Ελλάδα και αμερικανική πολιτική

Στην πραγματικότητα ο νέος αμερικανός ηγέτης, σε ό,τι αφορά την Τουρκία, πλειοδότησε προς την ίδια κατεύθυνση. Υπερακόντισε στο θέμα της γεωπολιτικής και στρατηγικής της σημασίας. Αναδέχθηκε και προέβαλε τον υποτιθέμενο ρόλο συνδέσμου και παραδειγματισμού που διαδραματίζει στον χώρο του μουσουλμανικού κόσμου. Ζήτησε επιτακτικά την ένταξή της στην ΕΕ ως το θέμα να μην αφορούσε μόνο τους Ευρωπαίους αλλά να ήταν θέμα ΝΑΤΟ και διατλαντικής συνεργασίας, στην οποία οι ΗΠΑ, ως ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου, έχουν προνομιακό λόγο.

Ανεξάρτητα από τη στάση απέναντι στην Τουρκία, υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην αμερικανική πολιτική

Η τοποθέτηση αυτή απέναντι στην Τουρκία δεν πρέπει να δώσει την εντύπωση ότι ο Ομπάμα είναι Μπους και ότι δεν θα υπάρξουν γενικά αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και στην αμερικανική θεώρηση του κόσμου. Υπάρχει πρώτα απ’ όλα η μεγάλη διεθνής χρηματιστική και οικονομική κρίση που έχει ως αφετηρία και επίκεντρο τις ΗΠΑ και η οποία δημιούργησε μια νέα διεθνή κατάσταση. Έδειξε τα όρια της ηγεμονικής υπεροψίας των ΗΠΑ που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το πού οδηγεί ο αχαλίνωτος χρηματιστικός καπιταλισμός, η αποθέωση της ελεύθερης αγοράς και η παγκοσμιοποίηση χωρίς κανόνες και επαρκείς εθνικούς και διεθνείς ελέγχους. Τα ιδεολογήματα περί μιας και μόνης υπερδύναμης, που ρυθμίζει τα πάντα μέσα σ’ έναν μονοπολικό κόσμο, κατέρρευσαν παταγωδώς. Όλοι σήμερα συνειδητοποιούν και αποδέχονται ότι ο κόσμος είναι ήδη πολυπολικός και ότι η αντιμετώπιση των μεγάλων διεθνών προβλημάτων απαιτεί τη συνεννόηση, τη συνεργασία και τη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου. Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και παλινορθωμένη Ρωσία συνιστούν σήμερα, μαζί με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία τις κορυφές ενός πολυπολικού κόσμου. Η Ευρώπη, που κατέχει την πρώτη θέση στο διεθνές εμπόριο, παραμένει ακόμη από πολιτική άποψη ανολοκλήρωτη, αντιμέτωπη με την πρόκληση να εξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική Ένωση και ανεξάρτητο πόλο ή να παραμείνει ενός είδους χαλαρή οικονομική ζώνη, γεωπολιτικά δορυφορούμενη από τις ΗΠΑ. Χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία πρωτοστατούν, ως γνωστόν, για μια Ευρώπη – πολιτική Ένωση. Χώρες όπως η Μ. Βρετανία υποστηρίζουν την προοπτική της χαλαρής οικονομικής ζώνης. Πλειοδοτούν για τον λόγο αυτόν, από κοινού με τις ΗΠΑ, για μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση της ΕΕ, περιλαμβανομένης της Τουρκίας, η ευρωπαϊκή ταυτότητα της οποίας δεν είναι και τόσο προφανής.

Αποστάσεις Ομπάμα από την πολιτική Μπους

Στο γενικό αυτό πλαίσιο, ο νέος αμερικανός Πρόεδρος πήρε ήδη αποστάσεις από την προηγούμενη πολιτική Μπους σε μια σειρά μεγάλων θεμάτων. Κατά πρώτον λόγο, στο κρίσιμο θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία, που αφορά άμεσα και την Ευρώπη: Έστειλε ήδη μηνύματα με τα οποία προσεγγίζει σε αδρές γραμμές τη στάση των χωρών του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά και της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδος και άλλων χωρών μελών. Το νόημα της πολιτικής αυτής το εξέφρασε παραστατικά ο Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί λέγοντας ότι στον κόσμο, όταν έχει τόσο μεγάλα προβλήματα που χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση, θα ήταν τρέλα να προσθέσουμε και έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Ρωσία. Τέρμα επομένως στη νεοψυχροπολεμική πολιτική της περιόδου Μπους. Στο πλαίσιο αυτό παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες το θέμα της ένταξης της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, όπως κατά πάσα πιθανότητα και το θέμα της ανάπτυξης αντιπυραυλικών συστημάτων στην Πολωνία και την Τσεχία, προς μεγάλη απογοήτευση των πολύ φιλοατλαντικών κυβερνήσεων των χωρών αυτών.

Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι παραγράφεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με τη Ρωσία είτε αυτός αφορά τον χώρο της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων είτε τον χώρο της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου, της Κασπίας Θάλασσας και της Κεντρικής Ασίας.

Ιράκ, Αφγανιστάν, Ιράν

Η επανεξέταση από τον νέο αμερικανό Πρόεδρο της πολιτικής του Μπους αφορά και τα δύο καυτά πολιτικά μέτωπα, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπως επίσης το Ιράν. Η δεδηλωμένη πολιτική αποχώρησης από το Ιράκ χρειάζεται να συντελεστεί υπό όρους που δεν θα οδηγήσουν σε μια νέα αποσταθεροποίηση, με προεκτάσεις νέας περιφερειακής διαμάχης μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών. Οι Σουνίτες, σύμμαχοι των ΗΠΑ, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία πνέουν μένεα κατά των Αμερικανών για τη μεταβίβαση της εξουσίας στην πλειοψηφία των Σιιτών στο Ιράκ, μετά την ανατροπή του Σαντάμ. Εύφλεκτο και προβληματικό παραμένει επίσης το θέμα των Κούρδων του Ιράκ. Η Τουρκία καραδοκεί για να παρουσιαστεί ως παράγων σταθερότητας και εντολοδόχος των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Για το Αφγανιστάν, ο νέος αμερικανός Πρόεδρος επιχειρεί μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεθνοποίηση και παραλλήλως αφγανοποίηση στο εσωτερικό. Για να αποφύγει τον επ’ αόριστον εγκλωβισμό των ΗΠΑ, κατέστησε σαφές ότι η αμερικανική εμπλοκή έχει ορίζοντα 3-5 χρόνια, χαμηλώνοντας στο πνεύμα αυτό τον πήχη των επιδιωκόμενων στόχων. Στόχος πλέον δεν είναι η επιβολή της «δημοκρατίας» στο Αφγανιστάν, αλλά η εξουδετέρωση της τρομοκρατίας της Αλ Κάιντα. Πραγματική όμως σπαζοκεφαλιά παραμένει η διαχείριση του Πακιστάν σε συνδυασμό με το πρόβλημα του Αφγανιστάν.

Αναφορικά με το θέμα του Ιράν η νέα αμερικανική πολιτική δίνει προτεραιότητα σ’ έναν νέο κύκλο προσπαθειών για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, έστω και προσωρινής. Ζητά στη λογική αυτή τη συνεργασία και την αρωγή της Ρωσίας, που έχει ιδιαίτερες σχέσεις με το Ιράν.

Περιβάλλον και κλιματικές αλλαγές

Ένα άλλο μεγάλο διεθνές θέμα στο οποίο ο νέος αμερικανός Πρόεδρος απομακρύνεται από την πολιτική Μπους, είναι το Περιβάλλον και οι κλιματικές αλλαγές. Εγκαταλείποντας τις παλιές αμερικανικές επιφυλάξεις σε σχέση με το Σύμφωνο του Κιότο ο Μπαράκ Ομπάμα δηλώνει έτοιμος να συνεργαστεί κατά πρώτον λόγο με την Ευρώπη όσον αφορά τη λήψη αποφασιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επαπειλούμενων δραματικών συνεπειών από την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις κλιματικές αλλαγές.

2. Γιατί οι ΗΠΑ ακολουθούν τη γνωστή πολιτική τους απέναντι στην Τουρκία;

Συνοπτικά η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία υπαγορεύεται από τρεις βασικούς επιδιωκόμενους στόχους:

α. Τη λεγόμενη ευρωασιατική στρατηγική: Η στρατηγική αυτή έχει ως άξονα τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία, προωθεί την ενιαία θεώρηση του ευρω-ασιατικού χώρου, προϋποθέτει τη σύμπλευση ΗΠΑ και Ευρώπης στο πλαίσιο των ατλαντικών δομών και θέτει ως στόχο την αμφισβήτηση της ρωσικής ηγεμονίας στον χώρο του Καυκάσου, της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας, περιοχών με μεγάλη γεωπολιτική αξία που περικλείουν στο υπέδαφός τους τα μεγαλύτερα ενεργειακά αποθέματα στον κόσμο παραλλήλως προς εκείνα της γειτνιάζουσας Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία θεωρείται από την άποψη αυτή, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, κομβική χώρα για την υποστήριξη της συγκεκριμένης στρατηγικής. Θεωρείται παραλλήλως σημαντική για τις ισορροπίες στη Μ. Ανατολή και για τις σχέσεις με τον μουσουλμανικό κόσμο, στον οποίο προβάλλεται το υποτιθέμενο κοσμικό και «δημοκρατικό» της πολίτευμα, παρά το γεγονός ότι είναι μουσουλμανική χώρα.

β. Την επιδιωκόμενη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων:

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και κατά την περίοδο της πλήρους ρωσικής αδυναμίας, επί προεδρίας Γέλτσιν, οι ΗΠΑ βρήκαν το πεδίο ελεύθερο για να προωθήσουν στα Βαλκάνια μια νέα τάξη πραγμάτων που να εγγυάται σε βάθος χρόνου, με γεωπολιτικές αλλαγές, τη μη επάνοδο στα Βαλκάνια της παραδοσιακής ρωσικής επιρροής, ακόμη και όταν θα έχει παλινορθωθεί η ρωσική δύναμη. Η γεωπολιτική αναδιάρθρωση συνίσταται, συγκεκριμένα, στην υποβάθμιση των φιλικών προς τη Ρωσία παραγόντων και την αναβάθμιση των μη φιλικών. Φιλικοί παράγοντες θεωρούνται τα ισχυρά εθνικά κράτη σλαβικής καταγωγής, όπως κατά πρώτον λόγο η Σερβία, η Ορθοδοξία και γενικά η φιλορωσική συμπάθεια που εκπορεύεται από τη θεώρηση της Ρωσίας ως αντίπαλου δέους προς την Τουρκία.

Μη φιλικοί προς τη Ρωσία παράγοντες θεωρούνται οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων, οι μειονότητες και η ενισχυμένη τουρκική παρουσία και επιρροή στα Βαλκάνια. Είναι γνωστά τα όσα συνέβησαν στα Βαλκάνια στο πνεύμα των παραπάνω αρχών και επιδιώξεων.

γ. Την αμερικανική ιδέα για την Ευρώπη:

Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης ξεκίνησε αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με αμερικανική και αγγλική ενθάρρυνση ως ένα μέσο για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής συνοχής και αλληλεγγύης απέναντι στον κοινό κίνδυνο της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνισμού. Η αποφασιστική εκκίνηση της Ευρώπης, υπό τη σημερινή της μορφή, έγινε μετά το αγγλογαλλικό φιάσκο του Σουέζ στη δεκαετία του ’50. Τότε οι δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, βρέθηκαν σύμφωνες, υπό τον φόβο μιας πυρηνικής σύγκρουσης, να ζητήσουν τον άμεσο τερματισμό της αγγλογαλλικής στρατιωτικής επέμβασης κατά της Αιγύπτου.

Ο στρατηγός Ντε Γκολ διαπίστωσε στη συνέχεια ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση από τη γαλλογερμανική συμφιλίωση την οποία δρομολόγησαν αποφασιστικά με τον καγκελάριο Αντενάουερ. Από τότε συνέβησαν και επιδιώχθηκαν πολλά για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Η αμερικανική πλευρά όμως, με συνεπίκουρη τη Μ. Βρετανία, δεν δέχθηκε ποτέ την προοπτική η Ευρωπαϊκή Ένωση να εξελιχθεί σε αυτόνομη πολιτική Ένωση, που θα υπονόμευε τον ρόλο του ΝΑΤΟ. Το τελευταίο λειτουργεί ως το θεσμικό πλαίσιο της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη.

ΗΠΑ και Μ. Βρετανία υποστηρίζουν χωρίς περιστροφές μια Ευρώπη που θ’ αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, την οικονομική διάσταση του ΝΑΤΟ και θα συμπορεύεται στρατηγικά μ’ αυτό. Υποστηρίζουν επίσης ότι η ΕΕ πρέπει ν’ αποτελεί περισσότερο μια ζώνη ελευθέρων ανταλλαγών παρά μια πραγματική πολιτική Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, πρωτοστατούν μεταξύ άλλων στην προώθηση της τουρκικής υποψηφιότητας στην ΕΕ. Η ένταξη της Τουρκίας θα επιβεβαίωνε αφενός την ιδέα της συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο θεσμών, ΝΑΤΟ και ΕΕ, και αφετέρου κυρίως θα κατέφερε καίριο πλήγμα στην ιδέα μιας συνεκτικής και πολιτικά αυτόνομης ιδέας της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή που παρεκίνησε το κόμμα ΑΚΡ του Ερντογάν να κάνει στροφή από τις αρχικές θέσεις του και να υποστηρίξει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ.

3. Η υποστήριξη από τις ΗΠΑ της παγκοσμιοποίησης, της μεταεθνικής εξέλιξης και της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας:

Σκοπίμως γίνεται συνήθως σύγχυση γύρω από την παγκοσμιοποίηση ως τεχνική πραγματικότητα, που συνδέεται με την επανάσταση της τεχνολογίας, των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών και την παγκοσμιοποίηση ως πολιτική.

Η δεύτερη προϋποθέτει, ασφαλώς, την πρώτη, αλλά εκφράζει ταυτόχρονα μια πολιτική επιλογή, που συνδέεται με τις αρχές της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και του άκρατου και άκριτου συστήματος των ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών σε διεθνές επίπεδο.

Ήδη από τη δεκαετία του ’80 και την πολιτική της λεγόμενης «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» του Ρόναλντ Ρίγκαν και την παράλληλη πολιτική της Μάργκαρετ Θάτσερ άρχισε να αναπτύσσεται και να απλώνεται διεθνώς ως ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα η αποθέωση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να διακηρύσσεται η «ανάγκη» για την υποβάθμιση του ρόλου του κράτους και η σαρωτική κατάργηση των ρυθμιστικών και κανονιστικών παρεμβάσεων και ελέγχων του κράτους, ως αντιτιθεμένων στις αρχές, μιας σύγχρονης αγοράς, που λειτουργεί σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Η τάση αυτή αποκορυφώθηκε κατά την επόμενη δεκαετία, με όλη την έπαρση που έφερε η «νίκη» κατά του αντίπαλου συστήματος, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο ανεξέλεγκτος και ασύδοτος χρηματιστικός καπιταλισμός μιας μικρής ολιγαρχίας έγινε επίσημη κρατική πολιτική των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση της Μ. Βρετανίας, παρουσιαζόμενος ως «αναπόφευκτη» εξέλιξη και έκφραση της διεθνοποιημένης οικονομίας. Η παγκοσμιοποίηση του είδους αυτού προεβλήθη ταυτόχρονα σαν η σημαία και το όχημα μιας νέου μη εδαφικού τύπου παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, μόνης υποτιθέμενης υπερδύναμης στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, μέσω του ελέγχου της παγκόσμιας χρηματιστικής αγοράς και της χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Η πολιτική αυτή, προωθώντας τη λεγόμενη απορρύθμιση, έφτασε στο σημείο, το 1999, να καταργήσει τον νόμο Glass Steagall Act του 1933, που απαγόρευε αυστηρά τη σύγχυση μεταξύ μιας εμπορικής τράπεζας και μιας τράπεζας επενδύσεων.

Ο νόμος αυτός είχε θεσπιστεί τότε στο πλαίσιο της πολιτικής του λεγόμενου New Deal, γιατί ακριβώς η σύγχυση αυτή είχε θεωρηθεί ως ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν στην κρίση του 1929.

Η παγκοσμιοποίηση του είδους αυτού δεν είχε μόνον ως συνέπεια την αλματώδη ανάπτυξη του λεγόμενου καπιταλισμού του καζίνου και της εικονικής οικονομίας εις βάρος της πραγματικής. Έγινε επίσης ιδεολογία και κίνητρο για το μεγαλύτερο άνοιγμα των συνόρων, την αμφισβήτηση του έθνους και του εθνικού κράτους, την «πολυπολιτισμική» κοινωνία και τη θεαματική ανάπτυξη της παράνομης μετανάστευσης.

Πώς διαμορφώνει κανείς τους όρους μιας παγκόσμιας ανταγωνιστικής αγοράς; Προφανώς, με απορρύθμιση και φιλελευθεροποίηση των τριών βασικών παραγόντων που συνιστούν μια αγορά: Ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, εργατικού δυναμικού και κεφαλαίου. Οι φιλοδοξίες διεθνούς ηγεμονίας αποδείχθηκαν φρούδες για τις ΗΠΑ, γιατί μεγάλες χώρες όπως πρωτίστως η Κίνα, αλλά και η Ινδία, η Ρωσία του Πούτιν, η Βραζιλία έπαιξαν με τους δικούς τους όρους και ανεδείχθησαν σε ανεξάρτητους πόλους παράλληλα με τους παλαιούς πόλους του βιομηχανικού κόσμου, τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία.

Η διεθνής χρηματιστική και στη συνέχεια οικονομική κρίση έδειξε σε όλη τη διάστασή του τον παραλογισμό, την άμετρη κυνική ιδιοτέλεια μιας μικρής μειοψηφίας και τον κίνδυνο που διέτρεξε ολόκληρος ο κόσμος, ο οποίος βρέθηκε όμηρος και θύμα της πολιτικής αυτής.

Οι πάντες διαπίστωσαν την ανάγκη και τον ρόλο του κράτους ως καταφυγή και ως ρυθμιστή και εγγυητή της οικονομικής και κοινωνικής προόδου και των ζωτικών συμφερόντων κάθε λαού.

Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι είναι ευκολότερη η διαπίστωση και εκτίμηση των χρηματιστικών και οικονομικών ζημίων που προκάλεσε η πολιτική αυτή σε σύγκριση με άλλες που είναι λιγότερο ορατές και που έχουν πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες: Η υπόσκαψη π.χ. της ιδέας και του ρόλου του εθνικού κράτους και του έθνους. Η ανεξέλεγκτη εισβολή λαθρομεταναστών. Η κατακόρυφη άνοδος της εγκληματικότητας και του αισθήματος της ανασφάλειας. Η κρίση στην εθνική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για το μέλλον.


Σχολιάστε εδώ