ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΔΙΑΒΗΚΑΝ ΤΑ ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙΑ

Άς περπατάμε όλοι γυμνοί
ο ήλιος μάς σκεπάζει
κι η κουκουβάγια ολονυχτίς
άς κλαίει, άς σπαράζει.

Εις τήν Αρχαία Αγορά
ως Έλληνες γενναίοι
άς βγάλουμε τά σώβρακα
ζεστός άνεμος πνέει.

Άς ομιλούμε αρχαϊστί
καί άς φιλοσοφούμε
έχουμε τόσα σοβαρά
περί Θεών νά πούμε.

Έχουμε δώδεκα Θεούς
όπου φορούν μανδύα
όμως ποτέ δέν κρύωσαν
διότι είχαν παιδεία.

Λέγε καί λέγε συνεχώς
ως καί περιπατούντες
μετέβαιναν στό άπειρον
μέ γέλιο κι ομιλούντες.

Τό κρύο ήταν άγνωστο
κι αόρατη η φτώχεια
μιά καί μιλούσε τό μυαλό
καί έπιανε στά βρόχια

τήν κωμωδία τής ζωής
καί τήν ασχετοσύνη.
Αυτά, γιατί μαθαίνανε
τή μετριοφροσύνη.

Βροχούλα ήταν τών Θεών
μέ σέβας τήν τιμούσαν
ομπρέλες δέν κρατούσανε
τά σύννεφα ευλογούσαν.

Τούς έλεγαν «ευχαριστώ»
κι όλο φιλοσοφούσαν
άν έπεφταν καί κεραυνοί
εκείνοι τραγουδούσαν.

Είχαν στή φύση σεβασμό
τά δέντρα γιά παρέα
έπιναν οίνο κρατερό
καί ένιωθαν ωραία.

Τιμούσαν τούς ηγέτες τους
μά καί τούς ξεπαστρεύαν
όταν τούς ένιωθαν δειλούς
κι ότι τούς κοροϊδεύαν.

Επράξανε καί σφάλματα
μά δέν μοιρολογούσαν
τιμούσαν τή φιλία τους
ομοίως καί τήν Μούσαν.

Δέν ήταν όλοι τους καλοί
ούτε καί σατανάδες
καί μόνο διά τό σωστόν
τό ρίχναν στούς καβγάδες.

Καί τώρα οι απόγονοι
μοιάζουμε μαριονέτες
πού μάς κινούν αφ’ υψηλού
κάτι χαζολεβέντες.

Φοβόμαστε τόν ίσκιο μας
κι εκλιπαρούμε όλοι
τούς τριακόσιους άσχετους
πού κυβερνούν τήν πόλη.

Τέτοιος λαός δέν είν’ Λαός
εάν δέν ξιφουλκήσει
ν’ αρπάξει τό δικαίωμα
νά τούς εξοστρακίσει.

Στά Τάρταρα ν’ αποσταλούν
ως άθλιοι ικέτες
ξεχνώντας γούνες Αστρακάν
κι ερωτικές κουκέτες.
……………………………………..
Οι σημερινοί Έλληνες αποτελούμε
μιάν χορωδία φαλτσαδούρας.
Ποιά αυτιά, λοιπόν, μπορούν
νά μάς ακούσουν; Σάς ερωτώ.


Σχολιάστε εδώ