Η επίσκεψη του Πλανητάρχη στην Τουρκία και η ανάγκη ριζικής αλλαγής στην εξωτερική μας πολιτική
Οι ΗΠΑ, που αντιμετωπίζουν τα δεινά αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και τη ραγδαία αύξηση του αντιαμερικανισμού ανά την υφήλιο, επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας τους στην Ευρασία με τον πιο σίγουρο, ανώδυνο και ανέξοδο τρόπο. Ειδικότερα στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εξασφαλίσουν: α) Τον έλεγχο των πηγών πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς και των αγωγών που διέρχονται από την περιοχή, β) Την ασφάλεια του Ισραήλ, που είναι ο βασικός τους εταίρος στον γεωγραφικό αυτόν χώρο και γ) Τον περιορισμό της ισλαμικής τρομοκρατίας. Οι ΗΠΑ, λοιπόν, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις τους με την Τουρκία, καθώς εκτιμούν ότι ο ιδιαίτερος γεωγραφικός χώρος που καλύπτει, αλλά και ο ηγετικός ρόλος που επιδιώκει να παίξει η Τουρκία στον ισλαμικό κόσμο, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη των παραπάνω στόχων. Αυτό φάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο ο αμερικανός Πρόεδρος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην τουρκική πρωτεύουσα, έθιξε μια σειρά από ζητήματα που έχουν αναπόφευκτα διεθνείς προεκτάσεις.
Στην ομιλία που εκφώνησε στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε αναφορά στην επιθυμία των ΗΠΑ να συνεργαστούν με τον ισλαμικό κόσμο, επιβεβαιώνοντας το νέο δόγμα της «πολιτισμικής συνεργασίας», γεγονός που ικανοποίησε ιδιαίτερα την ισλαμική κυβέρνηση του ΑΚΡ. Εξίσου ικανοποιητική ήταν και η απόφαση του πλανητάρχη να μην αναπαράγει τη φιλολογία περί του «μετριοπαθούς Ισλάμ» που είχε ανθήσει κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αμερικανικών διοικήσεων, και η οποία ενοχλούσε τελευταίως το ΑΚΡ. Ωστόσο, προβλημάτισε η γεμάτη νόημα αναφορά του στον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ, καθώς και στην αναγκαιότητα των κοσμικών αξιών –υπογραμμίζοντας μάλιστα στη συνέντευξη Τύπου ότι ο αμερικανικός λαός παρʼ όλο που αποτελείται στην πλειοψηφία του από χριστιανούς δεν προβάλλει τον εαυτό του ως τέτοιο– γεγονός που ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια τήρησης ίσων αποστάσεων από τους Κεμαλιστές και τους Ισλαμιστές. Ικανοποίηση προκάλεσε στην Άγκυρα επίσης η ανοιχτή τοποθέτηση του Ομπάμα υπέρ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δήλωση, όμως, που προκάλεσε δυσφορία στις τάξεις των ευρωπαίων ηγετών.
Ο Ομπάμα αναφέρθηκε και στα φλέγοντα ζητήματα, όπως της Αρμενικής Γενοκτονίας, δίχως όμως να την κατονομάσει, και τάχθηκε υπέρ της βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ της Άγκυρας και του Ερεβάν. Ωστόσο, δεν λησμόνησε να υπογραμμίσει ότι οι απόψεις του στο ζήτημα αυτό παραμένουν αναλλοίωτες. Το γεγονός αυτό ερμηνεύτηκε ως θετικός οιωνός από τους τούρκους αναλυτές που εκτίμησαν ότι έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος της αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας από τις ΗΠΑ στα τέλη του τρέχοντος μηνός. Έντονη δυσανασχέτηση προκάλεσε πάντως στην τουρκική ηγεσία η υπόδειξή του αναφορικά με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Όπως φάνηκε και από τη συνάντηση της κ. Μπακογιάννη με τον τούρκο ομόλογό της, Αλί Μπαμπατζάν, η Άγκυρα χρησιμοποιεί το θέμα αυτό ως μοχλό πίεσης έναντι της ελληνικής κυβέρνησης για να αποσπάσει παραχωρήσεις στη χειρότερη περίπτωση υπέρ των μουσουλμάνων της Θράκης. Έντονη δυσφορία, εξάλλου, προκάλεσε και η πραγματοποίηση της κατʼ ιδίαν συνάντησης του αμερικανού Προέδρου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Παρά τις έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν στην αμερικανική ηγεσία, το ΑΚΡ δεν κατόρθωσε να ακυρώσει τελικά τη συνάντηση, όπως είχε πετύχει παλαιότερα κατά την επίσκεψη του Μπους του νεώτερου. Καθυστερημένη αλλά σκληρή ήταν η τοποθέτηση της τουρκικής ηγεσίας, που διά στόματος του υπουργού Επικρατείας υπεύθυνου για τα δόγματα, Σαΐντ Γιαζιτζίογλου, δήλωσε πως οι αμερικανικές υποδείξεις δεν έχουν καμία βαρύτητα και ότι η Τουρκία είναι η μόνη που μπορεί να αποφασίσει επί του ζητήματος!
Στη συνάντηση που είχε με τον ομόλογό του, Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο Μπαράκ Ομπάμα έθεσε ευθέως και το θέμα της αύξησης της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν, αίτημα που θα γίνει, κατά πάσα πιθανότητα, δεκτό από την τουρκική ηγεσία. Άλλο αίτημα που συζητήθηκε και αναμένεται να τεθεί επισήμως από τους Αμερικανούς στο προσεχές διάστημα είναι η διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος κατά την αποχώρησή τους από το Ιράκ. Συναφής με αυτό το θέμα ήταν και η συζήτηση που εκτυλίχθηκε γύρω από το ζήτημα του κουρδικού απελευθερωτικού αγώνα στην Τουρκία. Ο αμερικανός Πρόεδρος ικανοποίησε με τις δηλώσεις του και σε αυτό το σημείο τις προσδοκίες της Τουρκίας. Η μόνη έκπληξη στο συγκεκριμένο θέμα σημειώθηκε κατά τη συνάντηση του Ομπάμα με τον πρόεδρο του κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατικής Τουρκίας (DTP). Στην ολιγόλεπτη συνάντηση που είχαν, ο Αχμέτ Τουρκ βρήκε την ευκαιρία να ορθώσει το ανάστημά του –ας γίνει παράδειγμα προς μίμηση στους ενοίκους του νεοκλασικού της Βασιλίσσης Σοφίας– διεκδικώντας καθεστώς αυτονομίας και καταγγέλλοντας τις πιέσεις που δέχεται ο κουρδικός λαός στην Τουρκία. Με την τουρκική ηγεσία συζητήθηκε ακόμη και η τύχη της κουρδικής αυτόνομης περιοχής στο βόρειο Ιράκ, όπου αναμένονται δραματικές εξελίξεις, μια και ο ΟΗΕ φαίνεται να αναλαμβάνει πρωταρχικό ρόλο στη διευθέτηση κυριαρχικών ζητημάτων στις πετρελαιοφόρες περιοχές, εξέλιξη που θα επηρεάσει το μέλλον του κουρδικού αγώνα.
Τέλος, ο Ομπάμα προτίμησε να εκφράσει τις γνωστές απόψεις της υπερδύναμης στα εθνικά μας θέματα, κυρίως στο Κυπριακό, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ουσιαστική υπόδειξη στην Άγκυρα για αλλαγή στη συμπεριφορά της. Η έλλειψη αναφοράς στις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, παρά τις εκκλήσεις εκ μέρους της Αθήνας, έρχεται να επιβεβαιώσει την αδυναμία της ελληνικής πλευράς στην άσκηση στοιχειώδους επιρροής στα αμερικανικά κέντρα εξουσίας.
Η ευκολία με την οποία οι Αμερικανοί προχώρησαν σε παραχωρήσεις προς την Άγκυρα στα κρίσιμα ζητήματα που άπτονται των τουρκικών εθνικών συμφερόντων, δίνουν μια πρώτη ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί προτίθενται να ασκήσουν την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, η ταύτιση συμφερόντων μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας δεν μπορεί να είναι απόλυτη, ούτε μπορεί να διαρκέσει στο διηνεκές. Κέντρα εξουσίας της περιοχής, όπως φερʼ ειπείν το Μπακού, που ένιωσαν εκτεθειμένα από τις προδιαγραφόμενες εξελίξεις στην περιοχή, έχουν ήδη εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους. Μια ριζική αλλαγή στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής είναι πλέον επιβεβλημένη.