Μια φορά και έναν καιρό

«Αντίο ντελ πασάτο». Σαν νουνεχής που είμαι είχα ετοιμάσει τα συμπράγκαλά μου από την προηγουμένη, όταν δε ανέτειλε η «ημέρα Χ» περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσε το κουδούνι και θα άκουγα τη χαρμόσυνη πρόσκληση: «Έλα, φεύγουμε…». Αλλά οι ώρες περνούσαν και δεν ερχόντουσαν να με πάρουν. Άρχισα να αδημονώ και κατέφυγα στο επιστημονικό αξίωμα πως όταν το βουνό δεν πάει στον Μωάμεθ πάει ο Μωάμεθ στο βουνό και πήρα τηλέφωνο να μάθω «τι γίνεται».

Ο Πετρής, με τη μεγαλύτερη απάθεια του κόσμου, απάντησε πως η σύντροφός του είχε πάει την προηγουμένη στην Επίδαυρο να δει την παράσταση και για να μην ταξιδεύει μέσα στη νύχτα, θα επέστρεφε τώρα. Και συμπλήρωσε για να με καθησυχάσει: «Όπου να ‘ναι γυρίζει. Θα φτιάξει τις βαλίτσες της και φύγαμε…». Εκτίμησα δεόντως την ηρεμία και την απάθειά του, απετόλμησα όμως να προσθέσω πως θα μας πάρει η νύχτα… Ένα αφοπλιστικό «Ε, και;» ήταν η απάντηση, οπότε φίδια άρχισαν να με ζώνουν καλή ώρα όπως τον Λαοκόωντα για τον οποίον αισθάνθηκα απεριόριστη συναδελφική αλληλεγγύη. Δισυπόστατος αποδείχθηκε ο χρόνος εκείνη τη μέρα. Για μένα οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα, ενώ για τον ήλιο που έπαιρνε ήδη την κάτω βόλτα έτρεχαν σαν τρελές… Κάποτε ήρθαν, επιβιβαστήκαμε, ξεκινήσαμε κι αρχίσαμε να φέρνουμε βόλτα τους δρόμους της… Αθήνας. Ρώτησα από περιέργεια σε τι οφείλονταν αυτές οι διαδρομές στους μονόδρομους που μόλις είχαν καθιερωθεί, και με πληροφόρησαν πως ψάχναμε να βρούμε ανοικτή τράπεζα για να πάρουν το συνάλλαγμά τους. Σάββατο απόγευμα να ψάχνεις για τράπεζα και στις κότες να το πεις θα ξεκαρδιστούνε από τα γέλια. Και όμως, φίλε μου. Επειδή κάτι τέτοια συμβαίνουν για να αποθρασύνονται οι άνθρωποι, όσο και να φανεί απίστευτο, βρέθηκε κατάστημα τραπέζης, που λειτουργούσε και τα απογεύματα για να εξυπηρετούνται οι τουρίστες που προσπαθούσε να προσελκύσει η κυβέρνηση να επισκεφτούν την Ελλάδα. Περασμένες έξι πήραμε την άγουσα που οδηγούσε προς την Πάτρα, ώστε μέσω Ρίου – Αντιρρίου να κατευθυνθούμε προς την Ήπειρο. Η εθνική οδός Αθηνών – Κορίνθου δεν είχε ακόμη κατασκευαστεί. Περάσαμε λοιπόν από την Ελευσίνα, τα Μέγαρα και απ’ όλα τα χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις που συναντούσαμε στην πορεία μας, μέσα από το κέντρο τους με το σαββατιάτικο πηγαινέλα στα «νυφοπάζαρα» σε έξαρση. Ευτυχώς σε λίγο έπεσε το σκοτάδι, ο κόσμος αραίωσε και οι δρόμοι άδειασαν. Είναι αδύνατον, όση καλπάζουσα φαντασία κι αν διαθέτει κανείς, να σχηματίσει μια εικόνα της Ελλάδας εκείνων των χρόνων, δηλαδή του 1960, και ιδίως του οδικού της δικτύου. Όλη η λεγόμενη «επαρχιακή οδός» ήταν ένας χιλιομπαλωμένος δρόμος, με φθαρμένη και ξεφτισμένη άσφαλτο, γεμάτος λακκούβες και σαμαράκια, που στο πλάτος του χωρούσαν μονάχα δύο αυτοκίνητα. Ευθείες υπήρχαν ελάχιστες και τα συνεχή ζιγκ ζαγκ με στροφές συχνά απρόσμενες, σε έστελναν στα χωράφια. Τα φορτηγά που έρχονταν αντίθετα, σε στράβωναν με τους προβολείς τους ή είχανε τα φωτά σβηστά για… οικονομία στην μπαταρία και φυσικά δεν είχανε κανέναν λόγο να σε σεβαστούνε. Πήγαινες άκρη άκρη, τους παραχωρούσες ολόκληρο το οδόστρωμα για να μη βρεθείς ανάποδα στους αγρούς, καθώς ακάθεκτοι τράβαγαν στον προορισμό τους.

Περάσαμε μέσα από την Κόρινθο, ξυστά από την πύλη του κέντρου εκπαιδεύσεως, φτάσαμε στο Κιάτο με τις αποθήκες σταφίδας του ΑΣΟ, περάσαμε από τη Συκιά που κοιμούνταν το νήδυμο, το κοσμοπολίτικο Ξυλόκαστρο και την Παναγιά την Τρυπητή στο Αίγιο και πηγαίναμε… πηγαίναμε. Μπορεί να ευχήθηκε ο Καβάφης να ‘ναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη, αλλά ο δρόμος προς το Ρίο ήταν ατέλειωτος. Σμήνη από ζουζούνια καθώς τρέχαμε καρφώνονταν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου περιορίζοντας την ορατότητα. Αραιά και πού διέκρινες στο βάθος να τρεμοσβήνουν λίγα ωχρά φώτα και προσπαθούσες να μαντέψεις αν ήταν κάποιος απομονωμένος οικισμός, ένα επαρχιακό «μιούζικ χολ» με ντιζέζ που διανυκτέρευε, ή τα καντήλια από το νεκροταφείο του χωριού… Ένας φόβος μας κατείχε ενδομύχως. Άραγε θα προλαβαίναμε το φέρι για το Αντίρριο ή θα μέναμε εκεί χάμω «αμανάτι» με τα εισιτήρια στο χέρι; Αν συνέβαινε το απευκταίον, η συνεπιβάτης μας που τελούσε υπό την επήρεια της χθεσινής αρχαίας τραγωδίας, θα το αντιμετώπιζε απαγγέλλοντας τα ανάλογα σχετλιαστικά επιφωνήματα: «Ουαί, παπαί, οίμοι, φευ, ιω…». Αντιθέτως εμείς δημοτικισταί εκ πεποιθήσεως θα περιοριζόμεθα σ’ ένα «Αλί, αλί και τρισαλί». Κάποτε πλησιάσαμε επιτέλους και είδαμε από το ύψωμα όπου βρισκόμασταν, το λιμανάκι του Ρίου με φώτα που καταύγαζαν τα πέριξ. Μέσ’ στο σκότος που επικρατούσε τριγύρω μας φάνταζε σαν το παλάτι της Χιονάτης, μετά τη γνωριμία της με τους επτά νάνους, φυσικά.

Ξαφνικά εκβάλαμε κραυγές απελπισίας ανάκατες με σχετικές βλαστήμιες.

Το πλοίο ολοφώτιστο σαλπάριζε κι εμείς απείχαμε ακόμη καμιά δεκαριά χιλιόμετρα και η ώρα ήταν δέκα και δέκα ακριβώς. Βλοσυροί και αμίλητοι κατηφορίσαμε προς την αποβάθρα…

Όταν φτάσαμε, φωτισμός υπήρχε ελάχιστος αλλά τουλάχιστον ταίριαζε αισθητικά με την κατάθλιψή μας. Μερικοί ναυτικοί χαριτολογούσαν ανταλλάσσοντας μπουνιές και κλωτσιές υπό το άγριο βλέμμα του λιμενοφύλακα και το αγριότερο του τελώνη που αγρυπνούσε μην παρεισφρήσει εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου αντικείμενο άνευ καταβολής δασμών. Πήγα να ρωτήσω πότε φεύγει το επόμενο φέρι, βουλώνοντας τα αυτιά μου για να μην ακούσω την απάντηση που προεξοφλούσα ποια θα ‘ναι. Είχε δρομολόγιο στις έντεκα και ηρεμήσαμε. Κάτσαμε στην άκρη και χωρίς να έχω ιδιαίτερη επίδοση στα μαθηματικά, με τη βοήθεια των δακτύλων των δύο χεριών μου υπολόγισα πως μέχρι τις έξι έχουμε μπροστά μας επτά ολόκληρες ώρες. Η έμφυτη αισιοδοξία μου ξαναβρήκε τη φόρμα της.

Περάσαμε απέναντι επιτέλους και γεμάτοι θάρρος συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα στη νύχτα. Πλην όμως σε μεγάλα τμήματα του δρόμου κατά διαστήματα γίνονταν έργα. Καταμεσής υπήρχαν λάκκοι, μπάζα, μηχανήματα οδοποιίας και οδοστρωτήρες παρκαρισμένοι χωρίς σήμανση στο σκοτάδι, που έκαναν εφιαλτική την οδήγηση. Χώρια που κάποιο αγρίμι ξεπετιόταν ξαφνικά από το πουθενά και ορμούσε στο αυτοκίνητο με κίνδυνο να ντελαπάρουμε. Εμείς, για να μην ενοχλούμε τον οδηγό, είχαμε γείρει και… κοιμόμασταν. Εκείνος για να μην αποκοιμηθεί έφτυνε την παλάμη του και σάλιωνε τα μάτια του ανοίγοντας το παράθυρο να τον φυσήξει ο φρέσκος αέρας. Ήταν ένας πραγματικός άθλος να οδηγεί όλη νύχτα νυσταγμένος, σε έναν απαίσιο άξενο δρόμο που δεν τον είχε ξαναπεράσει ποτέ. Τον συνόδευε όμως η ηθική μας συμπαράσταση. Κάπου στις ερημιές συναντήσαμε ένα χάνι όπου σταθήκαμε να τσιμπήσουμε κάτι και, περιέργως, αυτό το «κάτι» δεν μας πείραξε, γεγονός που θεωρήθηκε καλός οιωνός… Προχωρώντας και περνώντας από το κέντρο μιας κωμόπολης, είδαμε κόσμο καταμεσής του δρόμου παρότι ήταν μεσάνυχτα. Άνδρες και γυναίκες κατευθύνονταν προς ένα σπίτι, που κάποιοι στην εξώπορτά του, ανεβασμένοι σε σκάλα, κρεμούσανε κρέπια όπως συνηθιζόταν όταν εγκατέλειπε κάποιος τον μάταιο τούτο κόσμο. Συνεχίζοντας, αφήσαμε την Αμφιλοχία κι άρχισαν οι στροφές κι η μεγάλη ανάβαση. Περνώντας αργότερα πλάι από το γεφύρι της Άρτας, σκεφτήκαμε τον δυστυχή πρωτομάστορα που αναγκάστηκε να θυσιάσει τη γυναίκα του για να στεριώσει το γιοφύρι που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν». Απονείμαμε εύφημον μνεία στον πρωτομάστορα, υπόδειγμα οικογενειάρχη και κυρίως σωστού επαγγελματία, διότι αν ήταν εκ πεποιθήσεως εργένης, αμφιβάλλω αν θα δεχόταν καμιά γκόμενα να θυσιαστεί χωρίς στεφάνι για να αποπερατωθεί η γέφυρα…

Τελικά λίγο πριν από τις έξι φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα και είδαμε την κατάλευκη «Εγνατία» δεμένη στον λιμενοβραχίονα να περιμένει να μας πάει σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη με καλλιεργημένους ανθρώπους.

Ο Γιάννης Αργύρης άλλωστε, μας είχε ενημερώσει σχετικά από τις «Εσπερίδες»:

«Στο Παρίσι, ρε, και οι λούστροι ακόμα μιλάνε γαλλικά…».


Σχολιάστε εδώ