Ισλαμιστές και Κεμαλιστές: Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Το τουρκικό πολιτικό σύστημα, αρκετές δεκαετίες τώρα, βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού. Θα έλεγε κανείς ότι προσπαθεί να βρει την ισορροπία του, μια σχεδόν απέλπιδα προσπάθεια αναίρεσης των τραγικών συνεπειών που προκάλεσαν οι αυταρχικές παρεμβάσεις στη φυσιολογική εξέλιξή του. Την εποχή της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, το τουρκικό πολιτικό σύστημα αντί να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών και να κάνει άλματα προς τον εκδημοκρατισμό, παραμένει εγκλωβισμένο στα πλαίσια που του έχουν ορίσει κατά το παρελθόν. Οι Κεμαλιστές από τη μια και οι Ισλαμιστές από την άλλη, αποτελούν τις δύο πρωταγωνιστικές παρατάξεις στη διαμάχη αυτή.
Οι Κεμαλιστές, οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοι, ως πρότινος, του πολιτικού παιχνιδιού, είναι οι εκφραστές και συνεχιστές του πολιτικού σχεδίου για τη χώρα που εφάρμοσε ο Κεμάλ (Ατατούρκ), ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας. Κατά την περίοδο που κατείχε την εξουσία ο Κεμάλ έθεσε τις βάσεις και υλοποίησε ως ένα μεγάλο βαθμό σχέδια για τον «εκσυγχρονισμό» του κράτους, τα οποία εκκολάπτονταν ήδη από την εποχή των Νεότουρκων και του Κόμματος Ένωση και Πρόοδος, του οποίου ο ίδιος υπήρξε επιφανές στέλεχος. Το πολιτικό αυτό σχέδιο, που επιβλήθηκε εκ των άνω, χωρίς τη συγκατάθεση της λαϊκής βάσης, είχε στόχους: α) Την εθνική ομοιογένεια του νέου κράτους, όπου κυρίαρχη θέση έχει το τουρκικό έθνος, β) Τη συμπερίληψη των ευρύτερα δυνατών συνόρων της αποβιώσασας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο νέο κράτος, γ) Την επιδίωξη μιας ισόρροπης αλλά στενής σχέσης με τις Μεγάλες Δυνάμεις, γεγονός που θα μπορούσε να συντείνει στη συμπερίληψή της στις τάξεις του Δυτικού κόσμου και, δ) Τον πλήρη έλεγχο του Ισλάμ από το εθνικό κράτος. Αυτή η επιχείρηση ένταξης του κοινωνικοπολιτικού συνόλου σε νέα πρότυπα που εκφράζουν μια εθνικιστική κοσμοαντίληψη της τουρκικής ελίτ, η οποία τη συνέλαβε και την έθεσε σε εφαρμογή, αποδείχτηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά και τις αντιδράσεις εκείνων που ένιωσαν τις αρνητικές επιπτώσεις των κεμαλικών «μεταρρυθμίσεων» στη ζωή τους.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι Ισλαμιστές που αντιτάχθηκαν, αφενός, στην απόρριψη της υπερέχουσας –εκείνη την περίοδο– ισλαμικής ταυτότητας, και αφετέρου, την επιβολή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας που κατά περίπτωση τούς ήταν συχνά και ξένη, όπως στους πάλαι ποτέ οθωμανούς πολίτες της Μικράς Ασίας. Για την ανατροπή των αποτελεσμάτων της πολύχρονης αυτής πολιτικής, από τα πρώτα χρόνια κιόλας του πολυκομματισμού (1946), κύκλοι Ισλαμιστών επιδόθηκαν σε οικονομικό και πολιτικό αγώνα. Η διεκδίκηση των «πολιτισμικών δικαιωμάτων» είχε χειροπιαστά αποτελέσματα και σταδιακά, αλλά σταθερά, το Ισλάμ επανήλθε στον δημόσιο βίο. Το αποκορύφωμα υπήρξε αρχικά η συμμετοχή των ισλαμικών κομμάτων του Νετζμετίν Ερμπακάν στις κυβερνήσεις συνασπισμού της δεκαετίας 1970 και αργότερα η αναρρίχησή του στην εξουσία το 1996. Η επάνοδος αυτή, βέβαια, είχε περιορισμένη επιτυχία, καθώς οι κεμαλικοί κύκλοι αντέδρασαν άμεσα στην προσπάθεια των Ισλαμιστών να «κατακτήσουν» την κρατική μηχανή, την οικονομία, την Παιδεία και τα σώματα ασφαλείας. Στην προσπάθειά τους να περιφρουρήσουν τον λαϊκό χαρακτήρα του κράτους, την αρχή δηλαδή του σεκουλαρισμού, μιας από τις τελευταίες κεμαλικές αρχές, όπως ο εθνικισμός και ο ρεπουμπλικανισμός, που δεν διασύρθηκαν ακόμη, σε αντίθεση με εκείνες του επαναστατισμού, του ποπουλισμού και του κρατικισμού, οι Κεμαλιστές δεν δίστασαν να παρέμβουν στο πολιτικό σύστημα και να απομακρύνουν αρχικά το ισλαμικό κόμμα από την εξουσία και να το θέσουν εκτός νόμου αργότερα.
Μια δεκαετία μετά, η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική. Οι Ισλαμιστές με πρόσχημα την ένταξη στην ΕΕ προωθούν έναν περιορισμένο «εκδημοκρατισμό» του πολιτικού συστήματος προς ίδιον όφελος. Με όχημα τις «μεταρρυθμίσεις» στον χώρο της δικαιοσύνης, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της πολιτικής κ.λπ., επιχειρούν να αποδυναμώσουν τον ρόλο των κεμαλικών δυνάμεων που ελέγχουν την εξουσία –με τους δικαστές και τους στρατιωτικούς να διακρίνονται–, για να εφαρμόσουν το σχέδιο τους για τον ριζικό εξισλαμισμό του τουρκικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Η αντιπαλότητα των δύο αυτών παρατάξεων, που τροφοδοτείται σήμερα είτε από τις αποκαλύψεις για το παρακράτος είτε από τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, παίρνει διαφορετική μορφή σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα στο εξωτερικό, όπου η «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» –το σχέδιο συνεργασίας των δύο αυτών αντιφατικών ιδεολογιών που πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία 1970– βρίσκει επίσης πεδίο εφαρμογής. Παραμερίζονται συχνά οι όποιες διαφορές και η εχθρότητα μετατρέπεται σε ελεγχόμενη συνεργασία. Επί παραδείγματι, η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ, εκμεταλλευόμενη αφενός τα «κενά εξουσίας» στη Μέση Ανατολή και αφετέρου το θρησκευτικό συναίσθημα των ομοθρήσκων λαών της περιοχής, είτε είναι Άραβες αυτοί είτε είναι Κούρδοι, επιχειρεί να εγκαθιδρύσει και πάλι την εξουσία της στον χώρο αυτό, ως άλλη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ασχέτως αν οι Δυτικοί προτιμούν –για δικούς τους ιδιαίτερους λόγους– να αποκαλούν το τουρκικό Ισλάμ ως «ήπιας μορφής Ισλάμ», αυτό απειλεί τόσο να ανατρέψει την παρούσα ισορροπία πραγμάτων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, όσο η κεμαλική έκφανση της τουρκικής εξουσίας.
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος