Έωλες οι ρυθμίσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για το ξέπλυμα χρήματος
Την περασμένη Πέμπτη ανακοινώθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος οι νέες οδηγίες για την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οδηγίες τις οποίες κυοφορούσε για μακρό χρονικό διάστημα. Αυτές όμως οι οδηγίες πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες από τον Τύπο, για τους εξής κυρίως λόγους:
• Είχαν προεξοφληθεί, επειδή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν δει το φως της δημοσιότητας αποσπασματικά.
• Δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία σε σχέση με τον νόμο 3691 που εκδόθηκε στις αρχές Αυγούστου του 2008, δηλαδή δεν έχουν εξειδίκευση και προστιθέμενη αξία (added value) στον χώρο εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδος.
• Οι συντάκτες του καθημερινού Τύπου δεν είναι εξοικειωμένοι και εξειδικευμένοι.
Στην καλύτερη περίπτωση, τα δημοσιεύματα του Τύπου της Παρασκευής αναμηρύκασαν το κείμενο της ανακοίνωσης της Τράπεζας της Ελλάδος περί δήθεν καινοτομιών των νέων οδηγιών. Στην ανακοίνωση αυτή τονίζεται ότι με την απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της τράπεζας αντικαθίστανται οι διατάξεις προηγούμενων αποφάσεών της, με τις οποίες είχαν καθοριστεί οι ελάχιστοι όροι και προϋποθέσεις για την αξιολόγηση της επάρκειας των στρατηγικών και διαδικασιών (των ελέγχων αποφεύγει να αναφέρει η τράπεζα, όπως ο διάβολος το λιβάνι) που αφορούν την πρόληψη και αποτροπή (!) του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος προσώπων. Η ανακοίνωση αναφέρει επίσης ότι εκσυγχρονίζονται και εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις αυτών των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος προσώπων σύμφωνα με τον Ν. 3691/2008 και τις σχετικές κοινοτικές ρυθμίσεις. Ξεχνά όμως ότι οι οδηγίες αυτές (2005/60/ΕΚ και 2006/70/ΕΚ) έχουν ενσωματωθεί στον προηγούμενο νόμο και περίττευε η αναφορά τους. Επίσης, η ανακοίνωση αναφέρει και τον κανονισμό 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τα στοιχεία του πληρωτή στις μεταφορές κεφαλαίων και στην κοινή θέση των ευρωπαϊκών επιτροπών εποπτείας ως προς την εφαρμογή του, αλλά παραλείπει να σημειώσει ότι η κοινή αυτή θέση, επειδή ακριβώς δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, μπορεί να εφαρμοστεί με διαφορετικό τρόπο από τις τράπεζες.
Ενίσχυση των καθηκόντων
του διευθυντικού στελέχους των τραπεζών
Ένα σημαντικό στοιχείο των νέων οδηγιών είναι η ενίσχυση του ρόλου και η εξειδίκευση των καθηκόντων του διευθυντικού στελέχους το οποίο κάθε εποπτευόμενο πρόσωπο οφείλει να ορίζει, όχι μόνο για την αναφορά ύποπτων συναλλαγών, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά για την εκπλήρωση μιας σειράς σημαντικών υποχρεώσεων και καθηκόντων.
Σχετικά με τις νέες οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν προσθέτουν κάτι σημαντικό στις μέχρι σήμερα ρυθμίσεις όσον αφορά τις κατηγορίες κινδύνου πελατών και συναλλαγών. Απεναντίας, σε ορισμένες κατηγορίες παρατηρούνται κενά ή «παραθυράκια» μέσω των οποίων εξυπηρετούνται κάποιες ομάδες συναλλασσομένων, όπως π.χ. τα ημεδαπά πολιτικά πρόσωπα και οι off-shore εταιρείες.
Συγκεκριμένα, για τα ημεδαπά πολιτικά πρόσωπα προβλέπονται συνήθη μέτρα δέουσας επιμέλειας, όπως στους… κοινούς θνητούς, παρόλο που η οδηγία προβλέπει στο προοίμιό της ολοκληρωμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας γιʼ αυτά τα πρόσωπα. Όταν ψηφίστηκε ο Ν. 3691 δεν είχε εκραγεί το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, το οποίο φαίνεται ότι δεν φρονιμάτισε την Τράπεζα της Ελλάδος, που είδε ότι η εποπτεία και ο έλεγχός της για το ξέπλυμα χρήματος είναι από χαλαρά έως ανύπαρκτα. Για τις off-shore εταιρείες έχει ανοίξει στο παρελθόν ένα ύποπτο παραθυράκι, σύμφωνα με το οποίο δεν επιβαλλόταν πάντα η έγγραφη δήλωση του νόμιμου εκπροσώπου τους. Με αυτήν τη ρύθμιση ευνοούνται εταιρείες συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.
Τα αδύνατα σημεία
των νέων οδηγιών
Οι νέες οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος έπρεπε να εξειδικεύσουν τον Ν. 3691 με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και να λάβουν υπόψη το εποπτικό περιβάλλον στο οποίο κινείται η κεντρική τράπεζα της χώρας. Δεν θα αναφέρουμε τις σχετικές προσπάθειες άλλων εποπτικών φορέων στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ευρύτερα στον χώρο της FATF (ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ). Θα αναφέρουμε το παράδειγμα της Κύπρου, η κεντρική τράπεζα της οποίας εξέδωσε τον περασμένο Απρίλιο σχετικές οδηγίες που έχουν τετραπλάσιο περίπου μέγεθος σε σχέση με τις οδηγίες που μόλις εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι οδηγίες αυτές, που έχουν τίτλο παρεμπόδιση ξεπλύματος παράνομου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, περιέχουν λεπτομερείς οδηγίες για τα εποπτευόμενα από την κεντρική τράπεζα της Κύπρου πρόσωπα, κάτι που δεν κάνουν οι δικές μας οδηγίες. Οι οδηγίες λοιπόν της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αναντίστοιχες με τις ανάγκες της εποχής, τις διεθνείς δεσμεύσεις, την εικόνα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, και τις απαιτήσεις του ίδιου του Ν. 3691 για περαιτέρω εξειδίκευση σε πολλά σημεία.
Τα τρωτά των νέων οδηγιών μπορούν να συνοψιστούν:
• Στην ανεπάρκεια ως προς την ταυτοποίηση και τον έλεγχο ημεδαπών πολιτικών προσώπων και off-shore εταιρειών και στην κατηγοριοποίηση των αλλοδαπών πολιτικών προσώπων.
• Στην έλλειψη εξειδίκευσης του άρθρου 52 του Ν. 3691 ως προς την επιβολή κυρώσεων ανά παραβατική συμπεριφορά των εποπτευόμενων προσώπων.
• Στην έλλειψη καταλόγου παραδειγματικών περιπτώσεων που έχουν προκύψει από την εμπειρία της πρόληψης του ξεπλύματος χρήματος (τυπολογία).
• Στην έλλειψη πρόνοιας και ρυθμίσεων για ανταλλαγή πληροφοριών.
• Στην έλλειψη λεπτομερούς αναφοράς στην κοινή θέση των ευρωπαϊκών επιτροπών εποπτείας όσον αφορά τον κανονισμό 1781 του 2006.
• Στην απουσία εξειδικευμένων οδηγιών για κατηγορίες εποπτευόμενων προσώπων όπως επιτάσσει το κείμενο αξιολόγησης της FATF.
• Στην ύπαρξη πολλών σολοικισμών, π.χ. «ανεξάρτητων εγγράφων» (παρ. 5.6 των οδηγιών), «βίζας εισόδου» (παρ. 5.15.1).
Τέλος, για ποιον λόγο να μην είναι υποχρεωτική η οδηγία της Τράπεζας της Ελλάδος προς τα πιστωτικά ιδρύματα να αποφεύγουν τη χρήση μετρητών και να αποδίδουν τα χρήματα στον πελάτη μέσω τραπεζικής επιταγής ή εντολής πληρωμής σε τραπεζικό λογαριασμό και για ποσό πολύ μικρότερο από τα 250.000 ευρώ, οπότε ο έλεγχος για το ξέπλυμα χρήματος θα επεκτείνεται σε περισσότερες συναλλαγές;