8 ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ, ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΛΙΝΑΣ

«Ημέρα της γυναίκας» σήμερα και θυμήθηκα τη Μελίνα, τη γυναίκα που έγραψε τη δική της ημέρα και τη νύχτα μαζί, με μια εντελώς προσωπική της γραφή. Άλλοτε σωστή και άλλοτε ανορθόγραφη. Αδιαφορώντας για την αυστηρή βαθμολόγηση, όσο και για τα επιτιμητικά στραβοκοιτάγματα που τη συνόδευαν, πολλές φορές μάλιστα και προκαλώντας τη δυσφορία και τα σχόλια, όταν οι άλλες δεν είχαν το κουράγιο να διεκδικήσουν ελεύθερα τις επιλογές τους.

Θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο ότι «η Μελίνα δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση». Ασφαλώς και δεν ήταν, όχι επειδή έτυχε να είναι εγγονή ενός δήμαρχου. Μήπως και άλλες που έτυχε να έχουν παππού δήμαρχο μπόρεσαν να ξεφύγουν από την αφάνεια; Ούτε και επειδή οι αισθηματικές της ιστορίες, που πρώτη η ίδια φρόντιζε να δημοσιοποιηθούν, στάθηκαν αφορμή για να δημιουργηθεί ο θρύλος της. Για να μην πούμε ότι άλλες με πολύ πιο βεβαρημένη ερωτική δραστηριότητα δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο από το να ικανοποιήσουν τα αρσενικά κρεβάτια που τις φιλοξένησαν και ως εκεί και τέρμα.

Η Μελίνα, είτε το θέλουμε είτε δεν μας αρέσει και δεν καταλαβαίνω γιατί να μη μας αρέσει, είναι καταχωρημένη σαν «θρύλος». Και όχι μόνο για τα ώριμα χρόνια με τη δυναμική παρουσία της «εφ’ όλης της ύλης», όπως και στα τελευταία της για τη συντήρηση ενός θρύλου σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά και από τα πιο νεανικά της και κυρίως σ’ αυτά, τότε που η περπατησιά ενός κορίτσαρου είχε και τις κοινωνικές δυσκολίες της και τις προσωπικές της αναστολές.

Και τότε που στις πρεμιέρες του «Παλλάς», όταν διέσχιζε το διάδρομο, το πέρασμά της ήταν πιο συναρπαστικό από εκείνο που ύστερα από λίγο θα ακολουθούσε στην οθόνη. Τότε δηλαδή, που χωρίς να κυκλοφορούν τα σκανδαλοφονικά περιοδικά για τους άθλους και τα ξεπετάγματα και της τελευταίας ξεκούδουνης, αποτελούσαν κοινό μυστικό από στόμα σε στόμα ότι «αυτή ήταν ο μεγάλος έρωτας του Σπυρομήλιου». Όπως και τότε που βγήκε στο θέατρο, με την όση αδεξιότητα της πρωτόπειρης, αλλά και το όσο θράσος της λαθρεπιβάτισσας που κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς σωσίβιο στη θάλασσα, δίπλα σε έναν τεράστιο Γιώργο Παπά -άλλη ερωτική της κατάκτηση-, που με ένα του βλέμμα μπορούσε να εξαφανίσει θεατρικούς ογκόλιθους και όχι ένα γοητευτικό μεν αλλά σκηνικό βότσαλο. Κι όμως το «βότσαλο» άντεξε.

Και αμέσως μετά, στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στον εξοντωτικό ρόλο της «Άννας των χιλίων ημερών», μοιράζοντας τις κριτικές σε θετικές και αρνητικές, με αποτέλεσμα να της εμπιστευθεί ο Κάρολος Κουν έναν από τους πιο σύνθετους και κλειστοφοβικούς ρόλους στο «Λεωφορείο ο πόθος», όπου και ένα από τα πιο ωραία του τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, το «Χάρτινο το φεγγαράκι», δεν ακούστηκε ίσως ποτέ με τόσο έντονη την ερωτική του διαμαρτυρία, επιβεβαιώνοντας την άποψη του συνθέτη ότι η φωνή της ψυχής μετράει περισσότερο από την ψυχή της φωνής.

Για το μόνο που δεν θα μπορούσε να είναι υπερήφανη η Μελίνα ήταν οι τραγουδιστικές της ικανότητες, που κατάφερνε όμως να τις ξεπερνάει, με τη βραχνάδα της φωνής της, δίνοντας περισσότερη έννοια στο στίχο του «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», όσο και μια παγκοσμιότητα της αγάπης, τραγουδώντας με τα τέσσερα παιδιά του Πειραιά «από την πόρτα μου όταν βγω – δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ»…

Πιστεύω ότι στο πρόσωπό της βρήκε δικαίωση η ως τώρα, αν όχι και τώρα ακόμα, υποτίμηση της κάθε γυναίκας, που θα ήθελε να είναι κι αυτή μια Μελίνα, φτάνει να το μπορούσε.

Και αυτή είναι η δυσκολία. Όχι μόνο να θέλεις, αλλά και να το μπορείς. Και η Μελίνα και το ήθελε και το μπορούσε.

Η «ΣΤΕΛΛΑ»

ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΠΑΤΗΣΙΩΝ…

(…μιας διαφορετικής εποχής!)

Θα θυμηθώ ένα βράδυ του 1955, όταν στον καλοκαιρινό κινηματογράφο της οδού Πατησίων, το «Μετροπόλ» (κι αυτό «μπουλντοζόπληκτο»), είχαμε προβάλει με δική μου πρωτοβουλία, που τότε είχα τον προγραμματισμό του, τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Τολμηρός προγραμματισμός για μια περιοχή όπως η οδός Πατησίων, όπου η ελληνική ταινία ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος και η ψευτοελιτίστικη και αρλομποκουλτουριάρικη πελατεία του σνομπάριζε «παν το ελληνικόν», άσχετο αν σήμερα όλες εκείνες οι ταινίες τούς έχουν θεατές και έχουν μάθει απ’ έξω και τους διάλογους.

Είχα παρακαλέσει τη Μελίνα να είναι παρούσα στην προβολή για να δώσουμε περισσότερη κοσμικότητα, μια και εκείνη η πελατεία τα λογάριαζε πολύ κάτι τέτοια, και η Μελίνα είχε γελάσει διατυπώνοντας και τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις της, γιατί ήξερε καλύτερα από τον καθένα την κενότητα και την ανοητολογία της κοινωνίας των «δήθεν», αφού και η ίδια ήταν γεννημένη εκεί μέσα:

«Στο “Μετροπόλ”; Οοοοχ! Θα μας πετάξουν καμιά ντομάτα στα μούτρα…».

Την είχα καθησυχάσει ότι το κοινό ήταν προετοιμασμένο. Τι να της έλεγα; Ότι στην περίπτωση κανενός απροσδόκητου «ντοματόματος» θα τους βγάζαμε από την πίσω πόρτα; Και έτσι ήρθε, παρέα με την απαραίτητη Δέσπω Διαμαντίδου και τον συμπαραγωγό της ταινίας, τον Βασίλη Λαμπίρη, ενώ ο Γιώργος Φούντας, περισσότερο προνοητικός, προφασίστηκε αδιαθεσία.

Και ακόμα θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια της, όταν καταχειροκροτήθηκε στο τέλος της παράστασης. Και λίγη ώρα αργότερα, μετά τα μεσάνυχτα, όταν τρώγαμε με μια μεγάλη συντροφιά στη «Θράκα» της Φωκίωνος Νέγρη, σε μια στιγμή γύρισε και μου είπε: «Λεβεντιά σου που έπαιξες τη “Στέλλα” σ’ έναν κινηματογράφο της οδού Πατησίων…». (Αυτά βέβαια τότε που η Πατησίων δεν ήταν αποικία αφρικο-ασιατική και τα ενοίκια των σπιτιών συναγωνίζονταν τα ενοίκια της Πατριάρχου Ιωακείμ!)

«Δική σου λεβεντιά», της απάντησα, «που έπαιξες μια γυναίκα που δεν είναι από την Πατησίων…».

Γέλασε και συμπλήρωσε, χωρίς να ξέρω αν εκείνη την προχωρημένη ώρα κατάλαβε τι μου έλεγε, τώρα όμως νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή έπαιζε «μερικές σκηνές από την ταινία της Δευτέρας».

«Η Στέλλα, Γιώργο μου, να το δεις που μια μέρα δεν θα μένει στα Καμίνια του Πειραιά, αλλά όπου της κάνει κέφι…».

Τη θυμάμαι και μια ακόμα φορά, όταν την είχαμε επισκεφθεί μια επιτροπή σεναριογράφων, όταν ήταν πια υπουργός Πολιτισμού και βρισκόταν στη Βουλή το νομοσχέδιο του κινηματογράφου, και μέσα στα άρθρα του υπήρχε ο εξωφρενικός όρος ότι απόλυτος ιδιοκτήτης και διαχειριστής της πνευματικής ιδιοκτησίας μιας ταινίας είναι μόνο ο σκηνοθέτης, όρος που τον είχε δεχτεί για να ικανοποιήσει μια παρέα σκηνοθετών που έπαιζαν γύρω της το ρόλο των 3 σωματοφυλάκων με Ντ’ Αρτανιάν ένα σκηνοθέτη που δεν ζει πια και Ρισελιέ το συμπαθέστατο κατά τα άλλα Κ. Αλαβάνο.

Οπόταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που ήταν μαζί μας στην επιτροπή, σε κάποια στιγμή δεν άντεξε και της είπε:

«Μελίνα μου, αν ο σεναριογράφος δεν είναι ο θεμέλιος λίθος σε μια ταινία, τότε να είσαι σίγουρη ότι δεν θα είχες παίξει τη Στέλλα ποτέ…».

Δαγκώθηκε η Μελίνα, κατάλαβε την γκάφα της και ύστερα με εκείνο το βλέμμα της που ήξερε να σε κερδίζει, έδωσε την απάντηση: «Ιάκωβέ μου, κάνουμε και λάθη».

Μας υποσχέθηκε να το διορθώσει, με τη διαφορά ότι το νομοσχέδιο με όλες τις διορθώσεις και όλες τις παραλήψεις του, πέρασε από τη Βουλή και ψηφίστηκε όταν υπουργός Πολιτισμού ήταν η Ντόρα Μπακογιάννη…

***

Το ξέρω ότι δεν πρόκειται να στενοχωρηθούν, άλλωστε πόσο μετράει ένας αναγνώστης λιγότερος στον αυτοκαταστροφικό Μαραθώνιο Πρωταθλητισμού του κυριακάτικου κατακλυσμού των εφημερίδων και που από το σύνολό τους που αγοράζω, κόβονται δύο.

Πρώτο και καλύτερο, το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ», με αφορμή τις 5 κυριακάτικες εκδόσεις του, από τις οποίες απουσιάζουν τα άρθρα του Σπύρου Κομίνη, που, όπως και το «ΠΑΡΟΝ» επισήμανε την περασμένη Κυριακή, φαίνεται ότι το περιεχόμενό τους ενοχλούσαν κάποιους «βολεμένους». Και αντί το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ», ως «σκανδαλομάχο» να κυνηγήσει και να «υπερΘΕΜΑτίσει» για τα παρασκήνια των «βολεμένων», έκοψε για λόγους που οι «πρωτοθεματοφύλακες» γνωρίζουν, ποιον; Τον καταγγέλλοντα συντάκτη, που κοντά στα άλλα είναι και ο μόνος που εδώ και τρία χρόνια, με τα άρθρα του, είχε προβλέψει το «κραχ» και τη σημερινή τραγική εικόνα της Διεθνούς Οικονομίας. Διαβάζω, κι αυτό μόνο στο «ΠΑΡΟΝ», ότι η υπόθεση Σπύρου Κομίνη έφτασε στην ΕΣΗΕΑ και περιμένω τα αποτελέσματα.

Και η δεύτερη που κόβεται από την ταπεινή συνδρομή μου είναι η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ», που την περασμένη Κυριακή απουσίαζε από τα Πολιτιστικά το «ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ» του Βασίλη Αγγελικόπουλου, η πιο ελεύθερη και καταλυτική φωνή του ειδικού χώρου της κυριακάτικης έκδοσής της. Τον κατά τα άλλα άγνωστό μου κ. Αγγελικόπουλο αναζήτησα μέσω ενός πληροφοριακού «11 μηδέν τάδε» και τον βρήκα. Μου εξήγησε ότι τον απέλυσαν, γι’ αυτό και απουσίαζε από τη γνώριμη γωνία του. Τον ρώτησα αν η απόλυσή του έγινε για να μην καταστραφεί οικονομικά ο κ. Αλαφούζος και μου εξήγησε ότι η απόλυσή του οφείλεται σε λόγους εσωτερικής καταδίωξής του. Όμως τα «εσωτερικά» μπορούν να είναι εσωτερικά, χωρίς να στερούν τους αναγνώστες από μια σωστή και ασυμβίβαστη φωνή που αντιπροσωπεύει και τις δικές τους απόψεις.

Κάποτε η Ελένη Βλάχου, παλιά και πολυεκτίμητη φίλη, όταν της ζήτησα να διατυπώσει τη γνώμη της στη σειρά «Βραδιά επιθεώρησης» που έκανα για την ΕΡΤ, εποχή του ΠΑΣΟΚ τότε, μου είχε απαντήσει, παρεξηγώντας ίσως και τις δικές μου πολιτικές θέσεις:

«Θα σου απαντήσω όταν κι εσύ ανανήψεις…».

Ισχύει και από μεριά μου η απόφαση της διακοπής, αν και εντελώς ανώδυνης για το λογιστήριο της «Καθημερινής» και έστω και αν δεν υπάρχει πια στο πόστο της μια Ελένη Βλάχου – μια άλλη «Μελίνα» στο χώρο της.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ