Ο ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Όσοι τον γνωρίζουν μιλάνε για έναν «ιδιόρρυθμο περιθωριακό που είναι μέσα σε όλα, αλλά δεν ανήκει πουθενά»!

Η κριτική που γίνεται «γενικά στο καθηγητικό κατεστημένο», όπως λένε σε πολλά πηγαδάκια φοιτητές και όσοι πέρασαν από αυτά «τα θρανία», είναι ότι «έσπειραν ανέμους και θα θερίσουν θύελλες. Όποιος από το πανεπιστημιακό κατεστημένο έχει φιλότιμο έπρεπε να έχει ήδη…. αυτοκτονήσει. Κι επειδή κανείς δεν έχει αυτοκτονήσει συνάγεται ότι κανένας δεν έχει φιλότιμο»! Είναι φανερό ότι η κριτική για «κατεστημένο», «περιουσίες», «βόλεμα» και τόσα άλλα έχουν να κάνουν με τα σημερινά αδιέξοδα της Παιδείας και της εκπαίδευσης γενικότερα, αλλά και με το ότι «έχει κλειδωθεί» το μέλλον των νέων στο… τίποτα! Άλλωστε το… βιογραφικό του Γ. Πανούση είναι «βιβλίο ολόκληρο», και μόνο η απλή αναφορά των τίτλων και θέσεών του! Και όπως μας έλεγε ένας φοιτητής, «ποιος είναι άγιος; Δεν δέρνουμε ούτε τους αγίους ούτε τους διαβόλους. Και όποιος θέλει να δείρει να το κάνει φανερά, αλλιώς σε τι διαφέρει από αυτούς που πότισαν οξύ την Κούνεβα;»

Γεννήθηκε Αύγουστο μέσα στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου και μπήκε στην κολυμβήθρα στην εκκλησία του Αϊ-Γιάννη στο Λουτράκι (έκτοτε έχει μια «μεταφυσική σχέση με το θείο», αλλά μάλλον δεν διατηρεί «διπλωματικές σχέσεις» με αυτό που λέμε σήμερα Εκκλησία). Ο πατέρας του Απόστολος από την Αρκαδία ήταν δικηγόρος και φρόντισε να του αφήσει περιουσία, γιατί, όπως του έλεγε, «εσύ είσαι ανίκανος να βγάλεις λεφτά στη ζωή σου και θα πεινάσεις…». (Και πραγματικά όσοι γνωρίζουν τον καθηγητή ξέρουν ότι «δεν παίρνει από πουθενά λεφτά… Όλα γι’ αυτόν είναι προσφορά και δωρεάν… Ακόμη κι όταν… δουλεύει… έχει μια πολύ κακή σχέση με τα χρήματα… γιατί δεν θέλει να έχει εξαρτήσεις ή να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να «αγοράσει» τις ιδέες του ή την ελευθερία του.) Η μητέρα του ήταν από την Κόρινθο, γόνος πολιτικής οικογένειας, των Ηλιοπουλαίων. Έτσι λοιπόν τον βλέπουν να προσπαθεί να συνδυάσει τη «λεβεντιά και την ντομπροσύνη» της Τριπολιτσάς με την «ευλυγισία και τη… διπλωματία» των Κορινθίων. Στόχος του δεν είναι το… γκρέμισμα, αλλά η δημιουργία και το «θετικό αποτέλεσμα». Ίσως αυτήν του την προσέγγιση στα πράγματα και τη ζωή ορισμένοι να την παρεξηγούν, όπως οι κουκουλοφόροι που του επιτέθηκαν στο Πολιτιστικό Κέντρο Κωστής Παλαμάς του Πανεπιστημίου Αθηνών στα καλά καθούμενα… Ίσως επειδή ενώ τον βλέπουν να είναι καλεσμένος παντού, να έχει εκπομπές σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση, να έχει μια έντονη δραστηριότητα, να τον θεωρούν «διαπλεκόμενο». Και πράγματι όσοι δεν τον γνωρίζουν μπορεί και να το πιστεύουν. Αλλά απ’ ό,τι μάθαμε ψάχνοντας γι’ αυτόν, δεν παίρνει χρήματα από καμία ομιλία του ή εκπομπή του σε μέσο ενημέρωσης – εκτός κι αν κάποιος υποστηρίξει ότι θα έπρεπε και να… κρύβεται και να μη διατυπώνει τις θέσεις και τις απόψεις του!

Δεν θα τον δει κανείς σε δεξιώσεις και «γκαλά», αλλά σε απλά ταβερνάκια να πίνει συνήθως κρασί (και να καπνίζει και από κανένα τσιγάρο – αλλά πακέτο έχει να αγοράσει από τα χρόνια της Γαλλίας και τον στρατό). Η μεγαλύτερη λοιπόν «κατηγορία» που του προσάπτουν, αυτή του… διαπλεκόμενου, δεν φαίνεται να ισχύει (γιατί δεν συνοδεύεται ούτε από χρήματα ούτε από θέσεις ούτε από… γκαλά και διάφορα άλλα… φαντασμαγορικά).

Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο στον Κολωνό. Είναι από τις περιόδους της ζωής του (μέχρι τα 12 του χρόνια) που φαίνεται να τον έχει σημαδέψει ανεξίτηλα. Γατί, όπως συνηθίζει να λέει και ο ίδιος: «Κολωνός σημαίνει κόσμος που ζει στους δρόμους, φτωχολογιά που μαθαίνει ποδόσφαιρο στην αλάνα και που καταλαβαίνεις τις ανθρώπινες σχέσεις». Μετά πάει στη Λεόντειο Σχολή. Είναι σαν να λέμε «αλλάζει κατηγορία», έρχεται σε επαφή με τη γαλλική σκέψη και γλώσσα και μπαίνει στη διαδικασία «να τιθασεύσει το μυαλό του». Η οικογένειά του ήταν αριστερή και όλα τα αδέλφια της μητέρας του ήταν στην εξορία. Σε κάποια συνέντευξή του θυμόταν με παράπονο: «Δεν μου έδιναν ποτέ τη σημαία ως αριστερό και προσπαθούσαν να με αποβάλλουν, αλλά δεν γινόταν αφού η διαφορά από τον δεύτερο ήταν μεγάλη. 19,5 ο Γιάννης, 17,8 ο δεύτερος, τι θα παρουσίαζαν; Ήταν θέμα εικόνας. Έτσι επιβίωσα».

Και μετά, αντί για τη φιλολογία που ήθελε, «μπαίνει» («μαζί με τα… τανκς») στη Νομική Αθήνας, γιατί ο πατέρας του τον προόριζε για… διάδοχο στο δικηγορικό του γραφείο. Ο Γιάννης Πανούσης είναι «μποέμ» τύπος και όταν ήταν φοιτητής… αναστέναζαν τα κλαμπ, οι ταβέρνες και τα κέντρα στο Λουτράκι («τρεις μήνες τα έκανα λίμπα, τρεις μήνες διάβαζα ασταμάτητα» ). Είναι από τους «τύπους» που τους αρέσει «να συνδυάζουν τα πάντα»… Γι’ αυτό και οι φιλίες του είναι σταθερές και «μετρημένες», αφού λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να ακολουθήσουν κάτι τέτοιο… Επειδή και ο ίδιος θέλει… τις αποστάσεις στις πολλές επαφές και σχέσεις που αναπτύσσει (σαν το τζάκι όπου πρέπει να έχεις τη σωστή απόσταση για να ζεσταθείς), τον χαρακτηρίζουν και ως «απόμακρο, ψυχρό» ή και απλώς ως «καριερίστα». Μετά τη Νομική παίρνει με μεγαλύτερο κέφι και πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες χωρίς να ξέρει τι θα κάνει στη ζωή του. Γενικά είναι ένας άνθρωπος «που δεν κάνει σχέδια». Θεωρεί ότι δεν του χρωστάει κάτι η ζωή και με μια κάπως… μοιρολατρική διάθεση εκτιμά ότι «αυτό που είναι να έρθει και να γίνει, θα γίνει». Πιστεύει στο καλό του το… άστρο και δεν εγκλωβίζεται μέσα σε «πρέπει» (προκειμένου να εκπληρώσει τις θεμιτές του φιλοδοξίες, κάθε φορά). Γιατί στηρίζεται σε δύο παραδοχές: Ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι και επίσης ότι υπάρχει και άλλος δρόμος κάθε φορά που νομίζουμε ότι κάτι μας εμποδίζει ή δεν είναι για εμάς. Πιστεύει ότι αυτό που έχει σημασία για τον ίδιο είναι να δίνει «το παρών στη ζωή» προκειμένου να αξιοποιήσει τις γνώσεις του για το κοινό όφελος (δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική, παρότι κάποια στιγμή όταν αποδέχθηκε την πρόταση του ΣΥΝ να είναι υποψήφιος για την Υπερνομαρχία της Αθήνας, το 2006, πίστευε -και με τις ΠΑΣΟΚικές «καταβολές του»- ότι θα μπορούσε να ενώσει στο πρόσωπο του τις αριστερές δυνάμεις, αλλά τελικά βίωσε ότι ο καθένας θέλει το μαγαζάκι του και να… τρυγάει σταθερά από αυτό κι ας είναι και… περίπτερο). Πέρασε και ένα εξάμηνο (το 1996) από τη θέση του γ.γ. του Απόδημου Ελληνισμού, αλλά φάνηκε ότι «δεν του πάει η πολιτική»…

Τι μπορείς να προσάψεις σ’ έναν άνθρωπο «που τα έχει βρει με τον εαυτό του και κοιμάται ήρεμος τα βράδια γιατί δεν έχει βλάψει -τουλάχιστον συνειδητά- κανέναν απολύτως»; Πάθη και εντάσεις πολιτικοκοινωνικής μορφής; Αλλά για έναν καθηγητή που θεωρεί ως τον μεγαλύτερο τίτλο τιμής και αναγνώρισης να τον αποκαλούν «δάσκαλο» και πιστεύει ότι οι κοινωνικές σχέσεις είναι «το εργαστήριό του» αυτό είναι… κάτι δεδομένο και αναμενόμενο. Του αρέσει η «επικοινωνία» και τελικά να «ισορροπεί» μέσα στο κοινωνικοπολιτικό καμίνι, προσφέροντας τις γνώσεις του.

Όταν απολύθηκε από τον στρατό μετά από 30 μήνες θητεία (στα τέλη του 1975) και είχε ξεχάσει ακόμη και πώς τον λένε, αποφάσισε να πάει στη Γαλλία και εκεί βρήκε ότι «ο συνδυασμός πολιτικής σκέψης, φιλολογίας, νομικής και πολιτικής επιστήμης ήταν η Εγκληματολογία. Εκεί είδα τον άνθρωπο στην ακραία του μορφή» και εκεί βρήκε τον… προορισμό του! Στα 29 του, όταν γύρισε στην Ελλάδα, έμεινε δύο χρόνια παντρεμένος και απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον Απόστολο. Γίνεται δεκτός ως καθηγητής στη Νομική Σχολή της Θράκης: «Όταν ανέβηκα στην Κομοτηνή, τρόμαξα. Έπαθα έναν πανικό βλέποντας μιναρέδες και φερετζέδες. Παίρνω ένα τηλέφωνο και λέω εγώ δεν κάθομαι το βράδυ, φεύγω. Τελικά έμεινα 19 χρόνια. Δεν ήθελα να φύγω. Όταν έφυγα, στον αποχαιρετιστήριο λόγο μου, είπα εγώ απλώς ξενιτεύομαι από τη Θράκη». Μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη είναι οι μόνοι που έχουν γίνει ομόφωνα επίτιμοι δημότες Κομοτηνής και Ορεστιάδας (μαθητές του μεταξύ άλλων οι Φλωρίδης, Λαζόπουλος, Στυλιανίδης, Κοττάκης κ.ά.). Ως καθηγητής Νομικής ανέβηκε όλες τις πανεπιστημιακές βαθμίδες. Διετέλεσε κοσμήτορας, αντιπρύτανης για τρεις θητείες και πρύτανης…

Συνηθίζει να λέει, όταν τον ρωτάνε για τις φιλίες του, ότι «έχω την αίσθηση πως γενικά στη ζωή μου με αγαπάνε από νωματάρχη και κάτω, δηλαδή ο απλός κόσμος. Δεν με αγαπάει κανείς από νωματάρχη και πάνω… Δηλαδή με την εξουσία δεν έχω καλές σχέσεις, όποια και αν είναι. Είναι δική μου επιλογή ως ιδεολογία, ως τρόπος ζωής, εγώ δεν τα πάω καλά με την εξουσία. Θέλω να είμαι κριτικός, δεν θέλω να είμαι ουρά της εξουσίας». Από το ΠΑΣΟΚ «ξέκοψε» με το σκάνδαλο Κοσκωτά (το 1988-89) και οριστικά το 2001-2002, όταν είπε ότι δεν θέλει να έχει καμία σχέση (στα φοιτητικά χρόνια της Γαλλίας ήταν ΚΚΕεσ.). Είναι χαρακτηριστικό του τρόπου που λειτουργεί και το πώς… παντρεύτηκε για δεύτερη φορά! Ήταν φοιτήτριά του (το 1985) όταν την πρωτοείδε και μετά από μία ώρα τη ζήτησε σε… γάμο! Είπε αμέσως σε κάποιον βοηθό του: «Αυτή θα παντρευτώ…»! Πράγματι μέχρι σήμερα είναι μαζί -δικηγόρος η γυναίκα του- και απέκτησαν την Πηνελόπη και τον Κωνσταντίνο. Θεωρεί ότι τον… συμμάζεψε και τον «έστρωσε» γι’ αυτό και νιώθει ότι της οφείλει πολλά!

Γενικά ξυπνάει νωρίς, περνάει αρκετές ώρες στο σπίτι του ακούγοντας μουσική και γράφοντας, του αρέσει να χορεύει ζεϊμπέκικο και να ακούει λαϊκά τραγούδια που «άκουγε και στις αλάνες» και να παίζει ποδόσφαιρο (παλιά συνήθεια….). Σήμερα πηγαίνει πού και πού στο γυμναστήριο… Είναι αυτό που λέμε ποδοσφαιρόφιλος. Άλλωστε είναι γνωστός «γαύρος» (Ολυμπιακός), αλλά και Αστέρας Τρίπολης (έχει εισιτήρια διαρκείας και για τις δύο ομάδες και συχνά τον βλέπουν στις εξέδρες της Τρίπολης – όταν παίζει ο «θρύλος» με τον Αστέρα είναι με το… αστέρι «του»).

Άλλος φοιτητής μάς εξηγεί: «Ο Γ. Πανούσης είναι ο άνθρωπος που -σε σχετικά νεαρή ηλικία- χρεώνεται ή πιστώνεται τη σημαντικότερη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τον 1268/1982, τον περιώνυμο νόμο-πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ. Με τις όποιες ενστάσεις μπορεί κανείς να έχει, ο νόμος στην εποχή του υπήρξε σταθμός, κυρίως στα ζητήματα της φοιτητικής συμμετοχής και της ευρύτερης αντίληψης εκδημοκρατισμού των ελληνικών πανεπιστημίων. Το αίτημα αυτό -θεμελιώδης επιδίωξη του φοιτητικού κινήματος ήδη από τη δεκαετία του ’60 με τις γνωστές εξελίξεις στη διάρκεια της χούντας- σφράγισε την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Υπό την έννοια αυτή, ο βαθιά εκπορνευμένος σήμερα αυτός νόμος αποτέλεσε ιστορική αναγκαιότητα στον βαθμό που αντικατόπτριζε κοινωνικά ζητούμενα και ανατροπές μείζονος κλίμακας: Άρση της καθηγητικής αυθεντίας, πλήγμα στην οικογενειοκρατία -με τους τότε όρους, εξάλειψη της έννοιας της έδρας- και εναρμονιζόταν με το -τόσο διαφορετικό τότε- esprit du temps. Όπως οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ καλά γνωρίζουν, στο πέρασμα του χρόνου ο νόμος επέτρεψε την εκκόλαψη δύο βασικών εστιών δομικής διαφθοράς που κυριολεκτικά διέλυσαν τα ελληνικά ΑΕΙ: Δίνοντας τη δυνατότητα δημοσιοϋπαλληλικής εξέλιξης στους παλαιούς βοηθούς, ακύρωσε συχνότατα τη δυνατότητα ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού σε βάρος του όποιου επιστημονικού έργου. Στη συνέχεια, η εξέλιξη του φοιτητικού συνδικαλισμού σε οργανωμένη μαστροπεία (ελληνιστί νταβατζηλίκι..), κυρίως την τελευταία δεκαπενταετία, εξώθησε και ανέπτυξε στο έπακρο πελατειακές σχέσεις, πατρωνίες και συναλλαγές που καλύπτουν τις διατάξεις του μισού ποινικού κώδικα. Ο Γ. Πανούσης στοχοποιείται ωστόσο σήμερα για έναν συγκεκριμένο λόγο. Είχε το θάρρος τα τελευταία χρόνια να εκφράζεται απροκάλυπτα κατά της συντεταγμένης φαυλότητας και της αλητείας που στήθηκε με βάση το πρώιμο εκείνο πνευματικό του παιδί. Αντίθετα με πολλούς άλλους, δεν μάσησε τα λόγια του, δεν έκανε την πάπια. Αυτομαστιγώθηκε, ανέλαβε ευθύνες δημόσια, ζήτησε τομές. Έθιξε το ιερό γκράαλ που αποκαλείται… Academia. Συζήτησε και επιχειρηματολόγησε για τη λειτουργία του ασύλου στα σημερινά δεδομένα, στηλίτευσε τις αθλιότητες… Αυτά πληρώνει»!

Ένας άνθρωπος που θέλει «να κρατάει τα καλά» και πετάει στα σκουπίδια τα άσχημα της ζωής (να βλέπει το ποτήρι του «μισογεμάτο») συνήθως δεν προκαλεί με τη ζωή του. Άλλωστε όταν έχουν περάσει από τα χέρια του «πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες» τα 31 χρόνια που διδάσκει, τι μένει; Να τον νιώθουν αργότερα ως «δάσκαλό» τους. Γι’ αυτό και πάντα στις (πολύ καλές και φιλικές) σχέσεις που έχει με τους φοιτητές του υπάρχουν όρια και κανόνες.

Στο γραφείο του έχει μια επιγραφή (παρόμοια με αυτήν που είχε και ο Ανδρέας Παπανδρέου). Γράφει: «Τα πάντα επιτρέπονται, εκτός από την αχαριστία». Είναι αυτό που δηλώνει ότι τον ενοχλεί (όταν συμβαίνει). Καθώς περνούν τα χρόνια, ακολουθώντας τη φυσική εξέλιξη της ζωής, αντιμετωπίζει και τον θάνατο με… ψυχραιμία, ευχόμενος, καμιά φορά όταν το συζητά με τις παρέες του, έναν «ωραίο… θάνατο». Ένας… ιδιόρρυθμος λοιπόν «περιθωριακός του… συστήματος»; Σίγουρα χαρίζει τα… λεφτά του, χωρίς φυσικά και να στερείται… χρημάτων (άλλωστε όλα τα μέλη της οικογένειας… συνεισφέρουν). Δεν είναι «μέσα στα σαλόνια» και τις «κοσμικές εκδηλώσεις», αλλά τρέχει σε όλη την Ελλάδα όπου τον καλούν για να μιλήσει και να… επικοινωνήσει. Αγαπά με πάθος τη ζωή και τον άνθρωπο και η μεγαλύτερη τιμή γι’ αυτόν είναι μια απλή προσφώνηση: Το… «δάσκαλε».


Σχολιάστε εδώ