Πώς θα αντιμετωπισθεί το μείζον πρόβλημα εθνικής ασφάλειας που απειλεί την Ελλάδα
Ο Ελληνισμός υπήρξε, σε όλη τη μακρά ιστορία του, έκθετος σε εξωτερικές πιέσεις, που προέρχονταν ταυτόχρονα από πολλές πλευρές. Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το 1990, το γεωπολιτικό περιβάλλον του ελληνικού κράτους (Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειος) χαρακτηρίζεται από αστάθεια και κυριαρχείται από εθνικιστικά σύνδρομα, επεκτατικές τάσεις και αναθεωρητικές βλέψεις. Σήμερα, ένας συνδυασμός απειλών απειλεί την εθνική ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας. Οι απειλές αυτές είναι εξωτερικές και εσωτερικές.
Η σημαντικότερη εσωτερική απειλή είναι η εμφάνιση, από τον περασμένο Δεκέμβριο, ενός κύματος τρομοκρατίας με δύο πρωτοφανή χαρακτηριστικά: τη μαζικότητα και τον οργανωμένο επιτελικό σχεδιασμό.
Η κυριότερη εξωτερική απειλή είναι ασφαλώς ο τουρκικός αναθεωρητισμός, που εδώ και μερικούς μήνες έχει προσλάβει επιθετική και επιταχυνόμενη μορφή. Αλλά ταυτόχρονα η στενή στρατιωτική συνεργασία της Τουρκίας με την Αλβανία και την πΓΔΜ διευρύνει την απειλή και στην ουσία δημιουργεί γεωστρατηγικό κλοιό γύρω από το ελληνικό κράτος, κλοιό που αρχίζει από την Αδριατική και τελειώνει στην κυπριακή Καρπασία. Αιχμές αποτελούν η ημιεπίσημη αλβανική διεκδίκηση της Τσαμουριάς, η επίσημη σκοπιανή αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας μαζί με το ιδεολόγημα της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Κάθε κοινωνία που θέλει να επιβιώσει και να ευημερήσει στον ταραγμένο και συχνά επικίνδυνο κόσμο μας απαιτείται να έχει πλήρη συναίσθηση και ολοκληρωμένη αντίληψη της διεθνούς πραγματικότητας, χωρίς ιδεαλιστικές αυταπάτες και ωραιοποιήσεις. Στην Ελλάδα, από πολύ καιρό απουσιάζει μια ολοκληρωμένη αντίληψη του εθνικού συμφέροντος, που να περιέχει στόχους, μεθόδους και «κόκκινες γραμμές».
Η εξωτερική πολιτική καταλαμβάνεται συνήθως εξαπίνης, ασκείται εκ του προχείρου, χωρίς προγραμματισμό, τεκμηρίωση και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Χρησιμοποιείται δε παραδοσιακά ως προνομιακό πεδίο ψηφοθηρικών εντυπωσιασμών και δημαγωγίας, αντί να χαράσσεται υπερκομματικά και επιστημονικά.
Πρώτο, επομένως, μέλημα μιας νέας, σοβαρής και υπεύθυνης εξωτερικής πολιτικής είναι η διατύπωση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων αλλά και μακροπρόθεσμων στόχων, καθώς και των εργαλείων για την επίτευξή τους, δηλαδή ενός Δόγματος Εξωτερικής Πολιτικής, που θα αποτελεί την πυξίδα της διπλωματίας και της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών.
Δεύτερο, απαιτείται η εξαρχής συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Το όργανο αυτό θα στελεχωθεί από αξιόλογους επιστήμονες, έμπειρους γεωστρατηγικούς αναλυτές, διπλωμάτες, στρατιωτικούς, στελέχη διεθνών οργανισμών και εκπροσώπους της ομογένειας. Το Συμβούλιο θα υπάγεται απευθείας στον εκάστοτε πρωθυπουργό. Θα έχει πρόσβαση σε ουσιαστική πληροφόρηση, θα συλλέγει στοιχεία, θα αναλύει τη διεθνή πραγματικότητα, θα εντοπίζει τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, θα συντάσσει πορίσματα, θα υποβάλλει τεκμηριωμένες προτάσεις και θα συμβουλεύει υπεύθυνα την εκάστοτε κυβέρνηση.
Τρίτο, χρειάζεται η δημιουργία αξιόπιστου Μηχανισμού Επίλυσης Κρίσεων, που θα αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, θα υπάγεται στον πρωθυπουργό και θα επικουρεί το ΚΥΣΕΑ σε περίπτωση κρίσεως. Θα στελεχωθεί με διπλωμάτες, στρατιωτικούς όλων των κλάδων, τραπεζικούς, ειδικούς στις τηλεπικοινωνίες και ειδικούς στη διαχείριση κρίσεων. Θα βρίσκεται σε τακτική διασύνδεση με το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
Τέταρτο, είναι αναγκαία η δημιουργία μίας Ομάδας Κρούσεως Διαδικτύου, που θα συλλέγει πληροφορίες, θα προβάλλει τις διαμορφωμένες ελληνικές θέσεις, θα αποκρούει την τυχόν παραπλανητική προπαγάνδα, που αφθονεί και θάλλει στις ημέρες μας, και θα αξιοποιεί τις ευκαιρίες για την προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων.
Με αυτά τα τέσσερα εργαλεία θα βελτιωθούν ριζικά οι δυνατότητες άσκησης μιας αξιόπιστης, τεκμηριωμένης και αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής.
Η χώρα μας θα πρέπει να αντιμετωπίσει διπλωματικά τις αποσταθεροποιητικές πολιτικές των γειτόνων μας, προβάλλοντας τις ελληνικές θέσεις με θετικό τρόπο και θέτοντας τον ουσιαστικό (και όχι θεατρικό) τερματισμό τους ως απαρέγκλιτο όρο για την ένταξη των χωρών αυτών στους δυτικούς θεσμούς και συμμαχίες. Η στάση αυτή θα είναι αποτελεσματική μόνον εφόσον συνοδευθεί με τεκμηριωμένη, επίμονη και σταθερή επεξήγηση των ελληνικών θέσεων προς τη διεθνή κοινότητα και τη διεθνή κοινωνία των πολιτών.
Παράλληλα, η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να θέσει διεθνώς το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων των ελληνικών μειονοτήτων στη Βόρεια Ήπειρο και στην ΠΓΔΜ, να ζητήσει την εφαρμογή του άρθρου 14 της Συνθήκης της Λωζάννης στην Ίμβρο και την Τένεδο και να απαιτήσει την αναγνώριση της διεθνούς υπόστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το τουρκικό κράτος.
Για το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν στραφεί πλέον στην επιλογή διαμόρφωσης κάποιας μορφής ειδικής σχέσης με τη γειτονική μας χώρα, η Ελλάδα θα πρέπει να επαναφέρει σε ισχύ τη Συμφωνία του Ελσίνκι και να συνδέσει σταθερά, σε μόνιμη βάση, την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων όχι μόνον με τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις, διεκδικήσεις, casus belli κ.λπ., αλλά και με την πρόοδο των δημοκρατικών θεσμών και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πραγματική και όχι εικονική) στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας.
Ένα άλλο σημείο το οποίο θα πρέπει να θέσει η Ελλάδα ως όρο για την πιθανή ένταξη της Τουρκίας είναι η αναζήτηση και εξεύρεση ειδικών περιοριστικών ρυθμίσεων στο δικαίωμα μετακίνησης και εγκατάστασης Τούρκων πολιτών στην Ευρώπη, κάτι που λόγω της συντριπτικής πληθυσμιακής υπεροχής και νεανικής ηλικιακής πυραμίδας της τουρκικής κοινωνίας θα δημιουργούσε εκτεταμένες πληθυσμιακές ανατροπές στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σε κάθε περίπτωση, ο τελικός κριτής για το τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα θα είναι ο ελληνικός λαός, που θα κρίνει (όπως θα το πράξουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες) με δημοψήφισμα.