Η «ΣΟΒΑΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ» ΚΑΙ Η «ΚΩΜΙΚΗ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ»!..

Όταν όμως την έδειξε στους αιθουσάρχες για να την παίξουν στους κεντρικούς κινηματογράφους, τελειώνοντας η προβολή, του είπαν κάθε άλλο παρά ικανοποιημένοι: «Τι κωμωδία; Αφού δεν γελάσαμε καθόλου…».

Και η απάντησή του ήταν: «Μα, πρόκειται για… σοβαρή κωμωδία!».

Από τις δύο αντιστρόφως ανάλογες καταστάσεις, δηλαδή της «σοβαροποίησης» του κάθε κωμικού και γελοίου που μας συμβαίνει και από την άλλη η «γελοιοποίηση» της κάθε σοβαρότητας, χαρακτηρίζεται η παθογένεια που υποφέρει και βογγάει η καθημερινότητά μας.

«Σοβαροποιούμε» και γίνονται σχόλια συμπάσχοντα ως και δραματικά επειδή ένα κανάλι έστειλε στο σπίτι του ένα δίδυμο πρωινάδικης εκπομπής, επειδή η σαχλαμάρα του δεν πήγαινε άλλο και από τον πρωινό του καφέ δεν είχε απομείνει ούτε ο ντελβές του, χωρίς βέβαια η κενολογία και των άλλων πρωινάδικων να είναι καλύτερη και από την άλλη οι τηλεοπτικοί γκόλντεν μπόις διασκεδαστές το ρίχνουν στο σορολόπ και στο χάχανο για το χάλι της πολιτικής μας χρεοκοπίας, λες και η πείνα του κοσμάκη είναι ό,τι καλύτερο για να γελάει ο κάθε πικραμένος.

Το θυμήθηκα διαβάζοντας την επικεφαλίδα θεατρικού ρεπορτάζ της κ. Αντιγόνης Καράλη σε κυριακάτικη εφημερίδα για την πρεμιέρα πολυδιαφημισμένου μιούζικαλ, με τη φράση «απολαυστικό γέλιο με… σοβαρότητα»!

Δηλαδή απολαύσαμε το γέλιο, έστω και από αφοπλιστική ευγένεια, διατηρώντας όμως και την απαιτούμενη σοβαρότητα για ένα έργο, που 35 χρόνια τώρα δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν είναι «σοβαρή κωμωδία» ή «καταγέλαστο δράμα», διατηρώντας έτσι και στη θεατρική του κατάταξη την «τραβεστί» του ιδιότητα και που, όπως και να το κάνεις, είναι μάλλον μια «ξεκαρδιστική τραγωδία», επιβεβαιωμένη από την κορυφαία φράση-κλειδί που ακούγεται από το στόμα των δύο αμφιλεγόμενων του έργου: «Είναι φοβερό! Το παιδί μας μας βγήκε ετεροφυλόφιλο!».

Χαίρομαι όταν βλέπω τέτοιους νέους συντάκτες, με χιούμορ μαύρο ή έστω και ελαφρώς γκρίζο.

ΠΟΛΥ… «ΦΡΟΥ-ΦΡΙΛΑ» ΠΛΑΚΩΣΕ
(…ροζέ σαν μελισσούλα!)

Άρχισε λοιπόν και το αναμενόμενο, πολυχλιδάτο, πολυφτέρωτο και πολυπλούμιστο «Κλουβί με τις τρελές», επιβεβαιώνοντας τον υψηλό πήχη επιχειρηματικής πολυθεατρικότητας της «Ελληνικής Θεαμάτων», έχοντας εκτιμήσει εγκαίρως ότι στη θεατρική πραγματικότητα η επιτυχία ξεκινάει από το ταμείο, όπως και εκεί καιροφυλακτεί η αγωνία του αποτελέσματος.

Με την ευκαιρία, σκεφτείτε αν αντίστοιχη με την ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν και η διαχείριση πολλών κρατικών επιχειρήσεων, που χωρίς βέβαια τα τρωκτικά λαμόγια, ίσως να μην είχαμε φτάσει στη χρεοκοπία και στο ξεπούλημα των περιουσιακών μας στοιχείων, όπως ο ΟΤΕ, η Ολυμπιακή, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα διόδια των εθνικών οδών, με τελικό αποτέλεσμα τον πλειστηριασμό της Εθνικής μας Αξιοπρέπειας (και επιτρέψτε μου να τη γράφω ακόμα, έστω και χωρίς κεφάλαια, αλλά με κεφαλαία), με την πολύ χλωμή ελπίδα να βγούμε από τα αδιέξοδα που μας οδήγησαν οι ανίκανοι που ξαναζητούν τη χαμένη μας εμπιστοσύνη. Διότι αυτές είναι που περισσότερο ξεπουλάμε: Την αναντικατάστατη Αξιοπρέπεια και την όση Ανεξαρτησία, κερδισμένες πανάκριβα και «τοις μετρητοίς» για να εκποιηθούν τώρα κοψοχρονιά και «επί πιστώσει» σε ευκαιριακούς σαράφηδες και παλιατζήδες.

Θυμηθείτε τη σκηνή στο «Αλίμονο στους νέους» όταν ο Χορν πουλάει για τρία τάλιρα το κοστούμι του για να διατηρήσει την αξιοπρέπεια μιας κατασκευασμένης «νεότητας», για να καταλάβετε την ανύπαρκτη διαφορά ανάμεσα σε ένα κοστούμι με τριμμένο παντελόνι και σε μια Ολυμπιακή με κουρασμένα «μπόινγκ». Η Αξιοπρέπεια είναι μία και αδιατίμητη.

Να γυρίσουμε όμως στα ροζ φτερά και στα παραφορτωμένα πίπουλα των αποτριχωμένων «χορευτριών» του πολυξεφωνημένου «Κλουβιού» και στην πολυδάπανη και πολυκούραστη παράσταση, για την οποία κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι για να φτάσει στη λαμπερή της πρεμιέρα οι δύο που έφτυσαν αίμα είναι το ταμείο της παραγωγού εταιρείας και ο Σταμάτης Φασουλής, απόλυτος κυρίαρχος της παράστασης. Και τον ξεχωρίζω επειδή για όλους τους άλλους ήταν η διεκπεραίωση μιας «σκηνικής υπηρεσίας», μηδέ και του Γιάννη Μπέζου εξαιρουμένου, που δεν νομίζω να κουράστηκε ιδιαίτερα για έναν τύπο που τον έχει με επιτυχία υπηρετήσει και στο θέατρο και περισσότερο στην τηλεόραση. Ενώ για τον Σταμάτη Φασουλή, που μαζί με την ευθύνη ενός δύσπεπτου όσο και χάρτινου ρόλου, φορτώθηκε και την από δεύτερο χέρι διασκευή του έργου σε μιούζικαλ, αλλά και το σύνολο της οργάνωσης. Δρόμος μακρύς και ανώμαλος, που τον έφερε σε πέρας, θυσιάζοντας περγαμηνές και βραβεία κερδισμένα σε θεατρικές μάχες (ένα από τα οποία διά χειρός μου από την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων) με μια τωρινή του εμφάνιση ως «Ζαζά» και «Μελισσούλα» και «Τρελή Φρου-Φρου» και «Σαπουντζάκη α λα Φρανσέ» και «Καναπέ Μαρίας Αντουανέτας», μέχρι και με χρυσοποίκιλτα άμφια περίπου ως πατριάρχης Ιεροσολύμων και ελπίζω αργότερα να μην τον δούμε και ως «Εβίτα», ικανοποιώντας το βουγιουκλάκειο σύνδρομο, από το οποίο πλείστοι οι πάσχοντες και οι πάσχουσες.

Δεν έχω τίποτα περισσότερο να πω για τη μεγαλοπρεπέστατη παράσταση και μακριά από εμένα η κριτική για λόγους που και σε προηγούμενα σημειώματα έχω αναφέρει. Ξεφυλλίζοντας όμως το πολυτελέστατο και ωσαύτως ροζ πρόγραμμα, σε κάποια σελίδα διάβασα και μάλιστα μέσα σε πλαίσιο ότι «Μεταξύ άλλων το “Cage aux folles” έχει παρουσιαστεί στην Αυστραλία, στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στο Μεξικό και στην Κολομβία», πιθανόν εννοώντας στο «μεταξύ άλλων» (χωρίς να γνωρίζω με μια πρόθεση) και την Ελλάδα, που ήταν όμως και η ΠΡΩΤΗ που το παρουσίασε και μάλιστα με δική μου διασκευή σε «μιούζικαλ», ακριβώς για να βελτιώσω και να «ελαφρύνω» με τη ριζική μου διασκευή την καρακιτσάτη αρχική του μορφή που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια χυδαία μπαλαφάρα, όπου το κυριότερο προσόν της ήταν τα «καλιαρντά» των διαλόγων, κάτι το οποίον έπρεπε να γνωρίζει ο επίσης αγαπητός μου κ. Κοσμάς Βίδος, που έγραψε το κατατοπιστικό σημείωμα. Και αυτή τη διασκευή, με την πνευματική μου ιδιοκτησία λεηλατημένη από όλους που την ακολούθησαν και για την οποία ειλικρινώς ελάχιστα είμαι υπερήφανος, εκμεταλλεύθηκε ο Ζαν Πουαρέ, στα χέρια του οποίου υπήρχε όχι μόνο πλήρης η διασκευή αλλά και φωτογραφικό υλικό και μακέτες των σκηνικών και των κοστουμιών του Γιώργου Ανεμογιάννη, μέσω της εδώ αντιπροσωπείας των Γάλλων συγγραφέων που μου τα είχαν τότε ζητήσει και τους τα εμπιστεύθηκα.

Και όλα αυτά στη διάθεση παντός αμφιβάλλοντος, επειδή έχω το ελάττωμα να κρατάω σαν αρχείο ό,τι αφορά τις… αμαρτίες μου. Και επειδή δικαιολογημένα θα μου πείτε «εδώ ο κόσμος καίγεται και το… κλουβί χτενίζεται», θα συμφωνήσω αλλά με την προϋπόθεση να αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η Ψωροκώσταινα προηγείται και όχι με την ανόητη στάση του «δήθεν» και του «υπεράνω» να το καταχωνιάζουμε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ