«Όχι» στις έκτακτες εισφορές για συντήρηση μόνο της μόνιμης σπατάλης

Κι εκεί που νομίζαμε -ή έτσι μας έλεγαν- ότι η χρηματοπιστωτική κρίση επηρεάζει δυσμενώς την οικονομική δραστηριότητα, τα τελευταία μέτρα που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών αποκάλυψαν, για μιαν ακόμη φορά, τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες και μακροοικονομικές ισορροπίες.
Έτσι, τα μέτρα αυτά κατέδειξαν ότι κύριο μέλημα της οικονομικής πολιτικής δεν είναι τόσο η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης στην πραγματική οικονομία, όσο η αποτροπή τής περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης της χώρας μας, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλά δημόσια ελλείμματα, μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και δυσβάσταχτες υποχρεώσεις του ασφαλιστικού συστήματος και πληθώρας δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και υπηρεσιών, οι οποίες επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά δεν ελέγχονται από το δημόσιο λογιστικό.
Η τραγική δημοσιονομική θέση της Ελλάδας, η οποία οδήγησε την οικονομία της σε νέα επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταδείχθηκε, βέβαια, από τα σκληρά φοροεισπρακτικά μέτρα του περασμένου Σεπτεμβρίου, με τα οποία εξασφαλίστηκαν (κυρίως για το 2009) έσοδα πάνω από 4 δισ. ευρώ. Φαίνεται όμως ότι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μας ήταν τραγικότερη και για τον λόγο αυτό ανακοινώθηκαν την εβδομάδα αυτή πρόσθετα μέτρα, τα οποία αποτελούν απλώς εύκολη «συνταγή» παλαιότερων, όπως είναι η επιβολή έκτακτης εισφοράς.
Πρόκειται για μέτρο ενίσχυσης των δημόσιων εσόδων που πρωτοεφάρμοσε ο Κλέων το 424 π.Χ. στην Αρχαία Αθήνα και που συνεχίστηκε σε πολλές περιόδους της μακραίωνης ελληνικής οικονομικής ιστορίας μέχρι και σήμερα. Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο της επιβολής έκτακτης εισφοράς εφαρμόσθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση ως ενίσχυση των δημόσιων εσόδων, σε μια περίοδο δεινής οικονομικής κατάστασης, και το 1985 από τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κώστα Σημίτη, μαζί με το σκληρό πακέτο μέτρων λιτότητας που ανακοινώθηκε στις 11 Οκτωβρίου του 1985. Τότε, επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά στα κέρδη των επιχειρήσεων, στο εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών και στο εισόδημα από ενοίκια, ενώ αυξήθηκε η φορολογία των καυσίμων. Δεν είχε επιβληθεί τότε έκτακτη εισφορά στο εισόδημα των μισθωτών, γιατί έγινε μια τρομακτική αφαίμαξή του με την τροποποίηση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ).
Είναι αλήθεια ότι μια εφάπαξ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση των (υψηλών κυρίως) εισοδημάτων είναι πάντα καλοδεχούμενη όταν κινδυνεύει η χώρα μας και η οικονομία της από δυσμενείς παράγοντες και αφού, φυσικά, έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα εξυγίανσής της. Πρέπει, δηλαδή, οι έχοντες και κατέχοντες να βοηθήσουν τη χώρα να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις κρίσεων και άλλων προβλημάτων. Είναι όμως μελαγχολική η διαπίστωση ότι σε όλη την τελευταία τραγική για την ελληνική οικονομία τριακονταπενταετή περίοδο, παρά την αβάσταχτη φορολογική σκληρότητα, η χώρα μας ουδέποτε κατόρθωσε να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της, εξαιτίας της ξέφρενης σπατάλης των εθνικών πόρων απ’ όλους τους διαχειριστές τους.
Να βοηθήσουμε όλοι να βγει η χώρα μας από τα οικονομικά αδιέξοδα. Είναι όμως απαράδεκτο να καλούνται συνεχώς οι φορολογούμενοι (κυρίως μισθωτοί, συνταξιούχοι, καταναλωτές και νοικοκυριά) να πληρώνουν τα «σπασμένα» της σπατάλης των εθνικών και κοινοτικών πόρων.
Αναφέρουμε μόνο τούτο: Το ανεξόφλητο υπόλοιπο χρεών τρίτων (οργανισμών κ.λπ.) και εγγυήσεων ξεπερνούσε το 2008 τα 24 δισ. ευρώ ή 9,7% του ΑΕΠ, ενώ το συσσωρευμένο χρέος του κράτους για λογαριασμό τρίτων το 2007 (για το οποίο υπάρχουν στοιχεία) ξεπερνούσε τα 17 δισ. ευρώ ή το 7,5% του ΑΕΠ!


Σχολιάστε εδώ