Ανθρωποκεντρική χρήση κατά της ρύπανσης και της σπατάλης στην ηλεκτροπαραγωγή
Ηγενικευμένη χρήση του φυσικού αερίου (Φ.Α.) στη θερμοηλεκτρική παραγωγή στο επίπεδο του 70% της συνολικά διαθέσιμης ποσότητας ετησίως, όταν σε εξελιγμένες ενεργειακά οικονομίες περιορίζεται κάτω του 30%, είναι απτό δείγμα της στρέβλωσης της αγοράς και της πολιτικής ενέργειας στην Ελλάδα – διαχρονικά από την εισαγωγή του πριν από δέκα χρόνια.
Το Φ.Α. παρά τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματά του έναντι του πετρελαίου, του άνθρακα, του λιγνίτη και του υγραερίου, δεν είναι αθώο.
Η αλόγιστη χρήση του είναι οικονομικά επιζήμια ενώ ταυτόχρονα ρυπαίνει. Είναι καταλληλότατο για πρωτογενείς εφαρμογές στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία, όπου διευκολύνει την παραγωγή, όπως διευκολύνει και στον οικιακό τομέα με τη φλόγα του αερίου να δίνει άμεση θερμότητα στον άνθρωπο (και δροσιά το καλοκαίρι στα ψυκτικά συστήματα) υποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό το ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα και το πετρέλαιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει τη μεγαλύτερη απόδοση, εγγυάται εξοικονόμηση ενέργειας και μειώνει τις δαπάνες του νοικοκυριού.
Όμως η διείσδυσή του καθυστερεί, διότι βασίζεται σε υποδομές και δίκτυα διανομής για τα οποία το ελληνικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα, με πολιτική και κρατική συνεργία δεν διαθέτει επαρκή κεφάλαια, αφού προτιμάται η κερδοσκοπική διάθεσή του στην ηλεκτροπαραγωγή.
Και μάλιστα είναι η κρατική λογική των κομμάτων εξουσίας που προτρέπει προς τη δευτερογενή χρήση του Φ.Α. με καύση για την ηλεκτροπαραγωγή της ΔΕΗ και κυρίως των ιδιωτικών επιχειρήσεων χάριν της κερδοσκοπικής εμπορίας του ηλεκτρικού ρεύματος, ιδίως σε περιόδους αιχμής καταναλωτικής κατά τα όλο και θερμότερα καλοκαίρια, ως αποτέλεσμα του πλανητικού ατμοσφαιρικού θερμοκηπίου και της ανθρωπογενούς ρύπανσης.
Στη διαδρομή της ενεργειακής μετατροπής του Φ.Α., από την καύση μέχρι την εξαγωγή του ηλεκτρισμού, σχεδόν τα δύο τρίτα της συνολικής θερμότητας διασκορπίζονται αναντίστρεπτα στο περιβάλλον. Γιʼ αυτό ο εξορθολογισμός στη χρήση της ενέργειας δίνει προτεραιότητα στη διείσδυση του Φ.Α. όχι ισοπεδωτικά παντού, αλλά εκεί που μπορεί να υποκαταστήσει το ηλεκτρικό ρεύμα, διευκολύνει και βελτιώνει τις παραγωγικές διαδικασίες.
Αντίθετα στη σημερινή ελληνική ενεργειακή πρακτική παγιώνεται η ανορθολογική διάθεση άνω των δύο τρίτων του εισαγόμενου Φ.Α. στους ηλεκτροπαραγωγούς. Πρόκειται για μια βολική αλλά σπάταλη λύση, η οποία με το πρόσχημα της μειωμένης ρύπανσης προκαλεί αναπτυξιακή ζημιά και προσθέτει εξάρτηση από νέες εισαγωγές αερίου.
Η υπέρμετρη και βεβιασμένη χρήση του αερίου οιστρηλατείται επίσης από δεσμεύσεις διακρατικών συμφωνιών, ευκαιριακές οικονομικές αποδόσεις και με διευκολύνσεις εγκατάστασης κατά μήκος του κεντρικού Αγωγού Μεταφοράς Φ.Α. Εμποδίζεται έτσι η αναπτυξιακά πρόσφορη και φιλικότερη στο περιβάλλον χωροθέτηση νέων θερμοηλεκτρικών σταθμών και η εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας παραγωγής.
Παραδείγματα προς αποφυγήν: Η ενεργειακή υποβάθμιση του Φ.Α. και η επιβάρυνση περιβάλλοντος από τους νέους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς
(α) της Αλουμίνιον της Ελλάδος στον όρμο Αντίκυρας στον βόρειο Κορινθιακό,
(β) της ΔΕΗ στο ενεργειακό πεδίο της Μεγαλόπολης
(γ) της Χαλυβουργικής/ΔΕΗ στον ομώνυμο εργοστασιακό χώρο στην παραλία Ασπροπύργου στο νότιο Θριάσιο Πεδίο και
(δ) της ENELCO στη Λειβαδιά σε επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο Χαιρώνειας.
Είναι δηλαδή τοποθεσίες δίπλα σε κατοικημένες και ευαίσθητες περιοχές, που ασφυκτιούν από ρύπους και ρυπαντές παντός είδους ή σε ανθούσες αγροτικές ή άλλες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες προτιμούνται από «επενδυτές», επειδή απλώς βρήκαν φτηνή γη κοντά στον αγωγό μεταφοράς Φ.Α.
Οι παραπάνω σταθμοί –πέρα από τις δραστικές τοπικές εκπομπές ρύπων– θα προσθέσουν ετησίως τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια τόνους αερίων του θερμοκηπίου και τεράστιες ποσότητες θερμότητας απορριπτόμενες ως απώλειες σε αέρα και θάλασσα (πάνω από ένδεκα δισεκατομμύρια κιλοβατώρες χαμένες κάθε χρόνο). Όλα αυτά ως επακόλουθο της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος των 2.900 μεγαβάτ των παραπάνω σταθμών, οι οποίοι χρειάζονται κάποια δισ. κυβικά μέτρα αερίου ετησίως, αν θέλουν να λειτουργούν με επαρκή παραγωγικότητα.
Αποτέλεσμα αυτής της αχαλίνωτης ελευθεριότητας είναι να ακυρώνεται επίσης η ομαλή ανάπτυξη του Φ.Α. στο Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό της Ελλάδας (ΜΕΣΕ του Συμβουλίου Εθν. Ενεργειακού Σχεδιασμού), τον οποίο καταθέτει η κυβέρνηση κάθε χρόνο στη Βουλή και εγκρίνεται κατά κανόνα από τα κόμματα εξουσίας.
Τέτοιες ανακολουθίες δεν ταιριάζουν στο επιστημονικά συμβατό πλαίσιο ορθολογικής ανάπτυξης του Φ.Α.
Επιβάλλεται λοιπόν ο επανασχεδιασμός του συνεχώς ανατρεπόμενου από τις εξελίξεις Εθνικού Ενεργειακού Σχεδίου με τον επιβαλλόμενο συντονισμό των επίσημων ενεργειακών φορέων, με ευρηματικότητα και προϋπολογιστική επάρκεια. Και επίσης είναι αναγκαία η επανεξέταση της αδειοδότησης, της χωροθέτησης και της τεχνολογίας των προαναφερθέντων αλλά και άλλων υπό σχεδιασμόν ενεργοβόρων θερμοηλεκτρικών σταθμών Φ.Α.