Η υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας
Υπάρχει δε συνοχή και συνέχεια στα αναγιγνωσκόμενα, αδόμενα και τελούμενα στη Λατρεία, που αποδυναμώνεται όμως με την αποσπασματικότητα της μετοχής, σ’ αντίθεση με τη μοναστική λειτουργική πράξη. Η καταφυγή των φιλακόλουθων στα μοναστήρια αυτές τις μέρες, και μάλιστα τα αγιορείτικα, αυτό το νόημα έχει. Τη δυνατότητα βιώσεως όλου του φάσματος της προσφερόμενης, από τη λατρεία, ανακεφαλαιώσεως της σωτηρίας ανθρώπου και κόσμου.
Η παροντοποίηση των συνδεομένων με τα Πάθη του Χριστού ιστορικών σωτηριωδών γεγονότων πραγματοποιείται με τα δρώμενα (λιτάνευση της εικόνας του Νυμφίου, του Μυστικού Δείπνου, του Σταυρού, του Επιταφίου, Αποκαθήλωση), αλλά κυρίως με το βασικότερο μέσον της εκκλησιαστικής μας λατρείας, τον λόγο του ύμνου και το μουσικό ένδυμά του, τον υπέροχο αυτό διφυή φορέα και εκφραστή της ορθόδοξης πίστης. Ο λειτουργικός ύμνος συνιστά την καρδιά της εκκλησιαστικής λατρείας, διότι οι δυνατότητες που προσφέρει ο ποιητικός λόγος καθιστούν την υμνογραφία το προσφορότερο μέσο για τη μυσταγωγία του σώματος-συνάξεως. Ο ύμνος μεταβάλλει τη λατρεία σε ασίγαστο στόμα της εκκλησιαστικής κοινωνίας, που δίνει καθημερινά τη μαρτυρία και ομολογία της πίστεώς της, της εμπειρίας της σωτηρίας της. Ποιητικός όμως λόγος και μελωδία συνάπτονται στον ορθόδοξο λειτουργικό ύμνο εμπροϋπόθετα, αφού η εκκλησιαστική Τέχνη στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει ποτέ αυτόνομα και αυθυπόστατα, αλλά λειτουργικά και διακονικά, προσφέροντας μέσα για την προσέγγιση του μυστηρίου της σωτηρίας. Η Τέχνη της Ορθοδοξίας κινείται στο μεταίχμιο κτιστού και ακτίστου, γεφυρώνοντας χαρισματικά την απόστασή τους ως ιστορική σάρκα της θεανθρώπινης πραγματικότητας της Εκκλησίας.
Έτσι ο Ύμνος, ως λόγος πατερικός, γίνεται ποιμαντικό μέσο για την οικοδομή των πιστών. Προσφέρει τη θεογνωσία και θεολογία της καθαρμένης και φωτισμένης από το άγιο Πνεύμα καρδιάς των Αγίων, που θεολογώντας ποιητικά, βλάπτουν τον κάλαμο στα νάματα της πίστεώς τους και στα δάκρυα της μετανοίας τους. Μεγάλοι Πατέρες και Μητέρες μας είναι ποιητές και μελωδοί των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδος. Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Κοσμάς Μαϊουμά, Μάρκος Υδρούντος, Ανδρέας Κρήτης, Κασσιανή ή Κασσία είναι τα γνωστότερα ονόματα, που μετασκευάζουν σε «τραγούδι» του εκκλησιαστικού σώματος και «Θεο-λογία» την πνευματική-καρδιακή εμπειρία τους.
Αν όμως ο υμνογραφικός λόγος είναι φωνή της Εκκλησίας, η μουσική (μελωδία) είναι το κατάλληλο ένδυμά της. Υπάρχει για τον λόγο, «των ρημάτων την δύναμιν» και όχι ως αυθυπόστατο καλλιτεχνικό μέσο. Στόχος της δεν είναι η τέρψη ή η συναισθηματική διέγερση αλλά η υποβοήθηση του λόγου για να διεισδύσει στα βάθη της ύπαρξης, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη και αυτομεμψία. Δεν είναι μουσική ακροάματος («ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ίνα προς τέρψιν ακούωμεν», παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος), αλλά λειτουργική. Διακονεί το μυστήριο του ένσαρκου Λόγου, επενδύοντας τον θεολογικό λόγο, για να μπορεί το εκκλησιαστικό σώμα να «πλέκει» εις τον Θείον Λόγο-Χριστό «εκ λόγων μελωδίαν». Γι’ αυτό και δεν βρήκαν στη λατρεία της Εκκλησίας, ως Ορθοδοξίας, ποτέ θέση τα μουσικά όργανα. Στην Εκκλησία, «όργανον» γλυκύφθογγο του Αγίου Πνεύματος γίνεται ο πιστός («Αυτός ο άνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος», κατά τον Μ. Αθανάσιον), με την καθαρή από πάθη καρδιά του. Χωρίς την καθαρότητα της καρδιάς, άλλωστε, δεν μπορεί να ζήσει κανείς τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα. Προχωρώντας για την «τελετή» της Αναστάσεως, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, θα ψάλουμε. «…και ημάς τους ευσεβείς καταξίωσον εν καθαρά καρδία Σε δοξάζειν». Είναι η «καλή καρδιά», για την οποία εύχεται ο λαός μας στα πανηγύρια και στις χαρές του, υψώνοντας το κρασοπότηρο. Γιατί, χωρίς «καλή καρδιά» δεν υπάρχει δυνατότητα κοινωνίας με τους συνανθρώπους μας και χωρίς «καθαράν καρδίαν» χάνεται η δυνατότητα μετοχής στην Άκτιστη Θεία Χάρη.
Αυτές είναι οι εκκλησιολογικές και θεολογικές αρχές, που διέπουν τον υμνογραφικό λόγο (και ) της Μεγάλης Εβδομάδος και τη μουσική-μελωδία του, καθιερωμένες από την αγιοπνευματική συνείδηση, ταυτιζόμενη με την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Γι’ αυτό και ο λαός – όλοι μας δηλαδή- μετέχει με κατάνυξη και συμψάλλει τα βασικά τροπάρια («Ιδού Ο Νυμφίος έρχεται …», «Τον νυμφώνα Σου βλέπω…», τα «Εγκώμια» του Επιταφίου κ.ά.π.). Από τη στιγμή, που το εκκλησιαστικό σώμα χάνει τη δυνατότητα παρακολούθησης του υμνογραφικού λόγου και της συμψαλμωδίας, ελέγχεται η (ενίοτε μη θεολογούσα) ψαλτική τέχνη, που αποβαίνει περισσότερο «τέχνη» και λιγότερο διακονικό ένδυμα του λόγου. Τότε σκοπός γίνεται το ακρόαμα και όχι η κατανυκτική συμμετοχή. Έτσι, όμως, «δυτικοποιείται» η εκκλησιαστική Τέχνη και εκκοσμικεύεται η Λατρεία.