματα όσα και τα πολιτικά κόμματα, δικαιολογείται η βαριά υπόνοια ότι τα κριτήρια για την κίνηση της διαδικασίας περί ευθύνης υπουργών ελάχιστη επαφή έχουν με τον χώρο της Δικαιοσύνης.

Θα έλεγα ότι δεν έχουν καμία τέτοια συνάφεια, αν δεν συνέτρεχε, κατά κανόνα, η συνήθως εκατέρωθεν ποθούμενη περίπτωση της παραγραφής. Η οποία καλύπτει τα αμαρτήματα των πολιτικών όπως η πλάκα του τάφου τα σφάλματα των ιατρών…

=Να καταργηθεί η ειδική δωσιδικία των κυβερνητικών στελεχών;

– Το θέμα της ειδικής δωσιδικίας των κυβερνητικών στελεχών δεν είναι καθόλου άσχετο με εκείνο της προηγούμενης ερώτησης. Δεν είμαι βέβαιος αν η «κατασκευή» του άρθρου 86 του Συντάγματος και του συναφούς νόμου περί ευθύνης υπουργών έχει υπαγορευθεί μόνο από την ανάγκη προστασίας των κυβερνητικών στελεχών (υπουργών κ.λπ.) από μεθοδευμένες ποινικές διώξεις ή μήπως υποκρύπτεται ένα πονηρό esprit de corps σαν αυτό που απροκάλυπτα εκδηλώνεται στα θέματα άρσης της βουλευτικής ασυλίας. Η σοβαρότητα του ζητήματος, όπως έντονα αποδεικνύεται από την ιστορική διαδρομή του θεσμού, εστιάζεται σε τρία σημεία: Πρώτον ποιος κινεί την ποινική διαδικασία (προκαταρκτική εξέταση, ποινική δίωξη), δεύτερο ποιος δικάζει, τρίτο ποιος ο χρόνος της παραγραφής.

Ως προς το πρώτο υποστηρίζεται η «εύκολη» εκδοχή ότι και για μέλη της κυβέρνησης πρέπει να ισχύουν οι κοινοί δικονομικοί κανόνες: Η δίωξη να ασκείται (και η προκαταρκτική εξέταση να διατάζεται) από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών είτε αυτεπαγγέλτως είτε με παραγγελία του εισαγγελέα Εφετών ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Εφετείου ή του υπουργού Δικαιοσύνης. Η εκδοχή είναι θεωρητικά άψογη (και λειτουργεί επιτυχώς στη συνταγματική πράξη πολλών ευρωπαϊκών χωρών). Δυστυχώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην ελληνική νομικοπολιτική, δικαστική και ιστορική πραγματικότητα τέτοια θεωρητικά ιδεώδη δεν θα ευδοκιμήσουν. Τα «κλειστά μάτια» κυκλοφορούν πολύ και ατιμωρητί στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Το σχετικά προσφορότερο σύστημα θα ήταν, ίσως, το εξής: Η ποινική διαδικασία να μπορεί να κινείται διαζευκτικά είτε από τη Βουλή είτε από όργανο της δικαστικής εξουσίας (παράλληλες και αυτοδύναμες αρμοδιότητες). Κύριο δικαστικό όργανο να είναι η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών με τους όρους του ισχύοντος άρθρου 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην Ολομέλεια αυτή θα μπορεί να απευθύνεται και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αν δεν προτιμά να κινήσει ο ίδιος τη διαδικασία. Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση να διεξάγεται από εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (βοηθούμενο, κατά περίπτωση, από εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς Εφετών). Η κύρια ανάκριση πρέπει να ανατίθεται σε αρεοπαγίτη, όπως ήδη προβλέπεται (άρθρο 86 παρ.4 Συντ.). Ιδιαίτερη σημασία έχει η συγκρότηση του κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου. Στο δικαστήριο αυτό πρέπει να μη μετέχουν δικαστικοί λειτουργοί που προήχθησαν στο βαθμό τους με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου (πρόεδρος, εισαγγελέας και αντιπρόεδροι του Α.Π., πρόεδροι και αντιπρόεδροι των άλλων δικαστηρίων). Οι λόγοι προφανέστατοι.

Αντιθέτως ενδείκνυται να μετέχουν (εκτός των αρεοπαγιτών και των συμβούλων επικρατείας) και δύο μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου εν όψει του ότι η υπηρεσιακή εμπειρία τους είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη διαλεύκανση υποθέσεων διαχειριστικού χαρακτήρα. Τέλος, η εξουσία της Βουλής να ανακαλεί ή να αναστέλλει την ποινική διαδικασία σε κάθε στάδιο (άρθρο 86 παρ. 3 Συντ.) πρέπει να καταργηθεί.

Πρόκειται για ρύθμιση σκανδαλωδώς υπονομευτική του θεσμού και του έργου της Δικαιοσύνης. Κάποιες θεωρητικά πιθανές περιπτώσεις καλύπτονται πλήρως από τους κλασικούς θεσμούς της αμνηστίας και της χάριτος.

Είναι λογικό να υπάρχει κάποια ειδική (βραχύτερη) παραγραφή για τις αξιόποινες πράξεις των υπουργών και υφυπουργών. Αλλά όχι τόσο βραχεία ώστε να οδηγεί κατά κανόνα στη ματαίωση της ποινικής καταστολής και στον εμπαιγμό των θεσμών. Εύλογο και λυσιτελές θα ήταν για μεν τα πλημμελήματα να ορισθεί ότι η παραγραφή συντελείται με τη λήξη ολόκληρης της βουλευτικής περιόδου που έπεται εκείνης κατά την οποία τελέστηκε το αδίκημα, για δε τα κακουργήματα να ορισθεί ότι ο χρόνος της παραγραφής συμπληρώνεται κατά τη λήξη των δύο βουλευτικών περιόδων που έπονται της περιόδου κατά την οποία διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή πρέπει να αναστέλλεται για μια τουλάχιστον τριετία από την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο Ειδικό Δικαστήριο.

=Οι δικαστικοί λειτουργοί αντιμετωπίζουν τους πολιτικούς όπως τους κοινούς θνητούς, όπως τον απλό πολίτη;

– Στο ερώτημα αυτό δεν χωρεί ενιαία απάντηση. Η αντιμετώπιση των πολιτικών (ή των χρυσοποίκιλτων ή των δημοσιογράφων κ.ο.κ.) από την πλευρά των δικαστικών λειτουργών διαφέρει κατά κατηγορίες συνείδησης, αξιοπρέπειας, ηθικού σθένους, παιδείας, φρονήματος. Αυτά δεν επιβάλλονται ούτε υπαγορεύονται με νόμους. Το ρωμαϊκό «quid leges sine moribus» ισχύει πάντα. Οι έλληνες δικαστές έχουν το προνόμιο μιας ιδιαίτερα ισχυρής θωράκισης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Στο χέρι τους είναι να την αξιοποιούν σε κάθε περίπτωση.


Σχολιάστε εδώ