Η ΚΡΙΣΗ ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΤΙΣ ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΟΝΕ

Οι αδυναμίες αυτές έχουν αφετηρία την ανελαστικότητα των θεμελιωδών αρχών της Νομισματικής Ένωσης. Ξεκινάνε από την αντίληψη ότι η σταθερότητα του νομίσματος, δηλαδή του ευρώ, είναι το υπέρτατο αγαθό και όλοι (κράτη-μέλη, επιχειρήσεις, ευρωπαίοι πολίτες) πρέπει να πειθαρχούν στους κανόνες που στηρίζουν τη νομισματική σταθερότητα. Είναι άκαμπτοι και ανελαστικοί και νομίζουν ότι όλες οι οικονομίες των κρατών-μελών κινούνται επί ευθείας, χωρίς παρεκκλίσεις και χωρίς επηρεασμούς από τη διεθνή οικονομική συγκυρία. Δομημένη πάνω σε τέτοιες άκαμπτες αρχές η ΟΝΕ είναι εντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει επιτυχώς δύσκολες οικονομικές καταστάσεις, όπως είναι η τωρινή κρίση και να βοηθήσει τα κράτη μέλη και τους ευρωπαίους πολίτες.

Σʼ αυτήν τη σφαλερή βάση έχουν στηριχθεί οι κανόνες της Συνθήκης του Μάαστριχτ και οι μετέπειτα αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων οργάνων της ΟΝΕ.

Η πρώτη δομική αδυναμία της ΟΝΕ βρίσκεται στη λαθεμένη θεμελίωση του θεσμού της δημοσιονομικής πειθαρχίας που ξεκινάει από την αντίληψη ότι τα κράτη μέλη που εμφανίζουν δημοσιονομικές ανισορροπίες, από εσωγενείς ή εξωγενείς αιτίες, θα πρέπει χωρίς καμιά βοήθεια να πετυχαίνουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με τη λήψη μέτρων, που συνήθως πλήττουν τους μόνους αθώους, τους πολίτες, και μάλιστα αυτούς των κατωτέρων και μεσαίων εισοδημάτων. Επειδή όλα τα κράτη μέλη μιας οποιασδήποτε οικονομικής και νομισματικής ένωσης δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο ανάπτυξης, οι «αδύναμοι κρίκοι» πάντα θα υπάρχουν και, συνεπώς, συχνά κάποια κράτη-μέλη της Ένωσης θα αντιμετωπίζουν προβλήματα, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Στις ΗΠΑ όλες οι πολιτείες της έχουν ημιαυτόνομη οικονομία και φυσικά δεν βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Και εκεί υπάρχουν «αδύναμοι κρίκοι» που εμφανίζουν συχνά δημοσιονομικά ή άλλα οικονομικά προβλήματα. Στις περιπτώσεις αυτές οι αδύναμες πολιτείες δεν μένουν αβοήθητες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αμέσως σπεύδει και, μέσω της Κεντρικής Τράπεζας (FED) προβαίνει σε τονωτικές ενέσεις, που αποκαλούνται «δημοσιονομικές μεταβιβάσεις» ανάλογα με το πρόβλημα και τις ανάγκες. Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει ουσιαστική βοήθεια στην επίλυση του προβλήματος και εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα διόρθωσης, χωρίς να θίγονται οι αδύναμοι πολίτες και τα εισοδήματά τους, ούτε οι προβληματικές πολιτείες τίθενται υπό καθεστώς επιτήρησης με εφαρμογή συνταγών που θυμίζουν Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Έτσι η ανάρρωση επέρχεται γρηγορότερα καθώς η διόρθωση γίνεται με το ελάχιστο κόστος. Τέτοιος μηχανισμός δεν υπάρχει στην ΟΝΕ. Υπάρχει ο θεσμός της κοινοτικής επιτήρησης στην περίπτωση υψηλού ελλείμματος, ενώ για τα άλλα προβλήματα καμιά μέριμνα. Και καμιά βοήθεια από τους μηχανισμούς της ΟΝΕ. Η ΕΚΤ, για παράδειγμα, δανειοδοτεί τις τράπεζες της Ευρωζώνης με χαμηλό επιτόκιο και αρνείται να δανειοδοτήσει ένα κράτος μέλος! Κι έτσι τα κράτη μέλη δανείζονται με τοκογλυφικά επιτόκια. Σήμερα το ελληνικό κράτος δανείζεται με επιτόκιο 0,2% και οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται από την ΕΚΤ με επιτόκιο 2%!

Όμως η ΕΚΤ μπορεί να δανείζει τα εκτός της ΟΝΕ κράτη με το χαμηλό επιτόκιο. Τον δανεισμό από την ΕΚΤ των κρατών μελών της ΟΝΕ δεν τον προβλέπει η διαβόητη Συνθήκη του Μάαστριχτ! Θεωρεί ότι λόγω υψηλού βαθμού ανάπτυξης μένουν άτρωτα από εσωτερικές ή εξωτερικές αρνητικές συγκυρίες! Ναι, τόση κατάρτιση και ευφυΐα διέθεταν οι συντάκτες της συνθήκης αυτής και οι ηγέτες που την επικύρωσαν. Αλίμονο στους λαούς που διαθέτουν ηγέτες τέτοιου επιπέδου!

Το πρόβλημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών της ΟΝΕ γίνεται ακόμη εντονότερο, καθώς τα κράτη ελάχιστα ή καθόλου δείχνουν προσήλωση στους κανόνες της, κυρίως από εσωτερικές πιέσεις για την κάλυψη των δαπανών κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης. Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο απογύμνωσε τα κράτη που το εφαρμόζουν από σημαντικά έσοδα (μείωση ή κατάργηση εισαγωγικών δασμών, μείωση της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών, εκτεταμένες φοροαπαλλαγές των επενδύσεων και των επενδυτών) κι αυτό προς όφελος του κεφαλαίου και καθόλου των καταναλωτών. Όλα τα κράτη μέλη της ΟΝΕ, πιστά στον νεοφιλελευθερισμό, υπέστησαν αφαίμαξη εσόδων, ενώ παράλληλα για να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή διατήρησαν το κράτος Πρόνοιας και τις δαπάνες κοινωνικής αλληλεγγύης με δανεισμό και εκποίηση όσο όσο της δημόσιας περιουσίας. Κράτη που δεν είχαν καθόλου δημόσιο χρέος ή είχαν ελάχιστο παρουσίασαν κάθετη άνοδο των δανειακών αναγκών τους. Το ίδιο φαινόμενο παρουσίασαν και όλα τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ μη εξαιρουμένων και των οικονομικά ισχυρών (Γερμανίας και Γαλλίας). Τώρα με την οικονομική κρίση και τη στενότητα ρευστότητας αναδύεται το πρόβλημα της αναχρηματοδότησης του υπέρογκου δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης. Υπολογίζεται ότι μέσα στη διετία 2009-2010 θα χρειαστούν αναχρηματοδότηση ύψους 1,8 τρισ. ευρώ τα κράτη μέλη της ΟΝΕ και οι τράπεζες της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σοβαρό και αν η διοίκηση της ΕΚΤ συνεχίσει τη σημερινή άκαμπτη εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, μεγάλο μέρος του κόστους αναχρηματοδότησης των κρατών της Ευρωζώνης θα περάσει στο δημόσιο χρέος. Αν προσθέσουμε και τις δαπάνες στήριξης του τραπεζικού συστήματος που τόσο απλόχερα έσπευσαν να εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο θα επιβαρυνθεί το δημόσιο χρέος των κρατών της Ευρωζώνης. Και αν οι κυβερνήσεις και τα αρμόδια όργανα της ΟΝΕ συνεχίσουν τη μέχρι σήμερα πολιτική τους, δηλαδή να δείχνουν φανατισμό στη διάσωση του τραπεζικού συστήματος με οποιοδήποτε κόστος, τότε το τέρμα της σημερινής οικονομικής κρίσης θα είναι πολύ μακριά. Βαρύ το κόστος και μηδενικό το αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της κρίσης. Κι αυτό φάνηκε τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Τα πολυδάπανα «σχέδια στήριξης» των τραπεζών ουδέν απέδωσαν, ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρωζώνη και τη Βρετανία.

Μια άλλη βασική αδυναμία της οικονομίας της ΟΝΕ σε καιρό κρίσης είναι και η ενιαία νομισματική πολιτική. Είναι ένα πρόβλημα που εμφανίζεται πάντα και σε κάθε νομισματική ένωση. Και απλώς σε περιόδους κρίσης γίνεται εντονότερο. Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινή νομισματική πολιτική μεταξύ κρατών με οικονομίες διαφορετικού επιπέδου, οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη είναι:

α) Το πρόβλημα της ισοτιμίας του κοινού νομίσματος που επηρεάζει σημαντικά τον βαθμό ανταγωνιστικότητας των προϊόντων στην εσωτερική αγορά, αλλά κυρίως στη διεθνή. Οι απώλειες στην ανταγωνιστικότητα έχουν ένα σωρό αρνητικές επιπτώσεις, όπως π.χ. μείωση εξαγωγών και παραγωγής, αύξηση εισαγωγών, υπερβολική ανεργία, διατάραξη του εμπορικού ισοζυγίου, μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κ.λπ. Και τα κράτη μέλη της ΟΝΕ δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να διορθώσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους με μια νομισματική υποτίμηση. Και αν υποτεθεί ότι η ΟΝΕ έχει ανάγκη από μια υποτίμηση του κοινού νομίσματος, το ποσοστό υποτίμησης θα είναι διαφορετικό για κάθε οικονομία και συνεπώς για άλλες οικονομίες θα είναι υπερβολικό και για άλλες εντελώς ανεπαρκές. Επομένως αναποτελεσματικό και ενδεχομένως βλαβερό.

β) Αυτή η αδυναμία της ΟΝΕ να πετύχει μια αποτελεσματική νομισματική υποτίμηση οδηγεί τα κράτη μέλη στην επιλογή μιας άλλης μεθόδου βελτίωσης του βαθμού ανταγωνιστικότητας. Στη μέθοδο της μείωσης ή της συγκράτησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Που σημαίνει εσαεί πάγωμα των αμοιβών εργασίας (μισθών και ημερομισθίων). Έτσι η σφιχτή εισοδηματική πολιτική καλείται να αντικαταστήσει τη νομισματική υποτίμηση. Όσο ασθενέστερη είναι μια οικονομία και παρουσιάζει υποχώρηση ο βαθμός ανταγωνιστικότητας, τόσο καθίσταται περισσότερο σφιχτή και μακρύτερη σε χρονική διάρκεια η εισοδηματική πολιτική. Και τόσο γίνεται περισσότερο αντικοινωνική και αντιπαθής η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και της ΟΝΕ, με αποτέλεσμα και τον κλονισμό της κοινωνικής συνοχής.

γ) Σημαντικό και μάλιστα σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι και το πρόβλημα της πολιτικής επιτοκίων και της αναγκαίας ρευστότητας. Οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ, της FED, της Βρετανίας και άλλων χωρών που βρίσκονται έξω από νομισματική ένωση τυπώνουν σήμερα χρήματα και ακολουθούν την πολιτική χαμηλών ή μηδενικών επιτοκίων για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ρευστότητας, όμως αυτή η επιλογή, κατά τη γνώμη μας, θα οδηγήσει τις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη, τη Βρετανία και τις άλλες χώρες που την ακολουθούν σε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, που εμποδίζει την επιτυχή αντιμετώπιση της σημερινής οικονομικής κρίσης που για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεών της και τη συντόμευση του χρόνου διάρκειάς της είναι νομίζουμε απαραίτητη η σημαντική χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα προκαλέσουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για αρκετά χρόνια, όπως συνέβη στην Ιαπωνία, που ταλαιπωρήθηκε από την κρίση που την έπληξε για μια ολόκληρη δεκαετία.

Οι αδυναμίες αυτές βέβαια δεν είναι οι μοναδικές, είναι όμως δομικές και σε περιόδους κρίσεων αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Θα πρέπει, όσο είναι καιρός, να αντιμετωπιστούν μαζί με το τεράστιο θέμα της αναθεώρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του ελέγχου της αγοράς. Επιτέλους πρέπει η ΟΝΕ να ξεφύγει από μερικά ταμπού που κουβαλάει.


Σχολιάστε εδώ