Πανικός στην κυβέρνηση από τη διπλή «ασφυξία» των πιστώσεων

Η διπλή «ασφυξία» της οικονομίας, υπό την πίεση της αγοράς ομολόγων και των τραπεζιτών, φέρνει «κρύο ιδρώτα» στην κυβέρνηση καθώς αντιλαμβάνεται ότι κάθε μήνα θα δίνει όλο και πιο άνιση «μάχη» για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων, ενώ η οικονομία θα παρασύρεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς προς την ύφεση, λόγω της μείωσης των πιστώσεων από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και των τεράστιων «καπέλων» στα επιτόκια του ελληνικού τραπεζικού καρτέλ.

Κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις το «ξεχείλωμα» των φετινών δανειακών αναγκών του κράτους, πολύ πάνω από τον αρχικό ετήσιο στόχο των 43 δισ. ευρώ. «Οι εκτιμήσεις της αγοράς για ανάγκες άνω των 50 δισ. ευρώ είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα», παραδέχονται. Αυτό σημαίνει όμως ότι τους επόμενους μήνες η μηνιαία «ταρίφα» δανεισμού θα φθάνει κατά μέσον όρο τα 4-5 δισ. ευρώ, με την αγορά ομολόγων να «εκβιάζει» επιτόκια που ξεπέρασαν και το 6% στην πρόσφατη έκδοση 10ετών ομολόγων, με «καπέλο» σχεδόν τριών μονάδων από τα αντίστοιχα γερμανικά.

Την ίδια στιγμή, η αξιοπιστία του Δημοσίου έναντι των αγορών βρίσκεται στα… τάρταρα, καθώς πρώτος στόχος της κυβέρνησης είναι να αποφύγει το «πικρό ποτήρι» της ανακοίνωσης πρόσθετων εισπρακτικών μέτρων μέχρι τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Όμως, η αίσθηση της αγοράς, που επιβεβαιώνεται εμμέσως και από την απόφαση του οικονομικού επιτελείου να σταματήσει να ανακοινώνει τα έσοδα κάθε μήνα, είναι ότι ο εισπρακτικός μηχανισμός έχει πάθει «βραχυκύκλωμα» και οι εισπράξεις τους πρώτους μήνες του έτους κινούνται αρκετά… χιλιόμετρα μακριά από τους στόχους.

Το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα κρίσιμο, ιδιαίτερα αν η κυβέρνηση δεν κλείσει πριν από τις ευρωεκλογές συμφωνία με την Κομισιόν για τα πρόσθετα μέτρα, τα οποία θα διασφαλίσουν τη μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% μέχρι το τέλος του 2010. Ο κίνδυνος νέων εκτινάξεων στα επιτόκια δανεισμού και στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων στη δευτερογενή αγορά, λόγω της αβεβαιότητας για την οικονομική πολιτική, δημιουργεί… αϋπνίες στο οικονομικό επιτελείο.

Την ήδη δύσκολη σχέση κυβέρνησης – αγοράς ομολόγων δεν βοηθά ιδιαίτερα η διατήρηση του «μυστηρίου» από την πλευρά του Γιάννη Παπαθανασίου, σε σχέση με το «σχέδιο Β», που θα θέσει σε εφαρμογή η κυβέρνηση, αν χρειασθεί να εξευμενίσει την Κομισιόν και τους δανειστές. Το μόνο βέβαιο, που έχει προκύψει και από την τελευταία συνάντηση του κ. Παπαθανασίου με τους δημοσιογράφους, είναι ότι δεν θα αυξηθούν οι συντελεστές του ΦΠΑ, αλλά κατά τα λοιπά το οικονομικό επιτελείο αφήνει αδιευκρίνιστο ποιες μόνιμες αυξήσεις φόρων θα ενεργοποιηθούν όταν χρειασθεί.

Πάντως, η οικονομία φαίνεται ότι διολισθαίνει προς την ύφεση με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από το αναμενόμενο, διαψεύδοντας τις προβλέψεις της κυβέρνησης. Είναι χαρακτηριστική η εκτίναξη του δείκτη ανεργίας κατά 1,1%, που ανακοινώθηκε την Πέμπτη, όπως και η υποχώρηση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ το 2008 στο 2,4%, που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η κατάρρευση των επενδύσεων, ιδιαίτερα στην κατοικία, και το «πάγωμα» της κατανάλωσης φαίνεται ότι συνδέονται άρρηκτα με το «βραχυκύκλωμα» των τραπεζών, οι οποίες από το φθινόπωρο έκοψαν δραματικά τις πιστώσεις στην πραγματική οικονομία.

Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος, οι έλληνες τραπεζίτες επιμένουν… κερδοσκοπικά έναντι των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, την ώρα που οι ευρωπαϊκές μειώνουν με γοργούς ρυθμούς το κόστος δανεισμού, ακολουθώντας τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όπως φαίνεται και στον πίνακα που δημοσιεύει το «Π», τεράστια είναι τα «καπέλα» που επιβάλλουν οι τράπεζες, σε σχέση με τα μέσα επιτόκια της Ευρωζώνης, κυρίως για τα καταναλωτικά δάνεια, αλλά και τα επιχειρηματικά. Με τέτοια υψηλά επιτόκια, που προφανώς δεν ευνοούν τη ζήτηση δανείων, οι έλληνες τραπεζίτες έχουν το θράσος να ισχυρίζονται ότι, δήθεν, για την καθήλωση των χορηγήσεων φταίνε τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που δεν ζητούν δάνεια!

Το σοβαρότερο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών είναι ότι πληρώνουν πανάκριβα τις προθεσμιακές καταθέσεις, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Αυτό που δεν εξηγούν οι τραπεζίτες μας είναι γιατί προσφέρουν τέτοια επιτόκια, αφού υποτίθεται ότι έχουν πολύ υγιέστερη σχέση δανείων-καταθέσεων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ λένε ότι έλαβαν και επαρκέστατες ενισχύσεις ρευστότητας από το Δημόσιο.

Γεγονός είναι, πάντως, ότι οι μειώσεις που έγιναν τελευταία στα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας ήταν πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες μειώσεις στα επιτόκια δανεισμού, ανοίγοντας έτσι την «ψαλίδα» των κερδών για τις τράπεζες. Είναι εξοργιστικό, μάλιστα, ότι τα καταναλωτικά δάνεια στη χώρα μας είναι 6% ακριβότερα από τον μέσον όρο της Ευρωζώνης!


Σχολιάστε εδώ