Μίλειε και εγώ γράφω…

Οι πρωταγωνιστές αυτού του άθλου, οι καταγραμμένοι στη συνείδηση των Νεοελλήνων ως Πατέρες του Έθνους, δεν είχαν κάτι το υπερφυσικό. Ήταν απλοί άνθρωποι του λαού, οι οποίοι μέσα στη μακραίωνη δουλεία ένιωσαν τη ζωογόνο αύρα των «νέων ιδεών» που έφερνε ο Δυτικός άνεμος του Διαφωτισμού «στο ματωμένο πρόσωπο του ραγιά».

Ο σκλάβος Έλληνας, ο ραγιάς, ενδόμυχα αγκάλιασε τον «καινούργιο κόσμο της Δύσης στο πανανθρώπινο ιδανικό που δημιούργησε ο πολιτισμός της Αναγέννησης» και διασάλπισε η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Στο ιδανικό αυτό εντόπισε τον αχό που ξεπηδούσε από τα βάθη των «παλιών ελληνικών καλών καιρών». Το κομμένο πολιτιστικό και πολιτικό νήμα ξεναενώνεται σιγά σιγά και «η σκλάβα Ελλάδα γίνεται έτσι με τον καιρό μια πολιτισμικά ευρωπαϊκή δύναμη κʼ εξέκοβε λίγο λίγο απʼ το σώμα της σουλτανικής αυτοκρατορίας».

Αυτή η αύρα μεταπλάσθηκε από τη Φιλική Εταιρεία και εμφυσήθηκε στην ψυχή του δούλου Γένους σαν μια ορμητική, ακατανίκητη δύναμη εσωτερικής απελευθέρωσης. Από τη στιγμή αυτή «η συμβίωση με τον καταχτητή δεν ήτανε πια δυνατή. Κι η προσφυγή στα όπλα πρώτη κιʼ απλούστατη συνέπεια».

Άλλωστε ο πόθος της λευτεριάς κρατήθηκε ζωντανός στην προφορική παράδοση του λαού. Τον έψελνε με βαθιά κατάνυξη ο ραγιάς «στα λεύτερα τραγούδια του βουνού, που υμνούν τα κατορθώματα της Κλεφτουριάς». Τον αφουγκραζότανε στην αντιβουή του καριοφιλιού αυτής της Κλεφτουριάς που δεν σίγησε ποτέ στα μονοπάτια των γκρεμών από την Πίνδο ως το Ταίναρο. «Κάθε ραχούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και Κλέφτης…».

Οι άνθρωποι του Αγώνα, ευθύς ως βρόντηξε το καριοφίλι, είχαν βαθιά συναίσθηση του βάρους, και για τη δική τους Ιστορία και του Πολιτισμού γενικότερα, των πράξεών τους. Είχαν, και στο σύνολό τους και ο καθένας ξεχωριστά, ιστορική συνείδηση της αποστολής τους. Και στο μέτρο των ακατανίκητων δυσκολιών του Αγώνα, με τη «βοήθεια των καλαμαράδων», των γραμματικών τους, προσπάθησαν, άλλοι με επιτυχία, άλλοι με εκκρεμότητες, να συντηρήσουν, σε πρώτο πλάνο, και να διασώσουν σε δεύτερο, τις πράξεις τους.

Το μολυβοκόνδυλο και το γιαταγάνι βρέθηκαν αδελφωμένα στην κοινή προσπάθεια. Το καθένα βέβαια στον τομέα του.

Βεβαίως οι καλαμαράδες έδιδαν ιδιαίτερη προσοχή στον γραπτό λόγο τους. Ενίοτε τον διέκρινε μια επιτήδευση και αποστροφή στα «αυθόρμητα λόγια ψυχής» των αγράμματων αγωνιστών, σε σημείο ο Βλαχογιάννης να τους κατηγορήσει για «ανηθικότητα».

Τους διακατείχε η αγωνία πώς θα κριθούν από τους φωτισμένους, τους εγγράμματους, του Γένους.

Είναι ενδεικτικό ότι ο συντάκτης της Προκήρυξης του Υψηλάντη, «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», Γ. Κοζάκης- Τυπάλδος, γράφει σε φίλο του στο Παρίσι να πληροφορηθεί τη γνώμη των πεπαιδευμένων για το ύφος και το περιεχόμενο της γραφής του.

• «Μάθε», γράφει στον Π. Ηπίτη, «τι λέγει ο κ. Κοραής και οι λοιποί πεπαιδευμένοι περί της διακηρύξεώς μου Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Είναι κατά κανόνας; Την κριτικάρουν;».

Το τέρμα του Αγώνα, με τη δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας, θέτει στο προσκήνιο «το ηθικό αίτημα για μια δίκαιη ταξινόμηση των πολιτών μέσα στη νέα κοινωνία». Οι καλαμαράδες –οι περισσότεροι, μάλιστα ξένοι προς τον Αγώνα– έγραφαν σχεδόν ασταμάτητα. Παρουσίαζαν με τη δική τους οπτική γωνία τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας και απωθούσαν στο ημίφως της Ιστορίας τους γενναίους πολεμιστές του Εικοσιένα.

Οι Αγωνιστές, στην πλειοψηφία τους ορεσίβιοι και αγράμματοι, δεν ήταν σε θέση να γράψουν, να μιλήσουν. Τους διακατείχε ο φόβος μήπως γίνουν ο περίγελος των «πεπαιδευμένων».

Στον «δρόμο των ιστορικών πηγών» με τη δική τους μαρτυρία εισέρχονται οι

Αγωνιστές με τον Χριστόφορο Περραιβό, που κυκλοφορεί σε δύο τόμους, το 1836, τα «Απομνημονεύματα Πολεμικά».

Ο σύντροφος του Ρήγα Φερραίου, εγγράμματος ο ίδιος, γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία της πένας στον απόηχο των πολεμικών γεγονότων.

• «…αισθήματα πατριωτικά ή, αληθέστερον ειπείν, χρέη προς την Πατρίδα απαραίτητα με οδηγούν να γνωστοποιήσω προς τους παρόντας και τους μεταγενέστερους ομογενείς μου συμβάντα ή τελείως άγνωστα προς τους πλείονας ή σφαλερώς γεγραμμένα…».

Αλλά και πάλι το πρόβλημα παραμένει. Οι αγράμματοι Αγωνιστές βρίσκονται σε αδυναμία να κινήσουν την πένα όπως χειρίζονταν το γιαταγάνι και να πουν αυτά που αυτοί οι ίδιοι έζησαν και έπραξαν.

Τον «Γόρδιο δεσμό» βάλθηκε να τον λύσει ο Γεώργιος Τερτσέτης. Το 1836, με την προτροπή «μίλειε και εγώ γράφω», πείθει μετά από πολλές δυστροπίες τον Γέρο του Αγώνα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, να στέρξει να του υπαγορεύσει τις πλούσιες πολεμικές αναμνήσεις του.

• «Στρατηγέ, του λέει, οι Έλληνες μοιάζετε τα λαλούμενα που βγάζουν ωραία φωνή, οι άνθρωποι την αισθάνονται, αλλά αυτά τα ίδια δεν κατέχουν το νόημά τους. Τι εκάματε;

Αν δεν ημπορείς να ιστορήσεις τα έργα σας, ομοιάζουν παιγνίδια της τύχης, όχι συνειδήσεως έργα και φρονήσεως, κι αν σας φεύγει τι εκάματε, και πότε λαθεύεσθε, φύλλα οι κόποι σας του φθινοπώρου, που τα ανεμοσκορπίζει η χιονιά… έργα ηρώων, έργα συνέσεως είναι ο Ελληνισμός, και να γράφονται τα έργα, καθώς οι παλαιοί τα έγραφαν.

Λες μην αδικήσεις κανέναν, μικροψυχία. Ειπέ την αλήθειαν όπως την ξεύρεις, ή όπως σου φαίνεται. Μη βάνεις συλλογήν αν λαθευθείς, δεν θα πλανήσεις τον κόσμον, η αλήθεια θα φανεί. Το μνημονικό σου αν σε αδικήσει εις λεπτομέρειες, ποιος θα σου γράψει αμάρτημα; Λες, δεν ηξεύρεις γράμματα – και πολλά ηξεύρεις. Τα λόγια είναι γράμματα, μίλειε και εγώ γράφω, ή άλλος αν θέλεις. Πολλοί

έζησαν ανδρείοι, καπετάν Θεοδωράκη, πριν του Αγαμέμνονος και του Αχιλλέως, αλλά κοίτουνται αδάκρυτοι, χωρίς θυμίαμα επαίνου εις άχαρη λησμονιά. Δεν έντεσαν ιστοριογράφον, μην εμπιστευθείς εις άλλον από σε την διήγησιν των έργων σου, αφού και καιρό και κοντύλι έχομεν. Φοβού τους τυχοδιώκτας εις τα γράμματα καθώς τους εφοβήθηκες και εις άλλα πολλά…».

Ο Γέρος βασάνισε στο μυαλό του τα λόγια του φωτισμένου καλαμαρά.

• «Μʼ εκοίταξε ο μακαρίτης, συνεχίζει ο Γ. Τερτσέτης, εις το ήμερο και εις το άγριο, και έπειτα μου είπε. Έλα αύριο, πρωί έλα, μου φώναξε από το παράθυρο, όταν έφευγα. Του έβαλα την όρεξιν. Εις δύο μήνες ετελειώσαμεν…».

Εκατόν εβδομήντα χρόνια από την προτροπή προς του Αγωνιστές «μίλειε και εγώ γράφω» του Γ. Τερτσέτη, η χώρα, ο Ελληνισμός, ζει και αναπνέει σε «χρόνους δίσεκτους και μήνες οργισμένους», νιώθει την ανάγκη νʼ αντλήσει δυνάμεις αισιοδοξίας καταφεύγοντας στις πηγές του, τις ρίζες του, τη θυμοσοφία των Πατέρων του Έθνους. Και κατά τη ρήση του εικονοκλάστη των Τραγικών Ευριπίδη, «όλβιος όστις της ιστορίης έσχεν μάθησιν»…

Αυτό το πρόσταγμα επιτάσσει στο «ΠΑΡΟΝ» να προσφέρει στους αναγνώστες το αντίδωρο των Απομνημονευμάτων των Αγωνιστών του ʼ21.

Άλλωστε και ο σύγχρονος Εθνικός μας Ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, αυτό διασάλπισε τους ελληνικούς αιθέρες, το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο φασιστικές λόγχες απειλούσαν την Πατρίδα μας:

«Αυτόν τον λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα:
Μεθύστε με τʼ αθάνατο,
Κρασί του Εικοσιένα…»


Σχολιάστε εδώ