ΟΙ ΦΟΡΟΙ, ΤΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Από μια κυβέρνηση, ακόμα κι από μια μέτρια ή κακή, περιμένει κανείς, όταν παρουσιάζονται μέτρα που θίγουν την πλειοψηφία εργαζομένων και συνταξιούχων, να αιτιολογεί επαρκώς αυτά τα μέτρα αλλά και να δίνει την προοπτική: Κάνουμε αυτά διότι θέλουμε να πετύχουμε εκείνο ή θα ακολουθήσει αυτό. Χωρίς προοπτική και όραμα δεν προχωρεί καμιά κοινωνία, ενώ η έλλειψή τους δημιουργεί συνθήκες εσωστρέφειας, θλίψης και, φυσικά, απομάκρυνσης του κόσμου από την κυβέρνηση που δεν μπορεί να το πράξει.
Είναι αυτό ακριβώς που έπαθε η κυβέρνηση Σημίτη στις εκλογές του 2004 και παραλίγο να το πάθει κι από τις εκλογές του 2000, αλλά τότε το ΠΑΣΟΚ διεσώθη με μια διαφορά 70.000 ψήφων κερδίζοντας στο νήμα τη ΝΔ του Κ. Καραμανλή. Τότε, αυτό που έλειπε από τις κυβερνήσεις Σημίτη ήταν η προοπτική και το όραμα, η ερμηνεία του γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν, και αφού συμβαίνουν αυτά τι έρχεται ύστερα από αυτά, τι ξημερώνει. Τι θέλουμε να πετύχουμε ως χώρα. Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός από μόνο του, αλλά δεν ήταν συνδεδεμένο με συνέχεια και βάθος χρόνου. Ήταν κάτι που είχαμε αναλάβει, μας είχε ανατεθεί και θέλαμε να το κάνουμε όσο πιο καλά, άρτια και όμορφα γίνεται, όπως και το κάναμε. Αλλά ήταν ένα γεγονός συγκεκριμένης διάρκειας, που θα συνέβαινε σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Έπειτα, η οικονομική και νομισματική ενοποίηση, η υιοθέτηση του ευρώ, η σύνδεση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν σημαντικά γεγονότα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν στοιχειοθετούσαν όραμα και στόχο για τη χώρα. Αυτήν την έλλειψη (και άλλα που είχαν να κάνουν με την κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη) τα πλήρωσε το ΠΑΣΟΚ, χάνοντας δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, το 2004 και το 2007.
Σήμερα, χειρότερα, λείπουν από την κυβέρνηση Καραμανλή ακόμα οι τεχνοκρατικοί στόχοι που υπήρχαν για τις κυβερνήσεις Σημίτη. Αφού κινηθήκαμε μέχρι τα μέσα του 2008 σε θολό τοπίο, η κυβέρνηση ανακάλυψε ότι έρχεται η οικονομική κρίση που θα την αναγκάσει να πάρει σκληρά μέτρα τα οποία θα θίξουν την πλειοψηφία των πολιτών. Βέβαια, τον Οκτώβριο του 2008, τον Δεκέμβριο, αλλά ακόμα και τον Ιανουάριο του 2009, ο Κ. Καραμανλής βεβαίωνε ότι δεν θα υπάρξουν νέοι φόροι, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι η κρίση που ερχόταν θα οδηγήσει στην υιοθέτηση φοροεισπρακτικών μέτρων.
Αν υποθέσει κανείς ότι ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τι ερχόταν, θα πρέπει αυτομάτως να δεχθεί ότι πρωθυπουργός που δεν μπορεί να προβλέψει και να σχεδιάσει δεν κάνει για αυτήν τη δουλειά. Μπορεί κανείς ή αρκετοί να του συγχωρήσουν ότι δεν ήξερε «την έκταση του σκανδάλου του Βατοπεδίου» κατά δήλωσή του, αλλά όχι την άγνοια και αδυναμία πρόβλεψης κρίσης που φαινόταν και που αφορούσε όλο τον κόσμο, όχι έναν ηγούμενο και πέντε-έξι υπουργούς της κυβέρνησής του.
Αν πάλι υποθέσει κανείς ότι ο πρωθυπουργός ήξερε, αλλά δεν έλεγε τι έρχεται, πρέπει να του χρεώσει κανείς από αδιαφορία έως δόλο.
Σε όλες τις περιπτώσεις έρχεται από μόνο του το σκληρό συμπέρασμα πως «δεν κάνει για τη δουλειά», ήξερε δεν ήξερε. Καταγράφεται εξ αποτελέσματος μια ανεπάρκεια που ίσως προέρχεται από αδιαφορία και όχι από ανικανότητα. Αλλά λίγο ενδιαφέρει από τι προέρχεται. Ύστερα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης και δύο ευρείες εκλογικές νίκες, ο κόσμος περιμένει από τον συγκεκριμένο πρωθυπουργό άλλη επάρκεια και αντιμετώπιση των κρίσεων. Όχι οικονομικά μέτρα του τύπου, όποιος παίρνει σύνταξη πάνω από 1.101 ευρώ δεν παίρνει καμιά αύξηση. Την οποία αύξηση μάλιστα ονόμασαν «βοήθημα» που είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός για το κοινωνικό σύνολο. Λες και ο συνταξιούχος των 1.100-1.200 ευρώ είναι πλούσιος, όπως πλούσιος θεωρείται από την κυβέρνηση και αυτός που παίρνει μισθό από 1.700 ευρώ και πάνω κι έτσι δεν παίρνει αύξηση-«βοήθημα». Τελείως πρόχειρη, απαξιωτική και εκνευριστική ρύθμιση που στερείται και της στοιχειώδους ανάλυσης και κλιμάκωσης που θα προέκυπτε από την ανάλυση. Επίσης, είναι εντελώς διαβλητή η ρύθμιση της καταβολής εφάπαξ εισφοράς (κεφαλικού φόρου) 5.000 ευρώ για όσους δήλωσαν (ετήσιο) εισόδημα πάνω από 150.000 ευρώ. Δηλαδή, για την κυβέρνηση είναι ιδίου μεγέθους και οικονομικής δύναμης αυτός που δηλώνει 160.000 ευρώ με εκείνον που δηλώνει 1,5 εκατομμύριο ευρώ; Ή μήπως δεν υπάρχει κανείς που να δηλώνει πάνω από 200.000 ευρώ οπότε οι πραγματικά πλούσιοι διαφεύγουν ακόμα και της καταγραφής, άρα και του ελέγχου;
Το βέβαιο είναι πως δεν βγαίνει τίποτα έτσι. Και ασφαλώς δεν καταγράφεται καμιά προοπτική για τη χώρα και το αύριο του πολίτη. Καμιά υπόσχεση για την καθημερινότητά του. Στοιχεία που οδηγούν μαθηματικά στον μαρασμό και όχι στην άνθιση της, ούτως ή άλλως, βαλλόμενης κοινωνίας.


Σχολιάστε εδώ