Μια φορά και έναν καιρό

Πήγαινε π.χ. ο γιατρός, ώστε επιστρέφοντας να γνωστοποιήσει διά του Τύπου: «Ο διαπρεπής ιατρός δρ Τάδες, επιστρέψας εξ Εσπερίας δέχεται καθ’ εκάστην 4-6 εις το ιατρείον του!». Απεστέλετο επίσης στο εξωτερικό ο γόνος οικογενείας που φυσούσε το παραδάκι, για να πάρουν ένα «λούστρο» οι σπουδές του. Άντε και κανένας εμπορευόμενος που προσδοκούσε ν’ ανοίξει νταλαβέρια με την αλλοδαπή. Σπάνια ήταν και η περίπτωση ματσωμένου εκ κληρονομίας bon viveur που πεταγόταν μέχρι Παρισίων για να εντρυφήσει στα εσώτερα του… καν καν και να τα φάει με τις γκόμενες, όπως θα έλεγε κακεντρεχής συγγενής του.

Προπολεμικά μπορούσε επιπλέον ο ταξιδιώτης να είναι εν ενεργεία κατάσκοπος, αλλά όπως όλα ψευτίσανε στις μέρες μας, ουδεμία αίγλη έχει πια το επάγγελμα. Δηλαδή αν ζούσε η Μάτα Χάρι σίγουρα δεν θα φτουρούσε ούτε σαν οικιακή βοηθός. Επομένως, εάν ήσουν άτομο χαμηλής έως μέτριας οικονομικής κατάστασης, ήταν αρκετό να δηλώσεις πως επιθυμείς μια βολτίτσα για τουρισμό εις τας… Ευρώπας, για να προκαλέσεις οδύνη στους οικείους σου που θα σε πήγαιναν περίλυποι, ώρα 4-6, να σε εξετάσει στο ιατρείο του ο άρτι επιστρέψας εξ Εσπερίας ψυχίατρος. Διότι ένα ταξίδι στο εξωτερικό δεν ήταν καθόλου εύκολο πράμα και οι διατυπώσεις, κυρίως οι συναλλαγματικές, που απαιτούνταν ήσαν εξοντωτικές και χρονοβόρες. Η συνηθέστερη επικοινωνία με την Ευρώπη γινόταν κυρίως διά θαλάσσης μέσω Ιταλίας με ατμόπλοια που αναχωρούσαν από τον Πειραιά, όπως ο «Αγαμέμνων», το «Αιγαίον» της ατμοπλοΐας Τυπάλδου, και επιβατηγά της Adriatica, της ΕΛΜΕΣ και άλλων.

Περί το τέλος της δεκαετίας του ’50 άρχισε να… «ξετσουμίζει» οικονομικά ο μέσος Έλληνας. Μετακόμισε σε πολυκατοικία, αγόρασε αυτοκίνητο. Μικρό και μεταχειρισμένο στην αρχή. «Τέσσερις ρόδες να ‘χει και να κυλάει» είπε. Αργότερα πήρε καινούργιο και μεγαλύτερο. Πέσανε στην πιάτσα και κάτι «ανατολικά» κι έτσι αρκετοί γίναν τετράτροχοι, που τα περιποιούνταν καλύτερα κι από άνθρωπο. Πλύσιμο να δουν τα μάτια σου. Δύο ισχυροί σεισμοί που συνέβησαν τότε απεδείχθησαν ωφέλιμοι στο κράτος, που αύξησε τη βενζίνη από 12 σε 18 δραχμές το γαλόνι και επέβαλε στα πρωτοκυκλοφορούντα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικά αυτοκίνητα «έκτακτη εισφορά» αναλόγως του κυβισμού τους: 15, 25 και 40 χιλιάδων δραχμών αντιστοίχως. Το μέτρο δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει τη ζήτηση και τα ΙΧ αυξάνονταν και πληθύνονταν και κατακυρίευαν τη γη.

Με το βολάν στο χέρι, τα όρια μιας εκδρομής ως τη Χαλκίδα ή το Λουτράκι ήτανε πια τόσο στενά που σε έπνιγαν κι αναζητούσες καινούργιους ορίζοντες. Τη μεγάλη ευκαιρία για ταξίδι σε ξένα μέρη προσέφερε η καθιέρωση της γραμμής Ηγουμενίτσας – Μπρίντιζι με το φεριμπότ «Εγνατία» που άρχισε τότε δρομολόγια και που καθιστούσε τη μετάβαση με το αυτοκίνητό σου στην Ιταλία, και από εκεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, παιχνίδι. Το «Εγνατία», διέθετε μεν καμπίνες όπως τα συμβατικά πλοία, αλλά δεν ήσαν απαραίτητες διότι οι επιβάτες την άραζαν σ’ ένα τεράστιο σαλόνι με πολυθρόνες αεροπορικού τύπου, αφού απέπλεε από την Ηγουμενίτσα στις 6 το πρωί και στις 4 το απόγευμα έδενε στο Μπρίντιζι. Τίποτα δηλαδή. Τόσος χρόνος χρειαζόταν για να πας στην Καλαμάτα με… τρένο. Το εισιτήριο κόστιζε 10 δολάρια, 300 δηλαδή δραχμές, σε αντίθεση με τα κανονικά βαπόρια όπου όλα τα πλήρωνες… βαπορίσια. Περίπου ίδιο ποσόν χρειαζόταν και για τα ναύλα του το ΙΧ σου. Τα «παραπολιτικά» της εποχής διατείνονταν πως η καθιέρωση της γραμμής οφείλετο στον ηπειρώτη υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, για να αναζωογονηθεί οικονομικά η Ήπειρος. Κατά τα παραπολιτικά πάντα, «ουκ έα καθεύδει το του Αβέρωφ τρόπαιον» τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Παναγιώτη Κανελλόπουλο εξ Αχαΐας που έβαλε «λυτούς και δεμένους» για να μεταφερθεί η αφετηρία στην Πάτρα… Πολλά επιχειρήματα αντηλλάγησαν εκατέρωθεν και τελικά βρέθηκε η σολομώντειος λύσις: Το πλοίο να αναχωρεί από την Πάτρα και να προσεγγίζει στην Ηγουμενίτσα. Η λύση είχε και τα υπέρ και τα κατά. Τα υπέρ ήσαν ότι οι κάτοικοι της νότιας Ελλάδος, και ιδίως οι Αθηναίοι, δεν θα ήταν αναγκασμένοι να διανύουν πάνω από 500 χιλιόμετρα μέχρι την Ηγουμενίτσα, αλλά ότι σε 4 ώρες θα βρίσκονταν στην Πάτρα, που όπως και να το κάνουμε ήταν η 3η πόλη της χώρας, με πολλές υποδομές. Τα κατά αντιθέτως ήταν πως θα «πιάνονταν τα κόκαλά τους πάνω στην πολυθρόνα όλη νύχτα» και πως θα πλήρωναν ακριβότερο εισιτήριο. Το «Εγνατία» διέθετε και κρεβάτια τύπου πούλμαν. Μεγάλο ήταν το δίλημμα. Θα πήγαινες οδικώς μέχρι την Ήπειρο για να γλιτώσεις τη διαφορά των ναύλων και το νυχτερινό «σκυλοπνίξιμο» ή θα προτιμούσες να πας σαν κύριος μέχρι την Πάτρα αποφεύγοντας τους κακοτράχαλους δρόμους, αδιαφορώντας φυσικά για την πρόσθετη δαπάνη; Επειδή από αρχαιοτάτων χρόνων γνώρισμα της φυλής αποτελεί το φιλοσοφικό αξίωμα «Ας πάει και το παλιάμπελο», οι επιβάτες τελικά προέκρινα την Πάτρα ως λιμένα επιβιβάσεως.

Δεν χρειάστηκαν πολλές και κραυγαλέες διαφημίσεις για να μας ανοίξει η όρεξη να πεταχτούμε στο εξωτερικό, σε μέρη που μας ήσαν γνωστά από… κινηματογραφικές ταινίες. Περπατήσαμε, να πούμε, νοερά στο «Διακοπές στη Ρώμη» με την Όντρεϊ Χέμπορν στον ρόλο της ατακτούλας πριγκίπισσας που την κοπάνησε και αλήτεψε ποικιλοτρόπως, ή ζήσαμε με την άλλη Χέμπορν, την Κάθριν, τις περιπέτειές της στις «Διακοπές στη Βενετία», όπου λικνιστήκαμε μαζί της σε μια γόνδολα, και ανταμώσαμε τον Όρσον Ουέλς στην κατεχόμενη Βιέννη. Παραβρεθήκαμε μάλιστα στην κηδεία του, στον «3ο άνθρωπο» στο κεντρικό νεκροταφείο με τα ξερά φύλλα και τις γυμνές αλέες… Κι αν πεις για το Παρίσι, είχαμε τον ίδιο τον Τουλούζ Λοτρέκ τσιτσερόνε.

Όλα τα είχαμε δει, τα ξέραμε απ’ την οθόνη και νιώθαμε σιγουριά πως θα βρεθούμε στα λημέρια μας… Όσο για τη γλώσσα, η «εσπεράντο» της… παντομίμας ήταν αρκετή για συνεννόηση. Πάντως κανείς δεν κιότευε μ’ αυτήν τη μικρή λεπτομέρεια κι έτσι με την πρώτη ευκαιρία άρχιζαν οι ετοιμασίες.

Πήγαιναν στην τράπεζα όπου ο υπάλληλος τους κοίταζε καχύποπτα και εφοδιάζονταν με τα 100 δολάρια που δικαιούνταν το άτομο συνάλλαγμα, συν τις 100 ελληνικές δραχμές. Αγόραζαν μια κούτα τσιγάρα διότι οι τιμές τους στο εξωτερικό ήταν απρόσιτες, έβρισκαν και παρέα για να μοιραστούν τα πάσης φύσεως έξοδα, πήγαιναν και στην ΕΛΠΑ στην οδό Αμερικής και προμηθεύονταν το «τρίπτυχο», δηλαδή το διαβατήριο του αυτοκινήτου για να του επιτραπεί η έξοδος και η επάνοδός του στη χώρα, και έχοντας την «πράσινη κάρτα» μαζί με το δικό τους διαβατήριο διαρκείας ενός έτους, που ήταν για έναν μόνον ταξίδι μετ’ επιστροφής, αισθανόταν περίπου σαν τον Μάρκο Πόλο! Η βίζα με την Ιταλία είχε καταργηθεί, αλλά αν σκόπευες να περάσεις και από τη Γιουγκοσλαβία ήταν απαραίτητη και για να την αποκτήσεις απαιτούντο μύριες διατυπώσεις. Παρά ταύτα πολλοί ήσαν εκείνοι που έκαναν τη διαδρομή μέσω Γιουγκοσλαβίας για οικονομία στα ναύλα και για να δουν ακόμη μια χώρα και μάλιστα γειτονική. Επειδή τα ταξίδια αποτελούν πηγή μαθήσεως, πληροφορήθηκαν όσοι διέσχισαν τη γείτονα πως τη νότια Σερβία τη βάφτισαν Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη… Σολούν! Γέλασαν. Άσ’ τους να λένε είπαν. Ου φροντίς Ιπποκλείδη!

Το έτος 1960 θα ετελούντο στη Ρώμη Ολυμπιακοί Αγώνες, γεγονός που συντάραξε τον φίλο μου τον Πετρή που ήταν πασίγνωστο πως αδυνατούσε να ζήσει χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες. Είχε ήδη αποκτήσει αυτοκίνητο σε αντικατάσταση της «μηχανής» με την οποία γκρεμοτσακιζόταν καταρρίπτοντας αντί για ρεκόρ τους… συνεπιβάτες του. Ήταν ένα κουρσάκι φανταχτερό και μ’ αυτό θα πήγαινε στην Ιταλία να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς. Μου πρότεινε να πάμε παρέα. Ένιωσα σαν μετενσάρκωση του Ιούλιου Καίσαρα. Ανέκραξα: «Alea jacta est». Ο κύβος ερρίφθη! Και ετοιμάστηκα να βαδίσω κατά της Ρώμης…


Σχολιάστε εδώ