Η ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ (;) ΜΗ ΦΟΡΑΤΕ ΚΑΦΤΑΝΙ
Άλλαξ’ η φύση τού παντός
κι η απεραντοσύνη
μοιάζει μέ μούμια θλιβερή
μές τήν καπατσοσύνη.
Πάνε τά χρόνια εκδρομές
σέ άγνωστα τοπία
καί γίνεται τό μέλλον μας
μιά σκέτη ουτοπία.
Η σιωπή σάν θάλασσα
έρχεται μανιασμένη
μά τά ναυάγια είν’ εδώ
στή Γή τή ρημαγμένη.
Σκάφη καί παλιοσίδερα
βούρκος καί αφοδεύσεις
κυκλώνουν τόν ορίζοντα
καί πού νά αναπνεύσεις.
Δέν είν’ οι ώρες δύσκολες
μά οι σκυφτοί αιώνες
πού κατεβαίνουν άνωθεν
ως άλλοι παγετώνες.
Πήζει τό γάλα στόν μαστό
καί τό φιλί στό στόμα
είναι σάν νεκροφίλημα
σ’ ενός ανθρώπου σώμα.
Ουδείς χαρίζει τίποτε
φοβάται καί αρπάζει
καί γίνεται καί δικαστής
π’ ανόητα δικάζει.
Η Μοίρα μας ως μιά τρελή
πόρνη τών σοκακίων
καραδοκεί στό διάβα μας
πρός λήψη ενοικίων.
Ενοίκιο δίνει η ζωή
σέ τρώγλες υπογείων
καί ζούμε μέ τήν αίσθηση
ανύπαρκτων αγίων.
Νέφος σκεπάζει τά βουνά
νέφος πού κατεβαίνει
καί γίνεται αόρατο
καί μές στά σπίτια μπαίνει.
Καί μαγειρεύει ύπουλα
μόνο τή δυστυχία
ενώ βαθιά καί μέσα μας
σωπαίνουν τά ηχεία.
Ούτε φωνή ούτε κραυγή
σιγή σανατορίου
καί μάς χτυπά η μοναξιά
ως Διάβολος Κυρίου.
Αυτός είναι ο Κόσμος μας
καί πλησιάζει κι άλλος
ως ένας ασυγκράτητος
καί μανιασμένος μπάλος.
Κι οι χορευτές ανίκανοι
ζαλίζονται, καί κλάνουν
κλάνουνε καί οσμίζονται
ωσότου νά πεθάνουν.
Ω, θλιβερή μου άνοιξη
καί σύ μαζί πεθαίνεις
καί καλοκαίρια φονικά
στούς κήπους τώρα φέρνεις.
Αυτά δέν είναι όνειρο
ούτε πραγματικότης
είν’ ένα χάσμα αόρατο
πού ζεί η ανθρωπότης.
………………………..
«Πάλι διαβάζει προσευχές
ο γείτονας κι ανησυχώ,
όταν διψούν οι ποιητές
νά μήν τούς κλέβεις τό νερό».
Μ.Μ.