Εκκλησία και πατριωτισμός

Οι εθνικές μας εορτές, ιδίως στις ημέρες μας, γεννούν το ερώτημα ποια είναι η σχέση της Εκκλησίας μας με την πατρίδα και τον πατριωτισμό. Το ερώτημα αυτό ακούγεται ιδιαίτερα έντονα σήμερα, οπότε και γίνεται μια μεγάλη παγκόσμια προσπάθεια να υποτιμηθεί η αξία «του ανήκειν» σε μια πατρίδα και να τονωθεί το αίσθημα του πολίτου του κόσμου. Μεγάλη μερίδα του Τύπου και των ΜΜΕ ειρωνεύεται ή αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό οιαδήποτε αναφορά στην πατρίδα και το έθνος, ενώ η Παιδεία ακόμη διατηρεί σχέση με την παράδοση και την έννοια της πατρίδος κυρίως όπου υπάρχουν πρόσωπα, δηλαδή εκπαιδευτικοί, οι οποίοι, ορμώμενοι από προσωπική ευαισθησία, καλλιεργούν στα παιδιά την αγάπη και τη φιλοπατρία.

Είναι αλήθεια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργεί στην οικουμενική προοπτική της. Ο άνθρωπος δεν σώζεται κατά Θεόν επειδή είναι Έλληνας, Ιουδαίος, Σκύθης (Κολοσ. 3,11). Σώζεται εφόσον τηρήσει τις εντολές του Χριστού και ζήσει την εκκλησιαστική ζωή της πίστεως, της αγάπης, της μετανοίας. Όμως η Εκκλησία δεν πορεύεται μόνο υπερχρονικά και διαχρονικά. Πορεύεται και εν τη ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι είναι συνδεδεμένη με τον χώρο και τον χρόνο, αλλά και τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι ανήκουν σε έθνη, πατρίδες, καταγωγές. Έχουν στοιχεία ετερότητος στη ζωή τους. Ομιλούν άλλη γλώσσα, ακολουθούν άλλη θρησκεία, έχουν άλλον πολιτισμό, υπόκεινται σε παραδόσεις.

Η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί τις ετερότητες των ανθρώπων και των λαών. Τις σέβεται και καταφάσκει στο υγιές αίσθημα πατριωτισμού, δηλαδή στο να θέλει ο άνθρωπος ο τόπος του να είναι σεβαστός από τους άλλους, οι παραδόσεις του να διατηρηθούν ακέραιες και η πίστη του να αποτελεί στοιχείο της καθημερινής του πράξεως. Τουτέστιν, η ανθρώπινη ελευθερία συνεπάγεται και το δικαίωμα της πατρίδος.

Η Εκκλησία δεν μπορεί να αποδεχθεί έναν στείρο εθνικισμό, δηλαδή τη θεοποίηση της δικής μας πατρίδος και την άρνηση στους άλλους να έχουν τη δική τους. Όταν μάλιστα αυτό το αίσθημα της δήθεν ανωτερότητος κυριεύει την κοινωνία, η Εκκλησία υπενθυμίζει στον κόσμο ότι δεν νοείται χριστιανός ο οποίος να εμφορείται από αισθήματα περιφρονήσεως των αδελφών του, επειδή δεν είναι ή δεν ανήκουν εκεί όπου ανήκει ο ίδιος. Από την άλλη, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να απορρίπτει τάσεις οι οποίες θέλουν να απομακρύνουν έναν λαό από το παρελθόν του, να τον οδηγήσουν στη λήθη στο όνομα δήθεν της συγχρόνου προσεγγίσεως. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε βαθμιαίως θα διαγραφόταν κάθε ιστορικό στοιχείο από τη ζωή του κόσμου, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να παρέμενε χωρίς ερείσματα στη ζωή του, να μην είχε αξίες που θα τον βοηθούσαν να γνωρίζει ποιος είναι και τα πάντα θα οδηγούνταν στην ομογενοποίηση και τη μαζοποίηση.

Την ίδια αρνητική διάθεση έχει η Εκκλησία και έναντι όσων θέλουν να πλαστογραφήσουν την Ιστορία και να οικειοποιηθούν ταυτότητες άλλων. Και δεν είναι εθνικισμός η αντίσταση του λαού σε μια τέτοια γραμμή, όσο και αν μια τέτοια προοπτική θεωρείται μάταιη από τους δήθεν ρεαλιστές. Η Ιστορία, άλλωστε, γράφεται από αγώνες που φαίνονται μάταιοι, ωστόσο, όταν έχουν ως συνεκτικό δεσμό τους την πίστη στον Θεό και την ελευθερία, δίδουν αποτελέσματα εντελώς ανέλπιστα. Δεν χωρούν, επομένως, συμβιβασμοί που απεμπολούν την αλήθεια. Είναι αυτονόητη η ανάγκη για συνύπαρξη και αμοιβαία κατανόηση. Η ενδοτικότητα όμως στον εθνικισμό άλλων, στο όνομα της δικής μας προόδου, αποτελεί κίνηση η οποία θα οδηγήσει στη συρρίκνωση αν όχι του χώρου, σίγουρα της δυνατότητας ιστορικής υπάρξεως και επιβιώσεως.

Η Εκκλησία καλείται να λειτουργήσει στην προοπτική του συγκερασμού οικουμενικότητος και ιστορικής προοπτικής. Να συνδράμει την κοινωνία στο να υπερβεί τη σύγχυση, η οποία τη διακατέχει. Να προτάξει αξίες που είναι οικουμενικές, αλλά και λειτουργούν ως ιστορική συνέχεια. Να αγκαλιάσει τον γνήσιο πατριωτισμό των αξιών, της παραδόσεως και της ιστορικής μνήμης, που δίδουν ταυτότητα και ιδιοπροσωπία, χωρίς να υποστηρίζει επιθετικές τάσεις έναντι των άλλων. Κατʼ αυτόν τον τρόπο θα παραμείνει πιστή στην ιστορική της πορεία και, ταυτοχρόνως, θα ανταποκριθεί στην ανάγκη να δώσει υγιές στίγμα για το μέλλον.

Η εορτή του Ευαγγελισμού μάς υπενθυμίζει αυτό το μήνυμα. Ότι έχουμε ανάγκη από έναν γνήσιο πατριωτισμό, ο οποίος θα αναστρέψει το κλίμα της αυτοπαραδόσεως στο υλιστικό και αντιπνευματικό κίνημα της αδιαφορίας για το παρελθόν και την ιδιοπροσωπία μας. Και τόσο στην ενοριακή ζωή, όσο και στην καθημερινότητα, καλούμαστε όλοι να βρούμε τη χρυσή τομή. Αγαπώντας τους αδελφούς μας και θυσιαζόμενοι υπέρ αυτών, όποιοι και αν είναι, αλλά και διατηρώντας την ιστορική μας συνείδηση. Η Εκκλησία παραμένει πάντοτε πρόθυμη να συνδράμει κάθε πατριωτική προσπάθεια της Πολιτείας. Και με θλίψη διαπιστώνει την όποια παρακμιακή αντιμετώπιση του κεφαλαιώδους αυτού ζητήματος για την πορεία του λαού μας. Ας αναλάβουμε, λοιπόν, όλοι τις ευθύνες μας.


Σχολιάστε εδώ