Η φοροδιαφυγή
Κύριε Διευθυντά,
Καθημερινά διαβάζουμε κι ακούμε ότι η κακοδαιμονία της οικονομίας μας οφείλεται, κατά μέγα μέρος, στη φοροδιαφυγή και ότι θα γίνουν προσπάθειες περιστολής της. Αυτά ακούγονται από κάθε κυβέρνηση, αλλά τελικά δεν βλέπουμε αποτέλεσμα ή κάποια, προς τούτο, προσπάθεια.
Θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελεσματικής περιστολής της φοροδιαφυγής και αύξησης των εσόδων του κράτους, αν και η απλότητά τους μου βάζει τη σκέψη, ότι τις ξέρουν οι υπεύθυνοι και δεν θέλουν να τις εφαρμόσουν.
Θα αναφερθώ πρώτα στην έκπτωση εξόδων από το φορολογητέο εισόδημα, του οποίου η έκπτωση είναι 40% και με τον συντελεστή φόρου 30% γίνεται 12%. Έτσι, αν πληρώσω στον γκαραζιέρη μου (ή επισκευαστή αυτοκινήτων) 1.000 ευρώ και ζητήσω τιμολόγιο, θα επιβαρυνθώ με 180 ευρώ και θα γλιτώσω από τη φορολογία μου 120 ευρώ (τα οποία θα εισπράξω μετά έναν χρόνο). Γιατί λοιπόν να ζητήσω τιμολόγιο και να φανώ κακός στον γκαραζιέρη μου και να χάσω και 60 ευρώ;
Η λύση είναι αυταπόδεικτη αλλά δεν εφαρμόζεται (για άγνωστους-γνωστούς λόγους), δηλαδή να αφαιρείται όλο το καταβληθέν ποσόν ώστε να ωφελείται ο πολίτης με 30% ενώ θα καταβάλει 18% και έτσι θα έχει 12% όφελος. Τότε σίγουρα θα ζητάει τιμολόγιο και θα πληρώνει το 18%, από το οποίο θα ωφελείται το κράτος. Εκτός αν το κράτος δηλώσει ότι δεν μπορεί ή είναι ανίκανο ή δεν θέλει να εισπράξει τον ΦΠΑ!
Το δεύτερο σκέλος της φοροδιαφυγής αφορά στα τέλη κυκλοφορίας IX, από τα οποία τα 350. 000 δεν τον πληρώνουν (έτσι θέλουν), ενώ είναι πολύ εύκολο να χρεωθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα του υπουργείου με το ανάλογο τέλος (δεδομένου ότι στη δήλωσή μας αναγράφουμε το αυτοκίνητό μας και όσοι δεν κάνουν δηλώσεις αναγκαστικά έχουν ΑΦΜ, το οποίο παίρνουν για να κυκλοφορήσουν το ΙΧ τους).
Προς τι λοιπόν οι εκκλήσεις του υπουργείου Οικονομικών προς τους πολίτες να είναι σύννομοι προς τις οικονομικές τους υποχρεώσεις όταν το ίδιο το υπουργείο αδρανεί, παραβλέπει και αποφεύγει να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του; Ξέρω βέβαια τι θα μου πουν οι αναγνώστες σας, ότι «ζητάω ψύλλους στα άχυρα», αλλά επειδή πάντα υπάρχει ελπίδα και ίσως κάποιος φιλότιμος υπεύθυνος διαβάσει τα παραπάνω και σκεφθεί (αν και δύσκολο) και ενεργήσει ανάλογα, για το καλό όλων μας, τελειώνω με τη βεβαιότητα της δημοσίευσής της επιστολής μου, όπως πάντα κάνει «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» για ζητήματα κοινού συμφέροντος.
Αν τα παραπάνω φαίνονται σε μερικούς αφελή, φανταστείτε πόσο αφελείς πρέπει να θεωρούνται οι επικλήσεις του υπουργείου και οι ισχυρισμοί ότι ο Έλληνας πρέπει να σκέπτεται, ότι, όταν δεν ζητάει αποδείξεις, στερεί τα κράτος από έσοδα που θα χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση των παιδιών του! Τι είναι λοιπόν πιο αφελές; Να ζητώ αποδείξεις και να ζημιώνω από το μικρότερο όφελος του φόρου, που θα εισπράξω μετά ένα χρόνο; Ή μήπως είναι τελείως αφελές να θεωρείται σωστό ένα κράτος που δεν παρακινεί (με έκπτωση ολοκλήρου του ποσού και όχι του 4%) να ζητάει αποδείξεις;. Μάλλον το δεύτερο και δεν χρειάζεται αποδείξεις.
Αναστάσιος Β. Κοβάτσης,
Καθηγητής Πανεπιστημίου (ΑΠΘ)