Τριάντα Μητροπολίτες διαφωνούν
Πάνω από 30 Μητροπολίτες υπέγραψαν το έγγραφο, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι έστειλαν στην Ιερά Σύνοδο δική τους, ατομική επιστολή διαμαρτυρίας, αφήνοντας σαφέστατες αιχμές κατά του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου για λανθασμένες τακτικές, επιρρίπτοντας ευθύνες εμμέσως πλην σαφώς στο πρόσωπό του.
Για μία ακόμη φορά μνήμες «απείρου κάλλους» επανέρχονται και συγκλονίζουν. Κασέτες, που κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία να αμφισβητήσει με επίσημες και νόμιμες διαδικασίες το περιεχόμενό τους και την αυθεντικότητά τους, πολύ φοβούμαστε ότι για μία ακόμη φορά θα αποτελέσουν ηχητικά αποκαλυπτήρια μιας παρωδίας χωρίς αρχή και τέλος.
Οι επτά Μητροπολίτες, οι οποίοι ψήφισαν υπέρ της αρχειοθέτησης (αθώωσης) της υπόθεσης Μπεζενίτη, είναι οι ακόλουθοι: Ιερισσού Νικόδημος, Μηθύμνης Χρυσόστομος, ο υπερήλικος και σοβαρά ασθενής Μητροπολίτης Φωκίδος Αθηναγόρας, ο Διδυμοτείχου Νικηφόρος, ο Μυτιλήνης Ιάκωβος, ο Λαρίσης Ιγνάτιος, και ο Νέας Ιωνίας Κωνσταντίνος.
Στην επιστολή τους οι Μητροπολίτες, αφού επικαλούνται και την τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου (μέσα από το δελτίο Τύπου που εξεδόθη) ότι «η υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε δίκη», εξηγούν γιατί θα έπρεπε να γίνει αυτό:
Πρώτον, γιατί το δικαστικό συμβούλιο θα έπρεπε να περιμένει, ως ώφειλε, το αποτέλεσμα της αίτησης αναίρεσης στον Άρειο Πάγο για το αδίκημα της υπεξαίρεσης μεγάλου χρηματικού ποσού από το μοναστήρι των Αμώμων, αδίκημα για το οποίο και το Τριμελές και το Πενταμελές Εφετείο τον έχει καταδικάσει. Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένει τον Άρειο Πάγο «για να συνεκτιμήσει τις ποινικές αποφάσεις και έτσι να προβεί σε ασφαλή ουσιώδη κρίση».
Δεύτερον, και μόνο για τη συμμετοχή του σε off-shore (υπεράκτια) εταιρεία, όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα, θα «έπρεπε να παραπεμφθεί σε κανονική δίκη για να διασφαλιστεί η εγκυρότητα της αποφάσεως του ανωτάτου εκκλησιαστικού δικαστικού οργάνου».
Τρίτον, σύμφωνα με τη νομοθεσία «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», από τη στιγμή που υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση εγκληματικής ποινής «επιβάλλεται από το αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο η καθαίρεση του καταδικασθέντος χωρίς άλλη διαδικασία».
Μάλιστα υπογραμμίζουν και το εξής πολύ σημαντικό, που πρέπει να το έχει υπόψη της η Ιεραρχία: «Στην περίπτωση που το Ανώτατο Αναιρετικό Δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος, απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του εγκαλουμένου και η ποινική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, η Εκκλησία θα πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμόσει την απόφαση του ως άνω Αναιρετικού Δικαστηρίου, διότι οι περί δεδικασμένου διατάξεις ουδεμία εφαρμογή μπορούν να έχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως εσφαλμένα μερικοί υποστηρίζουν, διαφορετικά αν δεν εφαρμόσει τη σχετική διάταξη, δυνάμει του εκδοθέντος αθωωτικού βουλεύματος, θα υπέχουν τα μέλη του Πρωτοβάθμιου για αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου ποινική ευθύνη ως φυσικά πρόσωπα για παράβαση καθήκοντος». Και καταλήγουν λέγοντας ότι η επιστολή τους «αποτελεί έκφραση πόνου και αγωνίας του κλήρου, των μοναχών και του λαού των Μητροπόλεών μας».